Νομίζω ότι δύσκολα θα βρούμε έναν άνθρωπο που να μην έχει παράπονο ή μάλλον παράπονα, αρκετά και σημαντικά. Παράπονο από έναν φίλο ή από έναν έρωτα ή από τους γονείς ή από τη ζωή γενικά ή και από τον εαυτό μας ακόμα.

 

Του Νίκου Τσούλια

Άλλωστε, το παράπονο έχει μια περίεργη γοητεία – κάπου χαϊδεύεσαι σε αυτό και γλυκαίνεις κάποια πίκρα, χωρίς να καθηλώνεσαι και να παγιδεύεσαι σε εσωστρέφειες ούτε και σε φυγοδικίες.

Να λοιπόν και εγώ να πω ένα παράπονο, που έρχεται συχνά στο μυαλό μου. Και μάλιστα ίσως να μην το ανακάλυπτα, αν δεν γινόμουν εκπαιδευτικός… Γιατί έτσι έκανα συγκρίσεις ανάμεσα στα σχολεία που πήγαινα εγώ μικρός και στα σχολεία που γνώρισα ως καθηγητής.

Ξέρω, όλοι και όλες θεωρούμε τα μαθητικά μας χρόνια μοναδικά και πανέμορφα – τα καλύτερα όλων. Γνωστή η νοσταλγία για αυτές τις βαθύρριζες ομορφιές της ζωής μας. Αλλά, δεν είναι έτσι τα πράγματα πάντα.

Όχι, δεν αναφέρομαι στις ελλείψεις που είχαμε τα παιδιά των αγροτικών κυρίως περιοχών στους καιρούς της φτώχειας. Δεν ξέραμε τότε για τον σχολικό Σεπτέμβρη με τις αγορές σε μολύβια και τετράδια, σε βιβλία και σε κάθε λογής συνοδευτικό του σχολείου.

Να λοιπόν ποιο είναι το παράπονό μου. Τα χρόνια φοίτησής μου στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο ήταν «στεγνά». Δεν είχαν παιδεία για ελεύθερες προσωπικότητες και για κριτική σκέψη, για στοχασμό και για καλλιέργεια του πνεύματος. Ήταν χρόνια μέσα στη χούντα και οι καθηγητές και οι καθηγήτριες ήταν προσεκτικοί, «φασκιωμένοι», δεν ανοίγονταν, δεν μιλούσαν για κοινωνικά και άλλα γενικότερα ζητήματα. Φυσικά υπήρχαν «προσεκτικές» εξαιρέσεις, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα ουσιαστικό.

Είχαμε μια εκπαίδευση της χειραγώγησης και όχι της χειραφέτησης και της αυτοπραγμάτωσης, της αυτονομίας και της ελευθερίας. Το κεντρικό δόγμα της χούντας «Πατρίς – Οικογένεια – Θρησκεία» έφτανε μέσα στις αίθουσες με πολλαπλούς τρόπους. Το Κατηχητικό ήταν παράλληλο σχολείο. Ακόμα και η εξομολόγηση ήταν υποχρεωτική – πηγαίναμε από το Γυμνάσιο Αρρένων (!) της Αμαλιάδας «θρανίο – θρανίο» στην εκκλησία, στον Άγιο Γεώργιο.
Τα μαθήματα, που υπέφεραν πιο πολύ, ήταν τα φιλολογικά και γενικότερα τα θεωρητικά. Κατανοητό, αφού στα μαθηματικά, στη φυσική, στη χημεία (όχι όμως και στη βιολογία – που είχε ιδεολογικό προσανατολισμό τη θρησκεία!), το γνωσιακό πεδίο ήταν πολιτικά ουδέτερο.

Διδασκόμασταν, για παράδειγμα, την «Αντιγόνη» αλλά για την Αντιγόνη και για το ρόλο της δεν μαθαίναμε. Δεν μαθαίναμε την ουσία αυτής της φοβερής τραγωδίας. Δεν μαθαίναμε για την αντίστασή της απέναντι στην εξουσία και στην αδικία και για τα μεγάλα προτάγματα αυτού του διαχρονικού και παγκόσμιου πνευματικού έργου. Μαθαίναμε ξανά και ξανά Γραμματική και Συντακτικό – τα ξέραμε απ’ έξω σαν προπαίδεια. Ο Τζάρτζανος ήταν το «ευαγγέλιό» μας.
Είχα την τύχη να μάθω τη στάση των καθηγητών και να τους δικαιολογήσω, γιατί τυχαία βρέθηκα σε ένα περιστατικό. Πήγα λοιπόν στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου (στο Σιμόπουλο) πριν το κουδούνι να πάρω το απουσιολόγιο. Την επόμενη ημέρα ήταν η επέτειος της 21ης Απριλίου 1967 και οι καθηγητές έριζαν, γιατί κανένας δεν ήθελε να βγάλει τον «λόγο».

Χάρηκα που το ένιωσα αυτό αλλά στεναχωρήθηκα που οι εκπαιδευτικοί μας δεν είχαν ελευθερία έκφρασης. Στην περιοχή μας – όπως παντού θεωρώ – οι γονείς μας δεν μιλούσαν μπροστά μας πολιτικά. Φοβόντουσαν μη μας ξεφύγει τίποτα. Ήταν και μια περιοχή (Πηνεία λέγεται), που η Ένωση Κέντρου «σάρωνε» πριν τη δικτατορία και τα μάτια των χωροφυλάκων ήταν εδώ πιο ανοιχτά.
Τι να πω για το μετά… Όσες φορές παρακολούθησα μάθημα φιλολόγων – στα Λύκεια που υπηρέτησα και εγώ – κατάλαβα τι πλούτο ιδεών, τι ουμανιστικά μηνύματα, τι παιδαγωγικά προτάγματα, τι δημοκρατικές αξίες, τι στοχασμούς στην ποίηση και στη φιλοσοφία, τι όμορφες αναλύσεις και προπάντων τι ξεχωριστό διάλογο – γενικά τι παιδεία είχα χάσει.
Πως το διαχειρίστηκα το παράπονό μου; Με πολύ – πολύ διάβασμα και με ακόμα περισσότερο γράψιμο. Δεν τα έχω ως ασχολία. Είναι τρόπος ζωής!