– Γέροντα, θυμάμαι, μιά φορά μέ είχατε μαλώσει πολύ.
– Άν χρειασθή, πάλι θά σέ μαλώσω, γιά νά πάμε όλοι μαζί στόν Παράδεισο. Τώρα θά λάβω δρακόντεια μέτρα!… Κοίταξε, έχω τυπικό πρώτα νά δώσω στόν άλλον νά καταλάβη ότι χρειάζεται τό μάλωμα καί ύστερα νά τόν μαλώσω. Καλά δέν κάνω; Έγώ, επειδή μαλώνω τόν άλλον, όταν βλέπω νά κάνη κάτι βαρύ, γίνομαι κακός. Άλλά τί νά κάνω; νά αναπαύω καθέναν στό πάθος του, γιά νά είμαι τάχα καλός μαζί του, καί μετά νά πάμε όλοι μαζί στήν κόλαση; Ποτέ δέν μέ πειράζει ή συνείδηση, όταν μαλώνω κάποιον ή του κάνω παρατήρηση κι εκείνος στενοχωριέται, γιατί άπό αγάπη τό κάνω, γιά τό καλό του. Βλέπω ότι δέν καταλαβαίνει πόσο πλήγωσε τόν Χριστό μέ αυτό πού έκανε, γι’ αυτό τόν μαλώνω.
Έγώ πονάω, λειώνω εκείνη τήν ώρα, άλλά δέν μέ πειράζει ή συνείδηση, γιατί τόν μάλωσα. Μπορώ νά πάω νά κοινωνήσω ήσυχος, χωρίς νά εξομολογηθώ. Νιώθω μέσα μου μιά παρηγοριά, μιά χαρά. Γιατί γιά μένα παρηγοριά καί χαρά είναι ή σωτηρία της ψυχής.
– Γέροντα, μού περνά ό λογισμός ότι μού μιλάτε παρηγορητικά, ή γιατί δέν σηκώνω τήν αυστηρότητα ή γιατί μού έχετε πει πολλές φορές νά κάνω κάτι καί δέν το έκανα, οπότε μέ αφήνετε.
– Ευλογημένη ψυχή, μέ τήν σωτηρία τής ψυχής σον θα παίζω; Ό νέος κάνει πρόβες. Ό μεγάλος έχει κρίση και βαδίζει σταθερά. Νά νιώθης σιγουριά. Άν δώ κάτι στραβό, είτε άπό μακριά είτε άπό κοντά, θά σου τό πώ. Έσύ έχε εμπιστοσύνη καί ειρήνευε. Ά, δέν μ’ έχετε καταλάβει έμενα! Έτσι εύκολα θά αναπαύω λογισμούς; Όταν βλέπω ότι ή ψυχή είναι ευαίσθητη ή συγκλονίζεται ολόκληρη άπό τήν συναίσθηση τού σφάλματος της, τί νά πώ; Τότε τήν παρηγορώ, γιά νά μήν πέση στήν απελπισία. Όταν όμως βλέπω πέτρα τήν καρδιά, τότε μιλώ αυστηρά, γιά νά τήν ταρακουνήσω. Άν ένας προχωράη προς τόν γκρεμό καί του λέω: προχώρα, πολύ καλά πάς, δέν εγκληματώ; Τό κακό μέ μερικούς είναι πού δέν πιστεύουν, όταν τούς λές νά μήν ανησυχούν, καί βασανίζονται. Άν δώ κάτι κακό, πώς δέν θά τό πώ; Πώς νά άφήσης τόν άλλον νά πάη στήν κόλαση; Όταν έχης ευθύνη, θά βάλης καί τις φωνές, όταν χρειάζεται. Γιά μένα πιο καλά είναι νά μή μιλάω, άλλά δέν μπορώ, όταν έχω ευθύνη.
Ύστερα νά προσέξη κανείς τό έξης: Μου κάνεις λ.χ. ένα κακό έγώ σέ συγχωρώ. Μου ξανακάνεις κάποιο άλλο κακό πάλι σέ συγχωρώ. Έγώ είμαι εντάξει, άλλά, έάν έσύ δέν διορθώνεσαι, επειδή σέ συγχωρώ, αυτό είναι πολύ βαρύ. Άλλο έάν δέν μπορής τελείως νά διορθωθής. Νά προσπαθήσης όμως νά διορθωθής, όσο μπορείς. Όχι νά άναπαύης τόν λογισμό σου καί νά λές: Άφού μέ συγχωρεί, εντάξει τακτοποιήθηκα καί δέν βαριέσαι, δέν χρειάζεται στενοχώρια. Μπορεί κάποιος νά σφάλλη, άλλά άν μετανοή, κλαίη, ζητάη μέ συστολή συγχώρηση, αγωνίζεται νά διορθωθή, τότε υπάρχει ή αναγνώριση καί πρέπει καί ό πνευματικός νά συγχωράη. Άν όμως δέν μετανοή καί συνεχίζη τήν τακτική του, δέν μπορεί αυτός πού έχει τήν ευθύνη τής ψυχής του νά γελάη. Ή καλωσύνη τόν αμετανόητο τόν βλάπτει.