Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωσε πώς «τη στιγμή που ο κόσμος αλλάζει, ο κ. Μητσοτάκης εδώ έρχεται να βγάλει από τη ναφθαλίνη του μπαούλου του Ρήγκαν και της Θάτσερ μεταρρυθμίσεις που διαλύουν την εργασία, που προκαλούν αναδιανομή εις βάρος των πολλών και προς όφελος λίγων» στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

Μάλιστα σημείωσε σε αυτό το πλαίσιο ότι ο φόβος του για το μέλλον της χώρας «έγκειται στην ιδεοληπτική στάση που κρατά η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο στα ζητήματα οικονομίας, αλλά και στα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής». Διότι, υποστήριξε ο κ. Τσίπρας, «οι ιδέες της ανάγκης συρρίκνωσης των ανισοτήτων γίνονται επίκαιρες κι αυτό δείχνει και η στάση Μπάιντεν και η πορεία των πραγμάτων στον κόσμο -δεν λέω ότι θα γίνει σοσιαλισμός στις ΗΠΑ-, λέω ότι τη στιγμή που κλείνει ο κύκλος του νεοφιλελευθερισμού που απέτυχε να δημιουργήσει ισχυρή συμπεριληπτική ανάπτυξη και ευημερία στους λαούς του δυτικού κόσμου, ο κ. Μητσοτάκης έρχεται να εφαρμόσει πολιτικές του χθες».

Είπε ότι τα προτάγματα της Έκθεσης Πισσαρίδη μιλούν για την ανάγκη να μειωθεί το εργασιακό κόστος για να γίνει πιο ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία. Όμως, τόνισε, «αν είναι να ανταγωνιστούμε άλλες χώρες σε μια πορεία προς τα κάτω, προς την εξαθλίωση, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, είναι λάθος και έχει αποτύχει παντού. Η Ελλάδα δεν θα έχει μέλλον και προοπτική ως οικονομία αν θέλει να γίνει ανταγωνιστικότερα μειώνοντας το εργασιακό κόστος, δηλαδή τους μισθούς, αλλά αυξάνοντας την παραγωγικότητα, επενδύοντας στη γνώση, την καινοτομία, το ανθρώπινο δυναμικό». Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημείωσε ότι αυτό είναι η μεγάλη ιδεολογική μάχη των επόμενων ημερών τόσο στον κόσμο, όσο και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.

Ερωτηθείς σχετικά με το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιχειρεί την «κατάργηση του οκτάωρου», τη θεσμοθέτηση των «ατομικών συμβάσεων» για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, την «απελευθέρωση των απολύσεων» και τη «μείωση του πραγματικού μισθού». Εξάλλου, υπογράμμισε πως οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης ότι οι όποιες ρυθμίσεις είναι προς όφελος των εργαζόμενων, «προσβάλλουν» την αντιπολίτευση και θυμίζουν την «γνωστή φράση» των απατημένων συζύγων «δεν είναι αυτό που νομίζεις».

Ο ίδιος εξήγησε ότι με αυτόν τον τρόπο η διαπραγματευτική ισχύς του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη γίνεται «ανισομερής» και καταδίκασε τις προσπάθειες για αύξηση των υπερωριών με ταυτόχρονη «καθήλωση των μισθών». Σε ό,τι αφορά την ανακοίνωση της κυβέρνησης για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης αρχής επιθεώρησης εργασίας, επανέλαβε τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ότι κατά την τωρινή διακυβέρνηση η επιθεώρηση εργασίας «περιήλθε στην ανυποληψία», ενώ σημείωσε ότι η «πανσπερμία ανεξάρτητων αρχών δεν έχει ωφελήσει» τη χώρα.

«Η μεγάλη αγωνία, τώρα που σιγά σιγά ξεπερνάμε την αγωνία για το αν θα ζήσουμε, είναι για το πώς θα ζήσουμε, τι κόσμο θα αντικρίσουμε όταν ανοίξουμε την πόρτα», τόνισε, επισημαίνοντας ότι βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πανδημία δεν έχει τελειώσει.

«Η αγωνία για την επόμενη μέρα γίνεται κυρίαρχη», «η πανδημία αποτελεί μια ιστορική τομή που αναγκάζει τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές δυνάμεις να δουν τα πράγματα αλλιώς, όχι όλες τις πολιτικές δυνάμεις και κυβερνήσεις», σχολίασε. Μίλησε για «ιστορική» ομιλία του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν στο Κογκρέσο, με την οποία «βάζει τέλος σ’ έναν 40ετή κύκλο οικονομικού υποδείγματος, του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος». Τόνισε τη σημασία αυτής της ομιλίας από έναν «μετριοπαθή πρόεδρο των ΗΠΑ», για να υπογραμμίσει ότι «αυτό που έχει αξία σήμερα είναι ότι το κυρίαρχο υπόδειγμα της διαρκούς αναπαραγωγής του καπιταλισμού μέσα από κρίσεις που θα διευρύνουν τις ανισότητες, αλλά θα δίνουν τη δυνατότητα διεύρυνσης των κερδών μιας ελίτ που θα μας οδηγήσει στην ευημερία, κλείνει, αποτυγχάνει και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς.

