Μια συγκινητική ιστορία κυκλοφορεί στο διαδίκτυο για το πώς πρέπει να βοηθάμε τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη και το καλό θα επιστρέψει στη ζωή μας.

Η ιστορία

Μια μέρα, μια γυναίκα είδε έναν ζητιάνο να κάθεται σε ένα πεζοδρόμιο.

Τον πλησίασε και καθώς ο καημένος έχει ήδη συνηθίσει να ταπεινώνεται από όλους, την αγνόησε.

Ένας αστυνομικός, παρατηρώντας τη σκηνή, πλησίασε:
– Σας ενοχλεί;

Αυτή απάντησε:

– Όχι! Μόνο που χρειάζεται να τον πάω σε αυτό το εστιατόριο, γιατί βλέπω ότι πεινάει και είναι ακόμη χωρίς δύναμη να σηκωθεί. Εσείς, ως αστυνομία, θα με βοηθήσετε να τον πάω στο εστιατόριο;

Γρήγορα, ο αστυνομικός βοήθησε τον φτωχό που δεν πίστευε στα μάτια του.

Φτάνοντας στο εστιατόριο, ο σερβιτόρος, που πήγε να τους βοηθήσει, είπε αμέσως:

– Με συγχωρείτε κυρία, αλλά δεν μπορεί να μείνει εδώ. Θα τρομάξει τους πελάτες!!!

Η γυναίκα ενοχλημένη σήκωσε τα μάτια της και είπε:

– Νομίζω ξέρετε την τεράστια εταιρεία εκεί απέναντι… Τρεις φορές την εβδομάδα, οι διευθυντές τους έρχονται εδώ με πελάτες για να έχουν συναντήσεις σε αυτό το εστιατόριο! Και ξέρω πόσα χρήματα σας αφήνουν εδώ, και ότι ουσιαστικά αυτά τα χρήματα κρατάνε ανοιχτό το εστιατόριο… Και το ξέρω, γιατί, είμαι το αφεντικό αυτής της εταιρείας. Μπορώ λοιπόν να μείνω εδώ και να φάω με τον φίλο μου, ναι ή όχι;

Ο σερβιτόρος έγνεψε θετικά και ο αστυνομικός που παρακολούθησε τη σκηνή έμεινε έκπληκτος ενώ ο φτωχός, πολύ συγκινημένος εκείνη τη στιγμή, άρχιζε να δακρύζει…

Όταν ο σερβιτόρος υποχώρησε, ο ζητιάνος ρώτησε:

– Ευχαριστώ κυρία, αλλά δεν καταλαβαίνω αυτήν την χειρονομία καλοσύνης.

Πήρε τα χέρια του και είπε:

– Δεν με θυμάσαι, Ζαν;

– Το πρόσωπό σου κάτι μου λέει πράγματι – απάντησε – αλλά δεν θυμάμαι από πού.

Εκείνη, με δάκρυα στα μάτια, του είπε:

– Υπήρχε μια εποχή που δεν πήγαιναν τα πράγματα καλά για μένα… Κάποτε έφτασα σε αυτήν την πόλη … χωρίς χρήματα στην τσέπη μου … πείναγα πολύ… και ήμουν πολύ απογοητευμένη… Κάθισα σε αυτό το μέρος επειδή περίμενα μια συνέντευξη για πρόσληψη σε αυτήν την απέναντι εταιρεία, που σήμερα είναι δική μου… Ξαφνικά, με πλησίασε, ένας άντρας, με ένα γενναιόδωρο βλέμμα. Θυμάσαι τώρα Ζαν;
Με κλάματα, είπε ναι.

– Εκείνη την ημέρα, εσύ δούλευες εδώ και εγώ απόλαυσα το καλύτερο γεύμα της ζωής μου!… Ήμουν εδώ για το δωρεάν φαγητό του εστιατορίου… Και ενώ πεινούσα πολύ, κάθε λεπτό σε κοίταζα, και φοβόμουν μην ενοχλήσω… Όμως όταν έβγαλες τα χρήματα από την τσέπη σου και τα έβαλες στο κουτί των δωρεών, έμεινα άναυδη. Και ήξερα μέσα μου ότι κάποια μέρα θα σου έδινα πίσω την καλοσύνη σου. Έφαγα και πήγα με περισσότερη δύναμη στη συνέντευξή μου. Με προσέλαβαν άμεσα και ειδικεύτηκα πολύ σύντομα. Έβγαλα πολλά χρήματα και μετά κατέληξα να αγοράσω πίσω κάποιες μετοχές της εταιρείας και εν τέλει να γίνω το αφεντικό! Έκανα την εταιρεία αυτό που είναι σήμερα.

Σε έψαξα παντού, όμως δεν κατάφερα ποτέ να σε βρω … Μέχρι σήμερα τουλάχιστον..! Και τώρα σε βλέπω σε αυτή την κατάσταση… Λοιπόν, από σήμερα, δεν θα κοιμάσαι πια στους δρόμους! Απόψε έρχεσαι στο σπίτι μου και αύριο αγοράζουμε μερικά καινούργια ρούχα και θα δουλεύεις μαζί μου! Στη συνέχεια, θα βρούμε και σπίτι για να μένεις.
…………………………………
Αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους, κλαίγοντας…
Ο αστυνομικός, ο σερβιτόρος και άλλοι παρευρισκόμενοι έμειναν έκπληκτοι για αυτό που μόλις είχαν δει !!!
Έτσι είναι η ζωή…
Σήμερα, είμαι εγώ που έχω ανάγκη…
Αύριο, μπορεί να είσαι εσύ!
Κάνε πάντα το καλό…
Και ίσως μια μέρα ο Θεός να το γυρίσει πίσω σε σένα!