Ζούμε σε καιρούς εξαιρετικά δύσκολους και οδυνηρούς. Ο φόβος και η αγωνία δοκιμάζουν τις αντοχές της κοινωνίας μας –ο κίνδυνος αγγίζει πια όλο και περισσότερους- και η μάχη για να κρατηθεί όρθια η κοινωνία μας κλιμακώνεται.
Γράφει ο Γιώργος Γεωργακόπουλος
Οι αντοχές του συστήματος υγείας αγγίζουν τα όρια του. Άνθρωποι και υποδομές αντιμέτωποι με μια κρίση η οποία κλιμακώνεται, βαθαίνει, γίνεται μια οδυνηρή διαχείριση μιας εξαιρετικά δύσκολης καθημερινότητας πόνου, αγωνίας και φόβου… Οι ημέρες αυτές, στενάχωρες και γεμάτες αγωνία, διαμορφώνουν μια πραγματικότητα οδυνηρή, ανέκκλητη για πολλές οικογένειες οι οποίες βιώνουν την απώλεια των αγαπημένων τους προσώπων.
Σε αυτό το περιβάλλον, το άνοιγμα των Λυκείων προσδιορίζεται ως μια κεντρική- σε επίπεδο δημόσιων πολιτικών- επιλογή η οποία θα επιδράσει καταλυτικά στις εξελίξεις. Το πρόσημο που θα έχει αυτή η πολιτική θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό τις συνθήκες στο πεδίο της δημόσιας υγείας, της εκπαίδευσης και της κοινωνικής λειτουργίας. Η επιλογή αυτή και οι συνέπειες της –θετικές ή αρνητικές-θα αποτυπωθούν ως πτυχές της πραγματικότητας η οποία επαναπροσδιορίζεται από την Δευτέρα 12 Απριλίου για χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες, εκπαιδευτικούς και τις οικογένειες τους. Οι επιλογές αυτές θα κριθούν από μια κοινωνία η οποία ελπίζει οι εκπονητές των δημόσιων πολιτικών να ανταποκριθούν στις ανάγκες των δύσκολων αυτών καιρών…
Την ίδια ώρα εργαζόμενοι και απασχολούμενοι, επιχειρήσεις και κλάδοι βιώνουν συνέπειες απόλυτα δυσμενείς σε ένταση και έκταση. Η εργασία ως δικαίωμα αμφισβητείται και υπονομεύεται από την αγριότητα των συνεπειών της πανδημίας. Τα εργασιακά δικαιώματα αναδεικνύονται ως η νέα παλιά αξία την οποία οφείλουμε να υπερασπιστούμε απέναντι σε όσους βλέπουν στην κρίση της πανδημίας την ευκαιρία της αποδόμησης του κόσμου της εργασίας και της υπονόμευσης των δικαιωμάτων που εξασφαλίζουν στους εργαζόμενους όρους και συνθήκες εργασίας με ανθρώπινο πρόσημό.
Η κρίση της πανδημίας ανέδειξε με όρους ξεκάθαρους πως η υγεία, η παιδεία, το δικαίωμα στην εργασία με όρους σεβασμού στον εργαζόμενο δεν είναι πολυτέλεια.
Είναι ανάγκη.
Στις ιστορικές αναγκαιότητες του σήμερα, στις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κοινωνία, η νεοφιλελεύθερη αντίληψη και οι φορείς της ομολογούν την αδυναμία τους να ανταποκριθούν με τα εργαλεία και τα σχήματα που έχουν υιοθετήσει.
Η κυβερνητική πλειοψηφία η οποία ομνύει στον νεοφιλελευθερισμό «αναγκάζεται» να κάνει χρήση πολιτικών που ως ιδεολογία και θεώρηση απορρίπτει.
Η ανάγκη για ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας, για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατικοποίηση της γνώσης παραμένει εξαιρετικά επιτακτική.
Το αύριο απαιτεί λύσεις με πρόσημο την κοινωνική δικαιοσύνη και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών και των εργαζομένων, με περιεχόμενο την ισότητα των ευκαιριών και με όραμα την πρόοδο για όλους και όχι για τους λίγους.
Η υπόθεση αυτή μας αφορά όλους και μετασχηματίζει με τρόπο ουσιαστικό και όχι επικοινωνιακό τις προτεραιοποιήσεις της κοινωνίας, τις αξίες που θα κυριαρχήσουν, την διαμόρφωση του κοινωνικού και πολιτικού πεδίου του αύριο.
Η μάχη για την ισότητα δεν πρέπει να είναι μια απλή διακήρυξη σε επίπεδο προθέσεων αλλά να καταλάβει εμφατικά τον χώρο των κοινωνικών διεκδικήσεων και διεργασιών.
Για αυτόν τον λόγο η σχηματοποίηση του αύριο αποτελεί μια πρόκληση: η απλή αναδιανομή του παρόντος ισοδυναμεί με τη χειροτέρευση των συνθηκών. Ο προσανατολισμός στις μεταρρυθμίσεις που θα επιφέρουν την μείωση των ανισοτήτων, η διασφάλιση της ισορροπίας ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή πρέπει να αναδείξει τον προοδευτικό χαρακτήρα της πρότασης για το αύριο, τον ουσιώδη και όχι επιφανειακά ριζοσπαστικό χαρακτήρα του προτάγματος αυτού μέσα από την ανάδειξη του ανθρώπου ως κυρίαρχη αξία.
Επειδή…
«Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση»
( Αντρέ Μπρετόν)