«Οι πυρκαγιές είναι αναπόφευκτες, μπορούμε όμως να περιορίσουμε τις συνέπειες τους» σύμφωνα με τον ο Γιώργος Καρέτσος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων.
Τα 60.000 στρέμματα δάσους που κατέκαψε η πυρκαγιά στα Γεράνεια Ορη, στην αρχή της αντιπυρικής περιόδου, ήταν ακόμη ένα σήμα κινδύνου για τους ειδικούς. Για τους ίδιους, όμως, το μέγεθος της καταστροφής δεν αποτέλεσε έκπληξη. Όπως εκτιμούν, ένας συνδυασμός παραγόντων που ξεκινά από την έλλειψη ετοιμότητας και φτάνουν ως την κλιματική αλλαγή, μπορεί να φέρει ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Ο ίδιος υπενθυμίζει πως μπορεί το μεσογειακό κλίμα να είναι ήπιο, φημίζεται όμως και για τις…ακρότητες του. «Μπορούμε να δούμε ακραίες θερμοκρασίες το καλοκαίρι αλλά και τον χειμώνα» αναφέρει. Αν όμως η μεσογειακή ζώνη είναι μια πυριτιδαποθήκη, η κλιματική αλλαγή είναι ένας επιταχυντής του φαινομένου. Είναι κάτι που επισημαίνει ο Νίκος Μπόκαρης, δασολόγος και αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης του κλάδου: «Η κλιματική αλλαγή ανοίγει την περίοδο του κινδύνου. Εκεί που παλαιότερα μιλάγαμε για 1,5 με δύο επικίνδυνους μήνες, τώρα μπορεί να μιλάμε για τέσσερις», σημειώνει. Ο λόγος είναι πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την ξηροθερμική περίοδο. Αυτό σημαίνει πως ξεραίνεται η καύσιμη ύλη, καθώς μειώνεται η υγρασία. Έτσι, και με την τυχόν προσθήκη πολύ δυνατών ανέμων, δημιουργούνται οι πολύ επικίνδυνες συνθήκες για την εκδήλωση πυρκαγιάς.
Για τους ειδικούς, το σημαντικό κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι να επανέλθει η περιοδικότητα του φαινομένου εκεί όπου ήταν κάποτε. «Είναι άλλο να καίγεται ένα δάσος κάθε εκατό χρόνια και άλλο κάθε είκοσι» εξηγεί ο Γιώργος Καρέτσος. «Τα δικά μας οικοσυστήματα θέλουν πάνω από 25 με 30 χρόνια για να επανέλθουν στην πρότερη μορφή τους. Όταν η αποκατάσταση διαρκεί τόσα χρόνια, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί είναι τόσο επώδυνο να βλέπεις μια καταστροφή να ολοκληρώνεται μέσα σε λίγες ώρες» προσθέτει. Αν οι πυρκαγιές όμως ακολουθήσουν τον «φυσικό τους χρόνο», τότε τα δάση προλαβαίνουν να ωριμάσουν και να αναγεννηθούν.
Δεν είναι πάντως λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως με διαφορετική βλάστηση από εκείνη των κωνοφόρων, και ειδικά του πεύκου, θα είχαμε και λιγότερες πυρκαγιές. Μήπως λοιπόν να αναδασώναμε τα δάση με άλλα δέντρα; Απαντώντας, ο Γιώργος Καρέτσος πιάνει το νήμα από την αρχαιότητα όταν οι πεδινές περιοχές της Αττικής ήταν καλυμμένες από δρυοδάση: «Όλα τα οικοσυστήματα στη χώρα μας έχουν τη σφραγίδα του ανθρώπου εδώ και χιλιάδες χρόνια. Τα δάση μας έχουν καεί ξανά και ξανά πολλές φορές. Δεν είναι όμως εύκολο να επαναφέρουμε τα οικοσυστήματα στους αρχαίους χρόνους» αναφέρει. Μια από τις βασικές αιτίες αυτής της αδυναμίας μπορεί να αναζητηθεί στο έδαφος. «Πέρα από τα καμένα δάση που κληρονομούμε έπειτα από μια πυρκαγιά, έχουμε και τεράστιες απώλειες σε εδάφη», όπως εξηγεί ο κ. Καρέτσος. «Δεν έχουν τη δυνατότητα επομένως να στηρίξουν άλλα είδη που είναι πιο απαιτητικά και απαιτούν βαθύ έδαφος. Ακόμη όμως και αν μπορούσαν να στηρίξουν κάποια πλατύφυλλη βλάστηση, αυτή είναι βραδυαυξής, χρειάζεται δηλαδή έναν πολύ μεγάλο κύκλο, των εκατό ή και των διακοσίων χρόνων, για να τα δούμε σε μορφή δάσους».
Αν λοιπόν το πευκοδάσος είναι εκεί, είναι επειδή το αποζητά το περιβάλλον. «Τα κωνοφόρα είναι λιτοδίαιτα είδη, ειδικά η χαλεύκιος πεύκη, το κυπαρίσσι κλπ και μπορούν να αναπτυχθούν σε ρηχά εδάφη. Άλλωστε και η ίδια η φύση αυτό επιλέγει. Η φυσική αναγέννηση ενός πευκοδάσους είναι εξασφαλισμένη», σημειώνει. Για τον ίδιο, τις πυρκαγιές τις αντιμετωπίζουμε σε τρεις διαστάσεις: Την πρόληψη, την καταστολή και την αποκατάσταση.
«Το λάθος που κάνουμε είναι πως δίνουμε βάρος στην καταστολή. Θα πρέπει όμως να δώσουμε βάρος στην πρόληψη» αναφέρει. Κι αυτό είναι κάτι με το οποίο συμφωνεί ο κ. Μπόκαρης. «Υπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες που δεν φανταζόμαστε, όπως είναι οι χρήσεις γης. Τα δάση στην Κορίνθια είχαν παραχωρηθεί σε ρητινοκαλλιεργητές και είναι πολύ πιθανό, όταν εγκαταλείφθηκε αυτή η δραστηριότητα να έμεινε ρητίνη στο υπέδαφος», σημειώνει. «Είναι σημαντική επομένως η πρόληψη, όπως πολύ σημαντική είναι η δημιουργία ενός οργανωμένου συστήματος πρόληψης και καταστολής με εκατέρωθεν συνεργασία, διαθέσιμους πόρους και προσωπικό», καταλήγει.