Σαν πήρε το πτυχίο, έκανε τα καθιερωμένα, αν και είχε ένα σφίξιμο. Πήγε τους στενούς του φίλους σε ένα μικρό μπαρ και το γιόρτασαν. Όλοι λίγο – πολύ, στην ίδια κατάσταση ήταν – πριν το πτυχίο, μετά το πτυχίο, κοντά σε ένα μεταπτυχιακό ή στο κενό…
Του Νίκου Τσούλια
Θα πήγαινε στρατιώτης μετά. Ευτυχώς. Για να πάρει μια ανάσα, να σκεφτεί τι θα απογίνει. Ναι, αυτό τον είχε κυριεύσει εδώ και καιρό. Τι θα κάνει στη ζωή του…
Πανηγύρια και χαρές σαν πέρασε στο πανεπιστήμιο, εκεί στο Μαθηματικό τμήμα στο μακρινό νησί του Αιγαίου. Όλη η οικογένεια, όλες οι οικογένειες γιορτάζουν την εισαγωγή. Είναι ο μύθος τους, η συλλογική τους επιτυχία.
Τι σημασία που υπάρχει ανεργία σε όλους τους πτυχιούχους; Μισό εκατομμύριο νέοι μορφωμένοι Έλληνες έχουν μεταναστεύσει στην τελευταία δεκαετία για τα ξένα – μάλλον δεν το λέμε έτσι τώρα – για την Ευρώπη και το εξωτερικό. Είναι και αυτό μια πρόοδος. Παλιότερα έφευγαν στην ξενιτιά εργάτες ανειδίκευτοιˑ ορυχεία, λάντζα, οικοδομές, καθαριότητα στους δήμους κλπ.
«Θα κάνω κάποιες κινήσεις, όταν θα είμαι στο στρατό», είχε σκεφτεί. Τις έκανε. Τι να τις κάνει τις θεωρίες; Τώρα δεν μπορούσε να ονειρεύεται και να σχεδιάζει.
Απολύθηκε. Ενώπιος ενωπίω.
Μεταπτυχιακό; Με τι χρήματα; Αλλά και να το πάρεις, τι να το κάνεις. Δεκάδες χιλιάδες αδιόριστοι εκπαιδευτικοί.
«Δεν έχω καμιά τύχη, για το σχολείο», σκεπτόταν. Του έγινε εφιάλτης. Δεν ήθελε να τον λένε καθηγητή. «Από που ως που; Δεν πρόκειται να διδάξω ποτέ σε αίθουσα. Οι αναπληρωτές έχουν αρχίσει να βγαίνουν στη σύνταξη, χωρίς να διοριστούν ποτέ μόνιμοι. Ζουν για δεκαετίες μακριά από τις οικογένειές τους – αν είναι δυνατόν…». Δυστοπία!
«Ιδιαίτερα; Κυνηγάς το δεκάευρο από σπίτι σε σπίτι. Και με ποια προοπτική; Λες προσωρινή λύση και ξέρεις ότι θα είναι μόνιμη αλλά και μετέωρη. Όσο βρίσκεις, κάτι γίνεται. Αν δεν…»
Δεν ήθελε να γυρίσει στο χωριό του. Για να μην έχει νοίκι και τα γνωστά έξοδα, ρεύμα… Τι να κάνει εκεί; Ερημιά, πνευματική καθήλωση, αδιέξοδο. Να ασχοληθεί με τα χωράφια; Ούτε και αυτά βγάζουν τώρα το μεροκάματο που έβγαζε ο πατέρας, ο παππούς του… Αλλά είναι και η ντροπή. Τι θα πει ο κόσμος; Ανεπρόκοπο θα τον ανεβάζουν, τεμπέλη θα τον κατεβάζουν.
Πήγε στην Αθήνα. Εκεί τουλάχιστον χάνεσαι. Δεν σε ξέρουν οι γύρω σου ούτε τους νοιάζει. Τα κανόνισε με έναν ομοιοπαθή του. «Να συγκατοικήσουμε, σα να είμαστε φοιτητές», έλεγαν μεταξύ τους και πικρογελούσαν.
Κυνήγησε δουλειές του ποδαριού. Το ντελίβερι ανθούσε. «Καφέδες και σουβλάκια η ανάπτυξη της χώρας μας», μονολογούσε ο ένας στον άλλον.
Ψιλοζούσε. Ο καιρός περνούσεˑ κανένα φως στον ορίζοντα. «Υπάρχει περίπτωση να κάνω οικογένεια; Εδώ ούτε κοπέλα δεν έχω. Ούτε να τη βγάζω έξω βόλτα δεν θα μπορώ. Αν δεν τρέχω ατέλειωτες ώρες με το ντελίβερι, η φτώχεια θα με πνίξει. Τα ίδια θα σκέπτεται και το φιλαράκι μου, αλλά καλύτερα να μην το συζητάμε. Αν κάτι το άσχημο εξωτερικεύεις, γίνεται ακόμα πιο άσχημο. Άστο εκεί μέσα. Ας με κατατρώει η μαύρη σκέψη του».
Πήγαινε που και που στο χωριό του.
«Με τι ασχολείσαι;».
«Μα με φροντιστήρια, δουλεύω και σε ένα συνοικιακό, αλλά δεν πληρώνει και πολλά». Καλή απάντηση, την είχε μελετήσει και του φάνηκε ικανοποιητική.
Πήρε, μια μέρα τους δρόμους για τα χωράφια του, εκεί που ήταν το αμπέλι του παππού του και του πατέρα του. Ζούσαν φτωχικά. Το χωριό ήταν ο κόσμος τους ολόκληρος. Και το κρασί απαραίτητο για το καθημερινό λιτό φαγητό τους, για τις γιορτές, για τις μικροπαρέες τους.
Πήγε στο χέρσο αμπελοχώραφο. Το πολιορκούσε ο λόγγος. Το αμπέλι το πήρε μαζί της η ανάπτυξη και η εγκατάλειψη των χωριών. Εκεί ήταν που πρώτη φορά είχε πει στον παππού του το όνειρό του. Ήθελε να μοιάσει του μαθηματικού που είχε στο Γυμνάσιο. Να γίνει καθηγητής.
Τώρα; Είχε γίνει; Δεν το ήξερε. Όμως, τον απασχολούσε και κάτι άλλο. Πώς να ζήσει, πώς να φτιάξει τη ζωή του;
Τι να κάνει στο χωριό, τι να κάνει και στην πόλη;