Η αποζημίωση των μισθωτών αν δεν πάρουν άδεια – «Φουσκωμένο» θα είναι φέτος το επίδομα αδείας για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Ο λόγος δεν είναι άλλος από την πρόσφατη αναπροσαρμογή των κατώτατων αποδοχών σε υψηλότερα επίπεδα.
Έτσι, το σχετικό επίδομα θα υπολογιστεί βάσει των νέων αποδοχών. Όσον αφορά το πότε θα καταβληθεί, ο σχετικός νόμος προβλέπει ότι το επίδομα αδείας πρέπει να χορηγείται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του.
Εντούτοις, άτυπα υπάρχει μια ημερομηνία μέχρι την οποία συνήθως εξοφλούνται τα επιδόματα αδείας.
Η ημερομηνία που ο κάθε εργαζόμενος θα λάβει την καλοκαιρινή του άδεια ορίζεται έπειτα από συνεννόηση με τον εργοδότη. Από την ημέρα που ο μισθωτός υποβάλλει αίτημα για άδεια, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να του τη χορηγήσει (μαζί με το επίδομα αδείας) εντός δύο μηνών. Το επίδομα αδείας χορηγείται πριν από την έναρξη της άδειας αν και οι εργοδότες φροντίζουν να το εξοφλούν σε όλους τους υπαλλήλους το πολύ έως και τις 22 Ιουλίου, σύμφωνα με το enikonomia.
Η αποζημίωση μισθωτού αν δεν λάβει την άδειά του
Οι μισθωτοί που δεν πήραν καλοκαιρινή άδεια από πταίσμα του εργοδότη, δικαιούνται να λάβουν τις αποδοχές της άδειάς τους αυξημένες κατά 100% (διπλασιασμένες δηλαδή), αμέσως μόλις λήξει το ημερολογιακό έτος εντός του οποίου θα έπρεπε να τις είχε πάρει. Σε αυτή την περίπτωση δεν διπλασιάζεται και το επίδομα αδείας, παρά μόνο οι αποδοχές αδείας, οι «συνήθεις αποδοχές» δηλαδή, που ο μισθωτός θα λάμβανε εάν εργαζόταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο
Σε περίπτωση, λοιπόν, που ο εργοδότης δεν χορηγεί την άδεια που αιτήθηκε ο εργαζόμενος, έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, οφείλει να καταβάλει τις αποδοχές του οφειλόμενου χρόνου αδείας με προσαύξηση 100%, συν το επίδομα αδείας.
Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Α.Ν. 539/45, κατά τη διάρκεια της αδείας του ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις «συνήθεις αποδοχές», δηλαδή τις αποδοχές εκείνες που θα ελάμβανε εάν εργαζόταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο. Στις αποδοχές περιλαμβάνεται ότι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικώς και μονίμως ως αντάλλαγμα της εργασίας του (Εφ. Αθ. 1950/1995).
Αποδοχές, μεταξύ άλλων, αποτελούν και : α) η αμοιβή για τακτική εργασία κατά Κυριακή, εορτές ή νύκτα (Α.Π. 659/2003, Α.Π. 1449/2002, Α.Π. 273/93, Α.Π. 540/85, Α.Π. 1318/84 κλπ), β) η αμοιβή για υπερεργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά (Α.Π. 702/2002, Α.Π. 703/2002, Α.Π. 588/93, Εφ. Αθηνών 371/85 κλπ), γ) η αμοιβή για νόμιμη τακτική υπερωρία που θα πραγματοποιούσε ο μισθωτός κατά το διάστημα της αδείας του, αν εργαζόταν κατά το διάστημα αυτό (Α.Π. 911/1986, Εφ. Αθηνών 1950/1995 κλπ).
Στις αποδοχές αδείας, δεν υπολογίζονται, μεταξύ άλλων η αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή εργασία (Α.Π. 1339/2005), ούτε η αναλογία των δώρων εορτών (Εφ. Αθ. 1950/1995), διότι οι αποδοχές αδείας συσχετίζονται με τις αποδοχές του διαστήματος της άδειας και όχι αορίστως με τις τακτικές αποδοχές όπως συμβαίνει με τα δώρα (επιδόματα) εορτών στα οποία υπολογίζεται η αναλογία του επιδόματος αδείας.
Τι ισχύει με το επίδομα αδείας
Εκτός από τις αποδοχές αδείας οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν και «Επίδομα αδείας» (άρθρο 3 του Ν. 4504/66). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί συνακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας, είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβεί, για όσους μεν αμείβονται με μισθό, τον μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια.
Τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 8 του Α.Ν. 539/45, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966.
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, αποχώρηση απ’ την εργασία κ.λ.π.) πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρθρο 1, παρ. 3 του Ν.1346/1983).