‘Ασκησε κριτική σχετικά με την εμβολιαστική προσπάθεια από την ΕΕ, της οποίας βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι «πάντα κινείται πάρα πολύ αργά, κινείται ενδεχομένως προς την σωστή κατεύθυνση αλλά πολύ αργά και πολύ λίγο». Σημείωσε ότι το ίδιο έκανε και στην κρίση χρέους το 2008 και μετά και πως αν έκανε τότε αυτά που κάνει σήμερα για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας δεν θα είχαμε κρίση χρέους στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη.

Είπε ότι συνολικά η ΕΕ είναι πίσω και πως αυτό συμβαίνει γιατί «η ευρωπαϊκή ηγεσία συνεχίζει να σκέφτεται με όρους του κόσμου του χθες, όπως σκέφτεται ο κ. Μητσοτάκης στην Ελλάδα και γι’ αυτό αντιμετώπισε με χλευασμό την πρόταση για διεθνή πρωτοβουλία για το ζήτημα των πατεντών». Σχολίασε πως φαίνεται ότι οι ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ δεν έχουν συλλάβει το μήνυμα ότι η πανδημία είναι μια τομή και πως ο Μπάιντεν συλλαμβάνει αυτό που λέει ο ΠΟΥ ότι κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής πουθενά, αν δεν είμαστε ασφαλείς παντού. «Αν η ΕΕ δεν μπορεί να το συλλάβει και ακολουθεί το business plan και τα συμφέροντα 4 μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, αντιλαμβανόμαστε ότι προτάσσει τους νόμους τους κέρδους που αφορούν τον κόσμο που είχαμε χθες έναντι της υγειονομικής ασφάλειας μισού δισ. πολιτών και 27 κρατών-μελών», τόνισε.

Για την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης στην Ελλάδα υποστήριξε ότι έγιναν πολύ μεγάλα λάθη και ανεπάρκειες, ότι το μοντέλο του lockdown που ακολουθήθηκε είναι αποτυχημένο. Είπε πως το κρίσιμο πρόβλημα στη διαχείριση ήταν, όπως ανέφερε, η μη ενίσχυση του ΕΣΥ και της ΠΦΥ -«ασυγχώρητο από την πλευρά της κυβέρνησης»- ότι δεν υπήρξε σοβαρή προσπάθεια να στηθεί σοβαρός επιδημιολογικό έλεγχος, ιχνηλάτηση και δυνατότητα εντοπισμού κρουσμάτων». «Το λάθος επίσης είναι ότι κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης υπήρξαν σημαντικές καθυστερήσεις στο εμβολιασμό (σ.σ. λάθος που απέδωσε στην ΕΕ)», «αλλά υπήρξε και μια λαθεμένη προσέγγιση μόνο στο εμβόλιο (σ.σ. χαρακτήρισε κρίσιμο και καταλυτικό το θέμα του εμβολιασμού) και όχι και στις φαρμακευτικές αγωγές που θα μπορούσαν να είχαν σώσει χιλιάδες συνανθρώπους μας που τους τελευταίους έξι μήνες έχουν χάσει τη ζωή τους». Είπε ότι αν συγκρίνει κανείς τα μεγέθη τους τελευταίους έξι μήνες θα δει ότι είμαστε από τις χειρότερες χώρες στην ΕΕ σε απώλειες ανθρώπινης ζωής.

Αναφορικά με την ελληνική οικονομία επέκρινε την κυβέρνηση για «ατολμία» στην αντιμετώπιση των κινδύνων της «πολύ μεγάλης ύφεσης, που ήταν 8,2%, η τρίτη χειρότερη στην Ευρωζώνη». Τόνισε ότι αυτή η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει μια πολύ ιδιαίτερη κρίση της πανδημίας, όμως είχε εργαλεία που καμία άλλη δεν είχε. Όπως είπε: είναι η μοναδική στη μεταπολιτευτική ιστορία που βρήκε όχι «καμένη γη» αλλά γεμάτα ταμεία, απρόσκοπτη πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό από τη ρύθμιση του χρέους που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2018, δεν έχει Σύμφωνο Σταθερότητας και έχει δυνατότητα φιλόδοξου σχεδιασμού με το Ταμείο Ανάκαμψης. Σημείωσε ότι η αναδιάρθωση του χρέους που έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το ’18 και το «μαξιλάρι» «πάνω στο οποίο κοιμάται το οικονομικό επιτελείο της σημερινής κυβέρνησης» δίνουν τη βεβαιότητα έναντι των αγορών. Ωστόσο υπογράμμισε ότι οι κίνδυνοι έγκεινται στο να μην είναι ισχυρή και συμπεριληπτική η ανάπτυξη. Εξέφρασε το φόβο ότι ορισμένοι κλάδοι έχουν χτυπηθεί τόσο σκληρά που θα έχουν μεγάλες δυσκολίες ανάκαμψεις, π.χ. οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Είπε ότι υπάρχει κίνδυνος μεγάλης αναδιάρθρωσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητα και διόγκωσης της ανεργίας, ιδίως αν δεν υπάρξουν θετικές τομές στο τραπεζικό σύστημα που «αυτή τη στιγμή δεν επιτελεί τον ρόλο του», ενώ πρόσθεσε ότι «το σύνολο των έκτακτων μέτρων αναμένεται να αποσυρθεί το 2022 και τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ θα αποσυρθούν τον Μάρτιο του 2022».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025