Επικουρικές συντάξεις: Τέσσερις σημαντικές αλλαγές θα φέρει το νέο επικουρικό που είναι πρότυπο του Σουηδικού μοντέλου που θα ονομαστεί Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης-ΤΕΚΑ.
Τι αλλάζει
Οι αλλαγές θα εφαρμοστούν από το 2022 και το κράτος εγγυάται την καταβολή των συντάξεων του υφισταμένου συστήματος με υπολογισμό τους ωσάν στο σύστημα να συμμετείχαν όλοι οι ασφαλισμένοι.
Στην περίπτωση που οι σωρευτικές αποδόσεις των επενδύσεων του ατομικού λογαριασμού του ασφαλισμένου στο νέο σύστημα είναι αρνητικές, το κράτος εγγυάται ότι η επικουρική του σύνταξη θα αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλε ο ασφαλισμένος σε πραγματικούς όρους. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι οι ασφαλισμένοι του νέου συστήματος θα είναι προστατευμένοι από τυχόν ακραίες διακυμάνσεις των αγορών.
Τρίτον το σύστημα θα προβλέπει ελάχιστο ποσό κατώτατης επικουρικής σύνταξης σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή θανάτου του ασφαλισμένου πριν χτιστεί ο ατομικός κουμπαράς, δηλαδή το κράτος θα συμπληρώνει μέχρι του ποσού των ελάχιστων ορίων.
Τέταρτον προβλέπεται επιστροφή εισφορών ακόμη κι αν ο ασφαλισμένος δεν θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης, δηλαδή έχει λιγότερα από 15 έτη ασφάλισης στο σύστημα, κάτι που δεν ισχύει σήμερα.
Με το νομοσχέδιο «ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά» το οποίο αναμένεται να τεθεί σε διαβούλευση έως τη Δευτέρα εισάγονται στοιχεία κεφαλαιοποιητικού συστήματος στις επικουρικές συντάξεις για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας και εθελοντικά για εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους έως 35 ετών.
Ποιους αφορά: Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για τους μισθωτούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς.
Προαιρετικά, αν δηλαδή το επιθυμούν, μπορούν να ενταχθούν σε αυτό ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει. Δηλαδή 6,5% μέχρι τα μέσα του 2022 και 6% από εκεί και πέρα.
Από τις μελέτες και τις προβολές που έχον γίνει προκύπτει ότι το νέο σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά υψηλότερες επικουρικές συντάξεις σε σχέση με το υφιστάμενο.
Πιο συγκεκριμένα ,σύμφωνα με τα παραδείγματα του υπουργείου εργασίας ενώ αυτή τη στιγμή το ύψος της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης για μέσο μισθό 1.400 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 235 ευρώ, με το νέο σύστημα η επικουρική σύνταξη μπορεί να φτάσει στα 326 ευρώ με βάση την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων του ΕΦΚΑ και στα 479 ευρώ με βάση τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που έχουν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα με τις υψηλότερες αποδόσεις.
Σε ένα άλλο παράδειγμα, η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (650 ευρώ) και διαθέτει 40 χρόνια ασφάλισης διαμορφώνεται με το υφιστάμενο σύστημα στα 153 ευρώ. Με το νέο κεφαλαιοποητικό σύστημα η σύνταξη μπορεί να ανέλθει στα 219 ευρώ, να αυξηθεί δηλαδή κατά 43%, με αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των κεφαλαιοποιητικών.
Το βασικότερο «αγκάθι» της μεταρρύθμισης είναι το λεγόμενο κόστος μετάβασης. Η αλλαγή από το αναδιανεμητικό σύστημα στο κεφαλαιοποιητικό που απαιτεί ένα βάθος δεκάδων ετών, θα δημιουργεί σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερο χρηματοδοτικό κενό στο σύστημα, καθώς θα λείπουν οι εισφορές των νεοεισερχόμενων εργαζομένων, οι οποίες θα πηγαίνουν στον κουμπαρά.
Στην πρόσφατη μελέτη που εκπόνησαν ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Σάββας Ρομπόλης και ο δρ. Βασίλης Μπέτσης σημειώνουν ότι το κόστος μετάβασης σε ταμειακή βάση, θα διαμορφωθεί κατά τα πρώτα έτη στο επίπεδο των 200.000 ευρώ και μέχρι το 2030 θα προσεγγίσει το 1 δις ευρώ τον χρόνο . Προς το τέλος της περιόδου της μετάβασης θα διαμορφωθεί στο επίπεδο των 2,5 δις ευρώ ετησίως για όσο χρονικό διάστημα θα παραμείνουν συνταξιούχοι οι εργαζόμενοι της σημερινής γενιάς (οι σημερινοί 30 ετών, 40 ετών και 50 ετών).
Το κόστος ,σύμφωνα με τους ερευνητές θα ανέλθει σε 57 δισ ενώ αν συνυπολογιστεί και η επιβάρυνση των εγγυήσεων που δίνει το κράτος , το κόστος μπορεί να φτάσει τα 75 δις.
