Όπως ήδη έχει ανακοινωθεί, προτείνουν η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΚΕΠΕ στις εκθέσεις που συνέταξαν εν όψει της κυβερνητικής απόφασης, ενώ οι εργοδοτικοί φορείς δίνουν αύξηση στα επίπεδα του πληθωρισμού του 2023, με τον βασικό μισθό ως τα 755,78 ευρώ, και αφήνουν περιθώρια για να ανέβουν πιο πάνω αν μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές.

Σύμφωνα με τον Ελεύθερο Τύπο, και οι προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι κινούνται σε ένα εύρος αύξησης μεταξύ 3% και 7,75%.

Η ΓΣΕΕ έχει ήδη κάνει πρόταση για μισθό 826 ευρώ, και όπως φαίνεται από τις προτάσεις των εργοδοτών, υπάρχει σημαντική απόσταση που καλείται να γεφυρώσει η κυβέρνηση.

Οι προτάσεις των φορέων θα αποτελέσουν τη βάση για το τελικό πόρισμα που θα παραδοθεί στον υπουργό Εργασίας, Κωστή Χατζηδάκη, ως τις 28 Φεβρουαρίου, ώστε να κάνει τη δική του πρόταση στην κυβέρνηση για το ύψος του κατώτατου μισθού που θα αποφασιστεί από τον πρωθυπουργό και θα ισχύσει από την 1η Απριλίου 2023.

Τις προτάσεις των φορέων για τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με τις εκθέσεις που έχουν υποβάλει στη διαδικασία διαβούλευσης που συντονίζει ο ΟΜΕΔ, αποκαλύπτει σήμερα (στο σύνολό τους) ο «Ελεύθερος Τύπος».

Οι προτάσεις των επιστημονικών φορέων, της Τραπέζης της Ελλάδος και των εργοδοτών για την αύξηση του κατώτατου μισθού είναι οι εξής:

1 Το Κέντρο Προγραμματισμού και Ερευνών (ΚΕΠΕ) προτείνει η αύξηση του κατώτατου μισθού να μην ξεπερνά την αύξηση που δόθηκε πρόσφατα στους συνταξιούχους, δηλαδή να είναι 7,75%, που σημαίνει ότι από τα 713 ευρώ θα ανέλθει στα 768,25 ευρώ. «Παρόλο που ο πληθωρισμός τους τρεις τελευταίους μήνες του 2022 αποκλιμακώνεται, συνεχίζει να είναι ιδιαίτερα υψηλός, διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών και ιδιαίτερα όσων έχουν σταθερά εισοδήματα, όπως οι μισθωτοί», λέει το ΚΕΠΕ και τονίζει ότι ο υψηλός πληθωρισμός εξαφάνισε τελείως τις όποιες μισθολογικές αυξήσεις δόθηκαν πέρυσι, «αφού οι μέσοι μισθοί σε πραγματικούς όρους είναι μειωμένοι κατά 7,7%», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Παρατηρεί επίσης ότι «μία αύξηση του κατώτατου μισθού εκτιμάται ότι θα αυξήσει τα έσοδα από φορολογία εισοδήματος, ασφαλιστικές εισφορές και ΦΠΑ σε μεγαλύτερο βαθμό από την επιπλέον επιβάρυνση που θα υπάρξει λόγω αύξησης των επιδομάτων ανεργίας και λοιπών επιδομάτων που καθορίζονται ως ποσοστό του κατώτατου μισθού».

2 Η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει αύξηση ανάλογη με την εκτίμηση του πληθωρισμού για το 2023, δηλαδή αύξηση μεταξύ 3% και 5%, που σημαίνει κατώτατο μισθό μεταξύ 734,39 ευρώ και 748,65 ευρώ. Η ΤτΕ αναφέρει στην πρότασή της ότι «δεδομένης της σημαντικής επιβράδυνσης του πληθωρισμού που προβλέπεται για το 2023, κρίνεται ότι υπάρχει περιθώριο για μια λελογισμένη αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων σε ένα εύρος μεταξύ 3% και 5% από την 1η Απριλίου 2023».

