Κόκκινα δάνεια: Ένα μεγάλο πρόβλημα για τους δανειολήπτες και τους εγγυητές που θέλουν να υπαχθούν στον νόμο Κατσέλη είναι το χαμηλό εισόδημα που, ενδεχομένως, είχαν όταν ανέλαβαν ένα στεγαστικό ή οποιοδήποτε δάνειο με εγγυητή ένα τρίτο πρόσωπο.
Είναι σύνηθες στην χώρα μας, το να έχει δεσμευτεί κάποιος ως εγγυητής σε σύμβαση δανείου που πήρε κάποιος άλλος (φίλος, συγγενής), και μην έχοντας επωφεληθεί ο εγγυητής να έχει φτάσει στο σημείο να πρέπει να αποπληρώσει ο ίδιος το χρέος του πρωτοφειλέτη και να κινδυνεύει η δική του περιουσία να χαθεί.
Ένα μεγάλο πρόβλημα για τους δανειολήπτες και τους εγγυητές που θέλουν να υπαχθούν στον νόμο Κατσέλη είναι το χαμηλό εισόδημα που, ενδεχομένως, είχαν όταν ανέλαβαν ένα στεγαστικό ή οποιοδήποτε δάνειο με εγγυητή ένα τρίτο πρόσωπο.
Ο γνωστός δικηγόρος Δημήτρης Αναστασόπουλος μίλησε στο Newsbomb για τις επιλογές που έχει ένας εγγυητής σε περίπτωση που δεν πληρώνει το δάνειο του ο πρωτοφειλέτης.
Πριν την οικονομική κρίση οι τράπεζες με την πληθώρα των δανείων που παρείχαν με μεγάλη ευκολία σε όλους ανεξαιρέτως ακόμα και σε ανθρώπους με πολύ χαμηλά εισοδήματα, όπως άνεργοι, φοιτητές κ.ά., έθεταν ως προϋπόθεση για την λήψη ενός δανείου, το να υπογράψει ως εγγυητής ένα ή και περισσότερα πρόσωπα που να έχει συνήθως κάποιο περιουσιακό στοιχείο ως εξασφάλιση.
«Ένα δύσκολο πρόβλημα, με κοινωνικές προεκτάσεις, είναι αυτό των εγγυητών. Τα πρόσωπα που εγγυήθηκαν δάνεια τρίτων με την προσωπική τους περιουσία» ανέφερε ο κ. Αναστασόπουλος.
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά τον νόμο Κατσέλη 3869/10, τέθηκε προς συζήτηση πολύ σοβαρά το θέμα του πως και αν μπορεί τελικά να ξεμπλέξει (ελευθερωθεί) ένας εγγυητής από ένα δάνειο στο οποίο εγγυήθηκε και επομένως από την απειλή του να χάσει την περιουσία του και να μην έχει ευθύνη αποπληρωμής για το δάνειο κάποιου άλλου από το οποίο δεν είχε κανένα οικονομικό όφελος.
Έτσι, εκτός από τις ενστάσεις ελευθερώσεως του εγγυητή που γίνονται σε ανακοπές κατά διαταγών πληρωμής, ξεκίνησαν διάφορες αγωγές με αίτημα την απαλλαγή εγγυητών από την δέσμευση εγγύησης και ως τώρα έχουν βγει αρκετές δικαστικές αποφάσεις που κάνουν δεκτά αυτά αρκετά από αυτά τα αιτήματα και απαλλάσσουν εγγυητές, ανάλογα με την περίπτωση.
«Αυτό που δεν γνώριζαν πολλοί μέχρι και σήμερα είναι ότι η παροχή εγγύησης σε ένα δάνειο είναι τόσο δεσμευτική όσο αυτή του αρχικού οφειλέτη, αυτού δηλαδή που εκταμίευσε το δάνειο» τόνισε ο κ. Αναστασόπουλος και πρόσθεσε πως «ακόμα και αν δεν έχουν δώσει κάποια εξασφάλιση σε ακίνητο κυριότητάς τους, η περιουσία τους κινδυνεύει να ρευστοποιηθεί αφού η τράπεζα έχει δικαίωμα να εκτελέσει και σε ακίνητα χωρίς εξασφαλίσεις (υποθήκες, προσημειώσεις).
Τέλος, ακόμα και αν ένα δάνειο έχει υποθήκη ή προσημείωση σε ακίνητο του πρωτοφειλέτη, η Τράπεζα έχει δικαίωμα να επιλέξει άλλο ακίνητο για πλειστηριασμό, ακόμα και του εγγυητή.
Όπως μας εξηγεί ο δικηγόρος στην περίπτωση που υπάρξει συμφωνία ρύθμισης του δανείου μεταξύ οφειλέτη και Τράπεζας η οποία μειώνει το ποσό της οφειλής η ρύθμιση αυτή είναι επωφελής και για τον εγγυητή δηλαδή μειώνεται αντίστοιχα και η ευθύνη του εγγυητή.
