Ούτε στους πιο μαύρους εφιάλτες του δεν μπορούσε να το συλλάβει. Ποτέ το μυαλό του – που δεν αφήνει σπιθαμή για σπιθαμή στη χώρα του πιθανού και του απίθανου χωρίς να την επισκεφτεί – δεν είχε τέτοιο μοτίβο πρόσληψης και ερμηνείας.
Του Νίκου Τσούλια
“Φεύγεις άρον – άρον για το νοσοκομείο από την επέλαση της πανδημίας, αλλά δεν κάνεις σαν ήλθε το τέλος του κόσμου ούτε και το δικό σου”, σκέφτηκε. Και ήταν προτιμότερο αυτό, για να μην τον πλακώσει καμιά σκληρή ψυχολογία και τον ρίξει σε τίποτα αβύσσους της κατάθλιψης και της μελαγχολίας και του προσθέσει και άλλο πρόβλημα χειρότερο από το πρώτο.
Και έτσι, ανέβηκε στο ασθενοφόρο με …σκοπό να ξαναγυρίσει. “Η ιατρική και η επιστήμη σήμερα κάνουν θαύματα. Δεν θα τα καταφέρει στο δικό μου πρόβλημα; Γιατί να φοβάμαι; Μέσα στους γιατρούς θα είμαι”.
Ηρεμία παντού βασίλευε. Η αίσθηση των αρρώστων και το βαρύ κλίμα της πανδημίας, που αλώνιζε όλη την ανθρωπότητα, έριχναν βαριά τη σκιά της ευθύνης απέναντι στον άνθρωπο και στον ιερό σεβασμό της ζωής. Όμως, πίσω από αυτή τη φαινομενική ηρεμία ένιωθε ότι κλίμα πανικού και ανησυχίας ήταν η πραγματικότητα.
Κατά κύματα έρχονταν πότε τα φώτα της ελπίδας και πότε τα σκοτάδια της απελπισίας. Μία στον αφρό, μία στο βυθό. Δεν ήξερε πόσο σωματικός και πόσο ψυχικός ήταν ο πόνος. Δεν τον άφηνε καν να φτιάξει όνειρα – νοσταλγίες και πάλι νοσταλγίες. Μόνο το παρελθόν του εμφανιζόταν. Το μέλλον του δεν φαινόταν πουθενά.
Αν μπορούσε να διαβάσει, ναι να διαβάσει, “θα ήταν μία κάποια λύση”. Γιατί το διάβασμα ήταν γι’ αυτόν ένας ολόκληρος κόσμος, ένας απόλυτα υπαρκτός κόσμος που τον βίωνε έντονα. Αλλά που σκέψη για να πάρει βιβλία μαζί του. Θα γελούσαν όσοι θα τον έβλεπαν, θα γελούσε κι αυτός ο ίδιος… “Δεν παίρνεις τίποτα μαζί σου”, γιατί φαινομενικά πήγαινε σε νοσοκομείο, ουσιαστικά στις πύλες του επέκεινα…
Ήταν και αυτές οι ακρότητες του φόβου, ότι μπορεί να μην ξαναδείς τους δικούς σου, να μην πεις τις τελευταίες σου ευχές, να μην ελευθερώσεις τις πιο βαθιές επιθυμίες σου, να μην γράψεις την διαθήκη σου, να μην σε αγγίζει το χέρι της γυναίκας σου, που τόσους και τόσους καιρούς ταξιδέψατε μαζί, να μη δεις το βλέμμα των παιδιών σου, να μη χαϊδέψεις το κεφάλι των εγγονιών σου…
Επίσκεψη καμιά. Μοναξιά μέσα σε τόσους ανθρώπους. Μα ούτε και πρόσωπα ανθρώπων έβλεπε. Ομοιώματα ανθρώπων ήταν. Άσπρες στολές, μάσκες, κουκούλες – σαν διαστημάνθρωποι γυρνούσαν στα κρεβάτια.
Είναι άλλος ο κόσμος των βαριά άρρωστων από τον κανονικό κόσμο. Ακόμα και τα ίδια πράγματα να βλέπουν, δεν έχουν τις ίδιες προσλαμβάνουσες εικόνες, δεν σκέπτονται το ίδιο, δεν νιώθουν το ίδιο. Έχουν διαφορετική πραγματικότητα. Είναι άλλη η γεύση της ζωής, τη νιώθεις να απομακρύνεται, όπως ρουφάει η έρημος τη λιγοστή πρωινή πάχνη. Είσαι στο μεταίχμιο της ύπαρξης. Ο θάνατος έχει πρόσωπο πλέον.
Δεν ξέρεις τι γίνεται με τους άλλους, τους ομοίους σου, για να βγάλεις κάποιο συμπέρασμα. Αλλά το μυαλό σου, μόνο του, χωρίς εσένα, προχωρά. Όσο ζεις αυτό σκέπτεται, τρέχει απ’ εδώ και απ’ εκεί. “Αν έχουν πεθάνει και πεθαίνουν πολλοί ομοειδείς μου στις ΜΕΘ, αυτό σημαίνει στατιστικά ότι και κάποιοι θα επιζήσουν, άρα και εγώ. Αν δεν πεθαίνουν πολλοί, τότε οι γιατροί τα καταφέρνουν, και πάλι είμαι μέσα. Κάθε ανάσα και ζωή, κάθε ανάσα και ελπίδα ζωής”.