Την Μ.Δευτέρα το Υπουργείο Παιδείας κατέθεσε αιφνιδιαστικά, ως επείγουσα, τροπολογία έξη άρθρων σε άσχετο νομοσχέδιο (του Υπουργείου Ναυτιλίας) η οποία ψηφίστηκε την επόμενη μέρα (*).
Η ανακοίνωση
Δύο από τα άρθρα της τροπολογίας ρυθμίζουν το καθεστώς των «βιομηχανικών διδακτορικών» και των «επισκεπτών καθηγητών ή ερευνητών». Καθώς δεν πρόκειται για καινοφανείς θεσμούς, οι λεπτομέρειές τους θα έπρεπε να ρυθμίζονται με τους εσωτερικούς κανονισμούς των ΑΕΙ, αντί να ακολουθείται η τακτική της υπερνομοθέτησης.
Όταν όμως τέτοιες ρυθμίσεις εισάγονται ως γενικό πλαίσιο, είναι απαράδεκτο να γίνεται με τροπολογίες, χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση, ιδίως όταν στο καθεστώς των διδακτορικών και των επισκεπτών καθηγητών υπάρχουν λεπτομέρειες κρίσιμες για την ακαδημαϊκή φυσιογνωμία ενός πανεπιστημίου. Διαφωνούμε με τη δυνατότητα συμμετοχής στις τριμελείς συμβουλευτικές και επταμελείς εξεταστικές επιτροπές ατόμου από την εταιρία που χρηματοδοτεί την διδακτορική έρευνα και καλούμε τις Γενικές Συνελεύσεις που ορίζουν τις επιτροπές να διαφυλάξουν την ποιότητα και την ακαδημαϊκότητα των διαδικασιών όταν εμπλέκουν πρόσωπα και φορείς εκτός πανεπιστημίου.
Οι καθυστερήσεις στην απορρόφηση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που προβλέπονται για τα «βιομηχανικά διδακτορικά» και τους επισκέπτες καθηγητές (36 και 86 εκατ. ευρώ αντίστοιχα) δεν είναι επαρκής αιτιολογία για να χαρακτηριστούν οι δύο διατάξεις επείγουσες.
Η βιαστική κίνηση του Υπουργείου σηματοδοτεί μια νέα αναβολή στην εμφάνιση του πολυδιαφημιζόμενου από το 2020 νομοσχεδίου που θα εισήγαγε τις προγραμματικές αλλαγές της κυβέρνησης. Οι δύο ρυθμίσεις περιλαμβάνονταν στις πρόσφατες εξαγγελίες για μια συνολική παρέμβαση που θα υλοποιούνταν με νόμο το δεύτερο δεκαήμερο του Απριλίου.
Η νομοθετική «σαλαμοποίηση» μπορεί να είναι βολική ή και επιδιωκόμενη από το Υπουργείο, ως αντίδοτο στην δυστοκία που προκάλεσαν οι εσωκομματικές αντιρρήσεις και ως μέθοδος για να αποφύγει μείζονες αντιδράσεις. Συνιστά όμως απαράδεκτη πρακτική το να εισάγονται ρυθμίσεις χωρίς διαβούλευση, και χωρίς ουσιαστική συζήτηση, η οποία είναι απαραίτητη, ακόμη και αν αφορούν θέματα που έχουν κατ’ αρχήν αποδοχή. Είναι επιπλέον θλιβερό να υιοθετούνται τέτοιες νομοθετικές πρακτικές από μία κυβέρνηση που υποτίθεται ότι εισήγαγε το «Επιτελικό Κράτος» για βελτίωση μεταξύ άλλων και της νομοπαραγωγικής λειτουργίας.
Έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει ότι στα θέματα της παιδείας απαιτούνται συγκλίσεις και μακρόπνοος σχεδιασμός. Η σημερινή υπουργός Παιδείας, ακολουθώντας, όπως έκαναν και οι προκάτοχοί της, μια μονοκομματική προσέγγιση, και νομοθετώντας σποραδικά αποσπασματικές αλλαγές που δεν εντάσσονται σε συνεκτικό πλαίσιο, προσφέρει κακές υπηρεσίες στην εθνική υπόθεση της αναβάθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας.(*) N.4926 (ΦΕΚ Α 82/20-4-2021)