Τι να πρωτοσυγκρίνεις και τι να πρωτοπείς ανάμεσα στο Πάσχα των παλιότερων δεκαετιών – του 1960 και του 1970 – και των σημερινών εποχών… Άλλοι άνθρωποι, άλλες κοινωνίες, άλλος πολιτισμός. Άλλη χώρα η Ελλάδα.
Του Νίκου Τσούλια
Μερικές ψηφίδες, σκόρπιες, και χωρίς καμιά ιεράρχηση καταθέτω. Η σκέψη είναι ελεύθερη να σε πάει καταπού εκείνη θέλει και η νοσταλγία ας βάλει τους δικούς της χρωματισμούς, ας καλλωπίσει τον δικό της ουρανό ακόμα και στις συννεφιασμένες περιοχές του.
Μαύρη δικτατορία, κρατικός αυταρχισμός, χωροφυλακή και αστυνομία παντού, η …ανάσα κάθε ανθρώπου – η ελευθερία του λόγου σε στόμωση, η αγροτική κοινωνία σφύζουσα, σκληρή η ζωή, παρατεταμένη φτώχεια στο γκρίζο μέρος εκείνων των καιρών αλλά συνάμα ατέλειωτα όνειρα, περισσή αθωότητα της παιδικής ηλικίας, εγκράτεια και πιο αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις, η ζωή έξω από το σπίτι, στα χωράφια και στις δουλειές όλη μέρα. Εικόνες καθημερινής βιοπάλης αλλά και ελπίδας. Ζούσαμε με το αύριο. “Το τότε”.
Τώρα άνεμος δημοκρατίας παντού, σοκ οικονομικό μετά από ευφορία καταναλωτισμού, ασύνορου και αυτοτροφοδοτούμενου, ρηχές διαπροσωπικές σχέσεις, το συμφέρον παντού απλωμένο, η συνεχής πρόοδος ως οικονομική και μόνο μεγέθυνση κυρίαρχη στη σκέψη μας, η αστικοποίηση στην κορύφωσή της και ένας ιός που μας πολιορκεί μέσα στα σπιτικά μας – στα διαμερίσματά μας. Εικόνες δυστοπίας. Είμαστε μετέωροι ανάμεσα στο χθες και στο αύριο… “Το τώρα”.
Τότε …σκοτωνόμασταν να πάμε στην εκκλησία. Ποιο από τα παιδιά της οικογένειας θα έπαιρνε τις πιο εύκολες δουλειές του αποτελειώματος της ημέρας, για να πάει μια ώρα αρχύτερα και να βρει θέση μπροστά; Α, θέση πάντα όρθιου, κόσμος πολύς μα ποτέ δεν επιτρεπόταν να κάθονται τα παιδιά – ακόμα και άδεια καθίσματα να υπήρχαν. “Απαγορευόταν” να φύγεις από την εκκλησία, αν δεν σχολούσε η λειτουργία. Α, όχι και μικρόφωνα…. Όποιος έψελνε πιο δυνατά και ακουγόταν μακριά από το χωριό ήταν ο καλύτερος. Νηστεία απόλυτη ούτε λάδι τη Μεγάλη Εβδομάδα. Έντονη η θρησκευτικότητα στη ζωή των ανθρώπων.
Τώρα δεν πάμε στην εκκλησία λόγω πανδημικής πολιορκίας και κραταιού φόβου. Έχουμε καλή δικαιολογία. Αλλά και σαν πηγαίναμε στα προ πανδημίας χρόνια στο χωριό, η εκκλησία μάς γνώριζε μόνο Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή και όχι ολόκληρη λειτουργία – και όσο για την Ανάσταση το πολύ είκοσι λεπτά και μετά φευγιό σαν κυνηγημένοι για τα φαγητά. Νηστεία; Άγνωστη πλέον, η γενιά μας δεν είπε τίποτα στα παιδιά της περί αυτού. Δεν θέλαμε να τους “λείψει τίποτα” ούτε για μια εβδομάδα! Όσο για τη θρησκευτικότητα… Έχουν απομείνει μόνο σπαράγματα της παράδοσης και εκείνα μετασχηματισμένα και προσαρμοσμένα στην λατρεία των υλικών αγαθών.
Τότε το “λίγο” ήταν αρκετό. Ψάχναμε για χρήμα αλλά ζούσαμε και χωρίς αυτό! Η εγκράτεια και η ολιγάρκεια μάς γλίτωναν. Φεύγαμε από τη φτώχεια. Τώρα το “πολύ” δεν είναι “πολύ”, θέλουμε περισσότερο. Τώρα υπηρετούμε το χρήμα. Η πλεονεξία μας υποδουλώνει. Η φτώχεια ξαναεμφανίζεται.
Οι εποχές αλλάζουν. Δεν γίνεται αλλιώς. Ευτυχώς. Οι νέοι καιροί κουβαλάνε και νέα μηνύματα. Αλλά δεν θα μπορούσαν να μην κουβαλάνε μαζί πρόοδο και παρακμή; Ή μήπως εμείς τα κουβαλάμε;
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!