3 Το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που απηχεί εν πολλοίς τις απόψεις των βιομηχάνων (ΣΕΒ), προτείνει αύξηση μεταξύ 4% και 6%, σε συνδυασμό με σενάρια μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών. Η αύξηση 4% σημαίνει μισθό 741,52 ευρώ και, ανάλογα με το σενάριο μείωσης των εισφορών για τον εργαζόμενο, ο καθαρός μισθός κυμαίνεται από 646 ευρώ με μείωση εισφορών 1% ως 668 ευρώ με μείωση εισφορών 4%. Η αύξηση 6% σημαίνει κατώτατο μισθό στα 755,78 ευρώ, ο οποίος διαμορφώνεται στα 656 ευρώ καθαρά με μείωση εισφορών 1% και 681 ευρώ με μείωση εισφορών 4%. Στα καθαρά και ανάλογα με το σενάριο μείωσης εισφορών η αύξηση που υπολογίζει το ΙΟΒΕ για τον κατώτατο μισθό είναι από 5,2% (αύξηση 4% και μείωση εισφορών 1%) ως 10,9% (αύξηση 6% και μείωση εισφορών 4%).

4 Η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) είναι φειδωλή στην αύξηση του κατώτατου μισθού, παρ’ ότι γνωρίζει πως οι εργαζόμενοι θα διαθέσουν το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης στην αγορά. Η ΕΣΕΕ λέει ότι «μια ενδεχόμενη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει αφενός να είναι λελογισμένη και χαμηλότερη του ρυθμού πληθωρισμού και αφετέρου να συνδεθεί με επιδότηση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών και την κατάργηση επιβαρύνσεων, όπως εκείνων του τέλους επιτηδεύματος και της προκαταβολής φόρων». Η πρότασή της σημαίνει μια αύξηση 5%-6%, με το μισθό μεταξύ 748,65 και 755,78 ευρώ.

5 Ο Σύνδεσμος Τουριστικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΕΤΕ) είναι επίσης φειδωλός στην αύξηση του κατώτατου μισθού, προτείνοντας ένα 5,5%, που σημαίνει βασικός μισθός στα 752,22 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κλαδική σύμβαση που έχει υπογραφεί στον τουρισμό και τον επισιτισμό προβλέπει μισθούς πάνω από 780 ευρώ.

Αυξήσεις-ντόμινο και στον δημόσιο τομέα

Η νέα αύξηση στον κατώτατο μισθό θα «τραβήξει» προς τα πάνω και τον βασικό μισθό του Δημοσίου.

Ο κατώτατος μισθός σε δωδεκάμηνη βάση (831,83€) έχει πλέον ξεπεράσει τον «κατώτατο» μισθό του Δημοσίου (ΜΚ1 για ΥΕ 780€) και εύλογα μπορεί να εγείρει αξιώσεις για αλυσιδωτές μισθολογικές αυξήσεις στον δημόσιο τομέα επιβαρύνοντας τα δημόσια οικονομικά, παρατηρεί το ΚΕΠΕ στην έκθεσή του.

Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση έχει ανοίξει ήδη τη συζήτηση για βελτιώσεις μισθών των δημοσίων υπαλλήλων με νέο μισθολόγιο από την 1η/1/2024.

Αν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί στα 768,25 ευρώ, όπως προτείνει το ΚΕΠΕ, τότε σε 12μηνη βάση θα βρίσκεται στα 896,29 ευρώ και το χάσμα με τον κατώτατο μισθό του Δημοσίου θα διευρυνθεί περαιτέρω.

Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι ο μισθός του νεοδιόριστου στο Δημόσιο είναι μεγαλύτερος για τους πτυχιούχους λόγω της προσαύξησης που λαμβάνουν από το πτυχίο, ενώ κάτι ανάλογο δεν ισχύει στον ιδιωτικό τομέα, πλην των περιπτώσεων που κάτι τέτοιο προβλέπεται είτε σε επιχειρησιακή είτε σε κλαδική σύμβαση.

Επιδόματα

Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα προκαλέσει αύξηση δαπανών για μια σειρά από επιδόματα που καταβάλλει η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), τα οποία συνδυάζονται με τον κατώτατο μισθό, με πρώτο το επίδομα ανεργίας, τα επιδόματα μητρότητας, επίσχεσης, εκπαίδευσης, πρακτικής άσκησης κ.ά. Για κάθε μία μονάδα (1%) αύξησης του κατώτατου μισθού, λέει η ΔΥΠΑ στην έκθεσή της, η αύξηση των δαπανών για τα επιδόματα ανέρχεται σε 15,5 εκατ. ευρώ ετησίως.

Το 28% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή περίπου 600.000 μισθωτοί, αμείβονταν το 2021 με τον κατώτατο μισθό, ενώ το 2022 το ποσοστό αυτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό μειώθηκε σημαντικά κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες ή κατά 60.700 εργαζομένους.