Η ακρίβεια σε ενέργεια και πρώτες ύλες φέρνει προσαρμογές στην αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών. Μέχρι τον Μάρτιο του 2022 εκτιμάται ότι θα διαρκέσει η επίδραση των ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες, μεταφορικό και ενεργειακό κόστος στις τελικές τιμές των προϊόντων διατροφής.
Σύμφωνα με τον κ. Μαχαίρα, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Μαχαίρας, πρόεδρος του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών). μέχρι τώρα ένα σημαντικό μέρος των αυξήσεων τιμών πρώτων υλών φαίνεται να έχουν απορροφηθεί από τους ενδιάμεσους κόμβους της αλυσίδας παραγωγής και διάθεσης, παραγωγούς, μεταποιητές, προμηθευτές και το λιανεμπόριο στην Ελλάδα. Ωστόσο, αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο για το μέλλον, εφόσον οι αυξητικές τάσεις συνεχιστούν, καθώς όλες οι επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν αυξημένα κόστη.
Ο ίδιος εκτιμά ότι «σημαντικό εμπόδιο στην διαχείριση των τιμών σε χαμηλότερα επίπεδα αποτελούν οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ». Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με έρευνα του ΙΕΛΚΑ, η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στα τρόφιμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην συγκεκριμένη κατάταξη βρίσκεται στην 6η θέση με τον υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ. Η βασική διαφοροποίηση είναι ότι πολλές χώρες και ιδιαίτερα οι χώρες της δυτικής Ευρώπης έχουν έναν αρκετά χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ για τα τρόφιμα πρώτης ανάγκης (π.χ. ψωμί, γαλακτοκομικά κλπ), ο οποίος κατά κανόνα κυμαίνεται στο ύψος του 4% έως 7%, όταν στην Ελλάδα τα αντίστοιχα αγαθά έχουν διπλάσιο ή τριπλάσιο συντελεστή ΦΠΑ 13%.
Όμως και ο υψηλός συντελεστής ΦΠΑ, στον οποίο υπάγονται ακόμα και σήμερα αρκετά προϊόντα τροφίμων είναι σημαντικά υψηλότερος από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα ο συντελεστής αυτός στην Ελλάδα είναι 24%, ο 6ος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν ο μέσος όρος των χωρών είναι 21%. Σύμφωνα με τον κ. Μαχαίρα, «προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις ανατιμήσεων στην Ελλάδα, η διαχείριση των συντελεστών ΦΠΑ αποτελεί μία ευκαιρία».
Τα αποτελέσματα μελέτης του ΙΕΛΚΑ δείχνουν ότι η πορεία των τιμών στην Ελλάδα είναι αυξητική τους τελευταίους μήνες, αλλά παράλληλα καλύτερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της Ελ.Στατ. (Ελληνική Στατιστική Αρχή) ο υπό-δείκτης τιμών καταναλωτή για την ομάδα των ειδών τροφίμων τον Ιούλιο του 2021 καταγράφεται αυξημένος σε σχέση με τον Ιανουάριο 2020 κατά 0,41 (πριν την έναρξη της πανδημίας COVID-19) και κατά 1,73 σε σχέση με τον Ιούλιο 2020. Όσον αφορά επιμέρους ομάδες τροφίμων, η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στα νωπά φρούτα κατά 13,31% και στο αρνί και κατσίκι κατά 6,24%. Όσον αφορά τις τιμές των φρούτων, αυτές είναι αυξημένες λόγω των καιρικών συνθηκών του φετινού καλοκαιριού, ενώ οι τιμές του αρνιού παραμένουν αυξημένες. Οι ομάδες των νωπών λαχανικών έχουν μεν αρκετά χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 κατά 13,28%, αλλά συγκριτικά με τον Ιούλιο 2020 είναι και αυτές αυξημένες κατά 8,01%. Οι υπόλοιπες ομάδες καταγράφουν μικρότερες διακυμάνσεις με σαφή όμως την επίδραση των αυξήσεων των διεθνών τιμών πρώτων υλών.
Επίσης, ο δείκτης διεθνών τιμών πρώτων υλών (commodities) τροφίμων παραμένει σημαντικά αυξημένος σε σχέση με πριν την πανδημία COVID-19 κατά 24,34% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2020. Όλοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αυξήσεις (δημητριακά, έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη) με μεγαλύτερες αυξήσεις από αυτές να καταγράφονται στα φυτικά έλαια και στα δημητριακά. Οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές.
Με ποιο τρόπο όμως η πίεση των ανατιμήσεων στις τιμές προϊόντων επηρεάζει τις καταναλωτικές συμπεριφορές στην αγορά; Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γεώργιος Μπάλτας, Καθηγητής του Τμήματος Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών, οι καταναλωτές αντιδρούν στις ανατιμήσεις των προϊόντων και των υπηρεσιών με προσαρμογές στην αγοραστική συμπεριφορά, οι οποίες περιλαμβάνουν:
– τη μείωση της ζήτησης για τα ανατιμημένα προϊόντα και υπηρεσίες, στον βαθμό που επιτρέπει η φύση των αναγκών και η δομή των προτιμήσεων.
