Αν η εκπαίδευση νομιμοποιήθηκε τόσο έντονα στις συνειδήσεις των πολιτών στη διάρκεια του εκδημοκρατισμού της και της μαζικοποίησής της – που έγιναν από τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη μεταπολεμική Ευρώπη, και στη χώρα μας στη δεκαετία του 1980 για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στη δεκαετία του 1990 για την τριτοβάθμια εκπαίδευση – ήταν εκτός από το δημιουργημένο «μορφωτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο» για τους πολίτες (αλλά και για τις χώρες γενικότερα) και η κοινωνική κινητικότητα εκατομμυρίων νέων, που επηρέασε τη συνολική πρόοδο των λαών και των εθνών.
Του Νίκου Τσούλια, Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. – Κινήματος Αλλαγής
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) θέτει το συνολικό πλαίσιο της συζήτησης. «Το ζήτημα της ανισότητας προσλαμβάνει όλο και μεγαλύτερη σημασία τα τελευταία χρόνια. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη υπήρξαν έντονες, ανατρέποντας χρόνια σύγκλισης των συνθηκών διαβίωσης και ασκώντας σημαντική πίεση στα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Οι ανισότητες αυξήθηκαν στα περισσότερα κράτη μέλη, προκαλώντας προβληματισμό για τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης και για την κοινωνική συνοχή.
Προβληματισμός υπάρχει επίσης και όσον αφορά τη χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Όταν το εισόδημα που παράγεται σε μια χώρα, όπως μετριέται με το ΑΕΠ, αυξάνεται ταχύτερα από τα εισοδήματα που λαμβάνουν τα νοικοκυριά της εν λόγω χώρας, αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη ενέχει αποκλεισμούς και ότι τα οφέλη της δεν γίνονται αισθητά σε όλα τα νοικοκυριά».
Οι ανισότητες στην εκπαίδευση και γενικότερα στην κοινωνία δεν αποτελούν κάποιο είδος φυσικού ή κοινωνικού δικαίου. Δεν αφορούν μόνο τους πληττόμενους απ’ αυτές. Αφορά όλους και όλες, την πολιτεία και το έθνος στο σύνολό τους. Είναι κρίσιμο στοιχείο της κοινωνικής συνοχής, της ποιότητας της δημοκρατίας, του αξιακού μας πεδίου, του περιεχομένου του συλλογικού μας μέλλοντος.
Οι ανισότητες είναι βασικό πολιτικό και ιδεολογικό πρόβλημα και η σοσιαλδημοκρατία συνδέει την αντιμετώπισή τους με την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, με την πολιτική των ίσων ευκαιριών στους νέους και στις νέες, με την ποιότητα της εκπαίδευσης, με την κοινωνική πρόοδο και τη βελτίωση της θέσης των χωρών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει το πεδίο αντιμετώπισης του προβλήματος στην ευρεία του εκδοχή. «Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» εστιάζει μεν στη μείωση της φτώχειας, όμως η πρόκληση της μείωσης του κινδύνου της φτώχειας συνδέεται με τη συζήτηση για την ανισότητα. Ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο του 2017 εξετάζει αναλυτικότερα την εισοδηματική ανισότητα.
Η τρίτη αρχή του πυλώνα ορίζει ότι όλοι έχουν δικαίωμα σε ίσες ευκαιρίες. Από τους 14 βασικούς δείκτες του συνοδευτικού κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων, ο ένας σχετίζεται άμεσα με την εισοδηματική ανισότητα, ενώ αρκετοί άλλοι αφορούν τομείς πολιτικής που σχετίζονται στενά με την καταπολέμηση της αυξανόμενης εισοδηματικής ανισότητας και την εξασφάλιση μεγαλύτερης ισότητας ευκαιριών».
Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες «εισβάλλουν» στο σχολείο, μετασχηματίζονται σε εκπαιδευτικές ανισότητες και – στο βαθμό που δεν αντιμετωπίζονται – αναπαράγονται και εξέρχονται ενισχυμένες ως κοινωνικές και μορφωτικές ανισότητες στην επόμενη γενιά της κοινωνικής ένταξης και της παραγωγικής διαδικασίας. Και μια πολύ σημαντική πλευρά τους. Διαμορφώνουν μια θεωρία «υστέρησης και ελλείμματος στους νέους και στις νέες» – που πλήττονται από τις ανισότητες – μια θεωρία της μορφής «ότι είναι δικό σας πρόβλημα και δική σας αδυναμία η εμφάνιση της ανισότητας».
Προσωποποιείται δηλαδή ένα κοινωνικό χαρακτηριστικό μειονεξίας, «ενοχοποιείται» το άτομο και με αυτό τον τρόπο αμβλύνεται ή, μάλλον, αποκρύβεται η αδικίαˑ και η αντιμετώπιση της βασικής αιτίας των εκπαιδευτικών ανισοτήτων παραπέμπεται ως ένα ειδικό / ατομικό πρόβλημα!
Με βάση αυτή τη θεώρηση αναπτύσσεται ταυτόχρονα στους μαθητές και στις μαθήτριες μια αντίληψη παραίτησης της εκπαιδευτικής τους προσπάθειας και υπονόμευσης των φιλοδοξιών τους και των ονείρων τους. Είναι μια αντίληψη, που καθιστά την όλη αποστολή του σχολείου έρμαιο στους ανέμους του σκληρού ανταγωνισμού της αγοράς εργασίας. Και τίθεται ένα μείζον παιδαγωγικό ερώτημα.
Πώς το σχολείο και ο εκπαιδευτικός θα διαπαιδαγωγήσουν σε ένα δημοκρατικό και ουμανιστικό αξιακό πεδίο, όταν έχει υπονομευθεί κοινωνικά το πνευματικό δυναμικό ενός μεγάλου μέρους των μαθητών και των μαθητριών;
Συμπερασματικά, οι εκπαιδευτικές ανισότητες δεν είναι προσωπικό πρόβλημα ούτε μόνο εκπαιδευτικό αλλά κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό, και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Υ.Γ.
Φυσικά, θα συνεχίσουμε…