« Κανένα ευρωπαικό κράτος δεν επέλεξε την μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο. Ξεκίνησαν από μηδενική βάση ακριβώς γιατί φοβήθηκαν το κόστος μετάβασης- επισημαίνει ο κ. Ρομπόλης- Σε πρόσφατη μελέτη μας αναφερθήκαμε σε 30 χώρες που στη διάρκεια 30 ετών επέστρεψαν στο παλαιότερο σύστημα βλέποντας ότι δε μπορούν να αντιμετωπίσουν το κόστος μετάβασης. Στην περίπτωση της Ελλάδας το κόστος μετάβασης εκτιμούμε ότι θα αυξήσει το δημόσιο χρέος και θα επιδεινώσει την δανειοληπτική ικανότητα της χώρας, με κίνδυνο να οδηγήσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία στην επανάληψη των συνεπειών των Μνημονιακών πολιτικών.»
Τι απαντά η κυβέρνηση
Το κόστος μετάβασης από το αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα , το οποίο οι ειδικοί χαρακτηρίζουν υπέρογκο, ο κ. Τσακλόγλου παραδέχτηκε ότι θα ανέλθει σωρευτικά στα 56 δις αλλά τα έσοδα θα αγγίζουν τα 50 δισ , οπότε η διαφορά δεν ξεπερνά τα 6 δις. Επίσης εκτιμάται ότι το κόστος θα καλυφθεί από τα οφέλη που θα επιφέρουν στην ανάπτυξη οι επενδύσεις μέρους των πόρων του νέου ταμείου. Πρόσθετα οφέλη είναι η αύξηση της απασχόλησης που θα ενισχύσει τα έσοδα των ταμείων από τους φόρους και τις εισφορές.
Σύμφωνα με την ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας, το ποσό που απαιτείται υπολογίζεται σε 300 εκατ. ευρώ –κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου συστήματος. Ποσό απόλυτα διαχειρίσιμο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το συνταξιοδοτικό σύστημα με 15 δις. ευρώ σε ετήσια βάση.
Για τη συνολική περίοδο αναφοράς (2022-2070) η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού υπολογίζεται στα 120 εκατ. ευρώ (6 δισ. ευρώ σωρευτικά). Το ποσό αυτό προκύπτει εάν από το ταμειακό κενό αφαιρεθούν τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν χάρις στη μεταρρύθμιση. Δηλαδή, το «μέρισμα ανάπτυξης» σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζει το ακαθάριστο κόστος μετάβασης αφήνοντας πολύ μικρά κενά που μπορούν εύκολα να απορροφηθούν από τον προϋπολογισμό.
Επομένως – όπως τόνισε στη χθεσινή διαδικτυακή συνέντευξη ο κ. Τσακλόγλου-η κριτική της αντιπολίτευσης για «δυσβάσταχτο κόστος» είναι απολύτως αβάσιμη. Οι υφιστάμενες συντάξεις και οι συντάξεις των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν με το ισχύον σύστημα θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με βάση τους υφιστάμενους κανόνες και δεν πρόκειται να θιγούν. Η επώδυνη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας δημιούργησε την εντύπωση πώς κάθε ασφαλιστική μεταρρύθμιση ισοδυναμεί με μείωση των συντάξεων. Όμως, οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις που γίνονται εγκαίρως και με το βλέμμα στο μέλλον –όπως αυτή που σχεδιάζουμε σήμερα- αποσκοπούν στην αποφυγή της περικοπής των συντάξεων.
Τα 5 πλεονεκτήματα του νέου συστήματος
1. Ο νέος ασφαλισμένος θα αποκτήσει σημαντικό έλεγχο πάνω στη σύνταξή του και στο τελικό της ύψος. Δεν θα αποφασίζουν άλλοι γι’ αυτόν, χωρίς αυτόν. Η παρέμβασή μας λοιπόν βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα, συνδέοντάς τους με τη σύνταξή τους. Πολλοί νέοι πιστεύουν ότι «δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη». Αυτή την αντίληψη πάμε να αλλάξουμε.
2.Με το σύστημα του «προσωπικού κουμπαρά» θα δημιουργηθεί μια νέα κουλτούρα αποταμίευσης. Τα χρήματα που θα αποταμιευθούν θα επενδυθούν με σωστότερο και πιο επαγγελματικό τρόπο. Έτσι θα γίνουν περισσότερες επενδύσεις που σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το δημόσιο ταμείο.
3.Το νέο σύστημα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία.
4. Η παρέμβαση αυτή ενισχύει τη βιωσιμότητα του ευρύτερου ασφαλιστικού συστήματος καθώς εισάγει μια ποικιλομορφία, αποφεύγοντας δηλαδή το δημόσιο και οι ασφαλισμένοι να βάζουν όλα τα αυγά τους για τις κοινωνικές ασφαλίσεις στο ίδιο καλάθι όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
5. Για τους νεοεισερχόμενους, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με τις επενδύσεις των αποταμιεύσεών τους, το κράτος παρέχει εγγύηση ότι η σύνταξη δεν θα είναι χαμηλότερη από τις εισφορές που κατέβαλαν.