– την αναζήτηση οικονομικότερων αγοραστικών λύσεων στις ανατιμημένες προϊοντικές κατηγορίες και την υποκατάσταση ακριβότερων επιλογών από φθηνότερες.
– την προσπάθεια εξοικονόμησης χρήματος περιορίζοντας διάφορες μη ανελαστικές δαπάνες και αγορές μη βασικών αγαθών.
– την αναβολή ή ματαίωση αγοραστικών αποφάσεων υψηλού κόστους, ειδικά εάν αυτές δεν αφορούν την ικανοποίηση πολύ επιτακτικών αναγκών.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Μπάλτα, παρατηρούνται καταναλωτικές προσαρμογές μικρότερης κλίμακας, όπως για παράδειγμα η δημιουργία αποθέματος σε προϊόντα που αναμένεται να ανατιμηθούν σημαντικά, μεταφέροντας αγορές του εγγύς μέλλοντος στο παρόν.
«Η πίεση στους προϋπολογισμούς των καταναλωτών θα ενταθεί εφόσον το κόστος της ενέργειας δεν μειωθεί και παραμείνει πολύ υψηλό κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, όπου στις συνήθεις ενεργειακές δαπάνες προστίθεται εκείνη της θέρμανσης» τονίζει ο κ. Μπάλτας και συμπληρώνει ότι εκτός από την πολύ ακριβή ενέργεια που έχει ανατιμητική επίδραση στην οικονομία, οι πληθωριστικές πιέσεις οφείλονται επίσης στην αναστάτωση των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων και μεταφέρονται στην ελληνική οικονομία μέσω των εισαγωγών ενδιάμεσων ή τελικών αγαθών.
«Βέβαια, αυτή είναι η ώρα για την έμπρακτη απόδειξη της κοινωνικής υπευθυνότητας από την πλευρά των επιχειρήσεων, οι οποίες καλούνται να συνδράμουν στο μέτρο που αναλογεί στην κάθε μία στη συγκράτηση του κόστους ζωής των καταναλωτών. Σημειώνεται ότι η τρέχουσα συγκυρία είναι δύσκολη για τους καταναλωτές που έχουν ήδη πιεστεί από την πολυετή οικονομική κρίση και τις συνέπειες της πανδημίας και αντιμετωπίζουν μία νέα απειλή στην αύξηση του κόστους ζωής. Καθώς οι πληθωριστικές τάσεις αποδίδονται κυρίως στις συνθήκες που επικρατούν στην πλευρά της προσφοράς της οικονομίας, επανέρχεται στο προσκήνιο, με ακόμα μία αφορμή, το διαχρονικό και σταθερά επίκαιρο αίτημα για δυναμική ανασυγκρότηση της ελληνικής παραγωγής» τονίζει ο κ. Μπάλτας.
Από την πλευρά του ο Δρ. Λευτέρης Κιοσές, γενικός διευθυντής ΙΕΛΚΑ μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επισημαίνει ότι η πίεση των ανατιμήσεων στις τιμές προϊόντων φαίνεται ότι ήδη επηρεάζει τις καταναλωτικές συμπεριφορές στην αγορά και εξηγεί: «ενώ πέρυσι την ίδια εποχή κυριαρχούσαν τα κριτήρια της ποιότητας, της ασφάλειας και της ευκολίας στη διαδικασία επιλογής προϊόντων από τους καταναλωτές, σήμερα ήδη οι μετρήσεις δείχνουν ότι αυτή η τάση έχει αναστραφεί και οι καταναλωτές αναζητούν τα κριτήρια της τιμής, της αξίας και των προσφορών/εκπτώσεων». Πρόκειται για αγοραστικές συμπεριφορές που θυμίζουν μετρήσεις της προηγούμενης δεκαετίας, σύμφωνα με τον κ. Κιοσέ.
Παράλληλα, από την πλευρά των επιχειρήσεων έχει ήδη αναγνωριστεί αυτή η αλλαγή. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΕΛΚΑ, στελέχη του κλάδου του κλάδου λιανεμπορίου-FMCG θεωρούν ότι προτεραιότητες του καταναλωτή είναι κυρίως οι τιμές και η δαπάνη του, προσπερνώντας άλλα κριτήρια σε σημασία. «Με βάση τις ενδείξεις αυτές και τις προβλέψεις για τους μακροοικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές προκύπτει ότι τους επόμενους μήνες θα δούμε μία παγίωση αυτής της κατάστασης την οποία θα κληθούν να διαχειριστούν οι επιχειρήσεις του κλάδου» σημειώνει ο κ. Κιοσές.