Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση, έννοια πειρασμός για κάθε κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο που κάθε μια θεωρεί ηθική της υποχρέωση να φέρει και από μία. Την ουσία της όμως, τα αποτελέσματα, τις ανατροπές, τις αναδιατάξεις που αναγκαία φέρνει, ελάχιστοι αποδέχονται. Αυτό τουλάχιστον έδειξε η ζωή.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει ποικίλες θεσμικές παρεμβάσεις για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών πανεπιστημίων, αναλόγως με την έννοια και το «χρώμα» που δίνει κάθε κυβέρνηση στον όρο. Πέρα από τις διαφορετικές αποχρώσεις, υπάρχουν τουλάχιστον τρία κοινά συμπεράσματα:
α) ότι το πρόβλημα στον τρόπο λειτουργίας των ελληνικών πανεπιστημίων είναι υπαρκτό και αναγνωρισμένο,
β) δεν έχουμε καταφέρει παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις να το λύσουμε και
γ) δεν έχουμε επιτύχει να φτάσουμε σε μια κοινή αντίληψη στα στοιχειώδη της χάραξης εθνικής πολιτικής στην τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Η τελευταία πραγματική Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση που οδήγησε σε τομές, ήταν ο νόμος ΠΑΣΟΚ ν.4009/2011, με Υπουργό την Άννα Διαμαντοπούλου, που ταύτισε την πορεία της στο Υπουργείο Παιδείας με τον αγώνα για σύγχρονο δημόσιο πανεπιστήμιο. Συλλογική ουσιαστική δουλειά για μια διετία, με ένα ολόκληρο επιτελείο επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, παίρνοντας τη σκυτάλη και προχωρώντας το έργο της αείμνηστης Μαριέττας Γιαννάκου έφερε τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού πανεπιστημίου.
Δουλεύτηκε και επεξεργάστηκε, συζητήθηκε κι έγινε σημείο τριβής και τελικά αγκαλιάστηκε όσο ελάχιστα νομοθετήματα από 255 βουλευτές. Δυστυχώς άρχισε να ξηλώνεται την επομένη της εφαρμογής του, γιατί τη νέα κουλτούρα που προσπάθησε να οικοδομήσει με ουσία και νόημα, δε την άντεξε ούτε η ΝΔ ούτε οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που τελικά τον ενταφίασαν με τον νόμο του 2017 της κυβέρνησής τους.
Αυτός ο νόμος-τομή, σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα, είναι μεταρρύθμιση μέχρι το μεδούλι. Και αυτό γιατί έφερνε σημαντικές αλλαγές αποσκοπώντας στη λύση χρόνιων προβλημάτων που κρατούσαν (και συνεχίζουν) το ελληνικό πανεπιστήμιο, σε μια μίζερη μετριότητα. Από τη ρύθμιση του ασύλου, τη λειτουργία επιτροπών αξιολόγησης, μέχρι την δημιουργία Συμβουλίων Ιδρύματος και την εκλογή πρύτανη από τα μέλη ΔΕΠ, έσπαγε κατεστημένα 10ετιών και κλειστά συστήματα διοίκησης των ΑΕΙ.
Απέναντι σε αυτή τη μεταρρύθμιση σταθμό, η Κυβέρνηση έφερε ένα νομοσχέδιο οδοστρωτήρα με 464 άρθρα και έναν ελπιδοφόρο τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα ΑΕΙ: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας, σύνδεσής τους με την κοινωνία…..», υπονοώντας μια μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με τη σφραγίδα της υπουργού Ν. Κεραμέως.
Μετά από 3 χρόνια στην εξουσία και σωρεία διάσπαρτων νομοθετικών ρυθμίσεων για την εκπαίδευση, η κυβέρνηση, στο παραπέντε της λήξης της θητείας της, θυμήθηκε προεκλογικές δεσμεύσεις για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που δεν έκανε, τις εξυπηρετήσεις που «χρωστούσε», τον χρόνο που σπατάλησε. Τα «τύλιξε» πρόχειρα σε πλήθος λαμπερών διατάξεων, εμβληματικών λέξεων και κωδικοποίησης νομοθεσίας (δηλ. ήδη ψηφισμένες ισχύουσες διατάξεις) και με βασικό σύμμαχο την επικοινωνιακή καταιγίδα που εξαπέλυσε… έτοιμοι οι «Νέοι ορίζοντες για τα ΑΕΙ».
Φαντεζί περιτύλιγμα για το πιο διάτρητο, οξύμωρο σύστημα Διοίκησης των ΑΕΙ, που κατοχυρώνει την αδιαφάνεια, την έλλειψη λογοδοσίας, τον φαραωνισμό του Πρύτανη και τελικά την ανευθυνότητα των διοικήσεων. Επιτείνει αυτό που διατείνεται ότι επιχειρεί να θεραπεύσει: το αλισβερίσι, τα ενδοπανεπιστημιακά μικροφέουδα, την παντοκρατορία του πρύτανη. Άρα η υπάρχουσα στασιμότητα ζει και βασιλεύει και μοιραία το Ελληνικό πανεπιστήμιο απομακρύνεται από όλα αυτά που χρειάζεται, για να κάνει το άλμα που οι καιροί απαιτούν.
Σήμερα, τον δημόσιο διάλογο θα έπρεπε να μονοπωλούν θέματα όπως τα επίπεδα και τα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ, προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια στη λήψη των αποφάσεων, οι πανεπιστημιακοί θεσμοί εποπτείας και ελέγχου, η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και η λογοδοσία. Ουσιαστικά, οι προϋποθέσεις εκείνες που θωρακίζουν την εμπιστοσύνη στα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ και στο αυτοδιοίκητο.
Αυτό εξηγεί και γιατί ο Πρύτανης οφείλει να εκλέγεται από το σύνολο των μελών ΔΕΠ (πυρήνας της πρότασης που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής) και ως αυτοτελής μονάδα διοίκησης και ελεγχόμενος, να μην είναι μέλος του συμβουλίου.
Η κυβέρνηση είχε μια ιστορική ευκαιρία για τον τόπο και τα νέα παιδιά αλλά και μια ιστορική ευθύνη να ανταποκριθεί στις δικές της προεκλογικές δεσμεύσεις. Αντ’ αυτού προτίμησε να ιδιοποιηθεί ψευδεπίγραφα τη φρασεολογία και τα επιχειρήματα μιας μεταρρύθμισης που δεν της έδωσε χώρο και χρόνο και δεν πρόλαβε να ανθίσει. Χωρίς πολλές σελίδες, με στοχευμένες παρεμβάσεις που θα της έδιναν ουσία και στο ελληνικό πανεπιστήμιο προοπτική.
Ήθελε τόλμη και γενναιότητα. Αμφότερες δεν είναι τα δυνατά σημεία της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας. Κι έτσι πορεύεται στον αυτόματο πιλότο και «Οι νέοι ορίζοντες στα ΑΕΙ» αναβάλλονται αορίστως.