Ενώ όταν το δάνειο δεν πληρώνεται από τον οφειλέτη η Τράπεζα έχει υποχρέωση να ενημερώσει τον εγγυητή καθώς και για το ποσό της οφειλής.
Τι μπορούν να κάνουν οι εγγυητές
Σύμφωνα με τον κ. Αναστασόπουλο οι επιλογές έχει όμως ο εγγυητής αν ο πρωτοφειλέτης δεν προχωρά ούτε σε ρύθμιση του δανείου είναι:
Α. Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών
Η Τράπεζα οφείλει να ακολουθήσει τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών και για τους εγγυητές όπου θα έχουν την ευκαιρία να επιχειρήσουν μια ρύθμιση του δανείου και σε κάθε περίπτωση θα λάβουν γνώση του ύψους της οφειλής. Η τράπεζα πριν καταγγείλει το δάνειο οφείλει να τηρήσει τη διαδικασία του Κώδικα.
Ο κώδικας Δεοντολογίας παρόλο που δεν υποχρεώνει τις Τράπεζες να ρυθμίσουν όλα τα δάνεια παρόλα αυτά, στις περιπτώσεις που η οφειλή είναι διαχειρίσιμη, ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας τα δύο μέρη να έρθουν σε συμβιβασμό.
Β. Νόμος Κατσέλη ή νέος πτωχευτικός Κώδικας
Μπορούν και οι ίδιοι, εφόσον τους συμφέρει, να υποβάλουν αίτηση για υπαγωγή στο νόμο Κατσέλη, ρυθμίζοντας το σύνολο των δανείων τους (στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια και δάνεια στα οποίο έχουν εγγυηθεί).
Γ. Ελευθέρωση για πταίσμα της Τράπεζας
άρθρο 862 ΑΚ
Ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη.
άρθρο 863 ΑΚ
Ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής.
Ένας τρόπος που μπορεί να ζητήσει την ελευθέρωσή του από την εγγυητική ευθύνη ένας εγγυητής είναι να αποδείξει πταίσμα της τράπεζας όσον αφορά την εξασφάλιση της απαίτησής της και γενικότερα το πώς χειρίστηκε την οφειλή έναντι του οφειλέτη.
Για παράδειγμα όταν η τράπεζα αργεί να επιδιώξει την ικανοποίησή της και ο οφειλέτης αργότερα καθίσταται αναξιόχρεος, ή όταν δεν φρόντισε να εγγράψει προσημείωση σε ακίνητο του οφειλέτη παρόλο που τον ενημέρωσε ο εγγυητής ότι υπάρχουν και χρέη σε τρίτους που προσπαθούσαν να κάνουν το ίδιο κλπ.
Δ. Ελευθέρωση γιατί η Τράπεζα δεν προχώρησε σε δικαστικές ενέργειες ενώ το ζήτησε ο εγγυητής
άρθρο 867 ΑΚ
Εγγύηση για αόριστο χρόνο: Εκείνος που εγγυήθηκε για αόριστο χρόνο μπορεί, όταν γίνει απαιτητή η κύρια οφειλή, να αξιώσει από το δανειστή να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα και να συνεχίσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη διαδικασία. Αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί με την αξίωση του εγγυητή, ο εγγυητής ελευθερώνεται.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει ο εγγυητής να ζητήσει εγγράφως από την τράπεζα να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη και εάν η Τράπεζα δεν το κάνει τότε ο εγγυητής ελευθερώνεται από την εγγυητική ευθύνη. Στη πραγματικότητα όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ γιατί κανένας εγγυητής δεν θα μπει στη διαδικασία να ζητήσει από την Τράπεζα να αρχίσει δικαστικές ενέργειες κατά του πρωτοφειλέτη φοβούμενος μήπως και αυτός τελικά κινδυνεύσει στην περίπτωση που δεν επαρκεί η περιουσία του πρωτοφειλέτη για να εξοφληθεί ολόκληση η οφειλή.
Ε. Ελευθέρωση γιατί η Τράπεζα δεν προχώρησε σε δικαστικές ενέργειες όπως προβλεπόταν στην δανειακή σύμβαση
άρθρο 866 ΑΚ
Εγγύηση για ορισμένο χρόνο: Εκείνος που εγγυήθηκε για ορισμένο μόνο χρόνο ελευθερώνεται από την εγγύηση, αν ο δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο αυτού του χρόνου και δεν συνεχίσει τη σχετική διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.
Στην εγγύηση ορισμένου χρόνου τα πράγματα είναι λίγο πιο εύκολα και οριοθετημένα και ένα μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας ανοίγεται για τους εγγυητές όταν η τράπεζα δεν πράττει αυτά που οφείλει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, το οποίο όμως είναι πολύ πιο πιθανό να συμβεί αφού η τράπεζα είναι αυτή που οφείλει να εκκινήσει την διαδικασία είσπραξης χωρίς να απαιτείται όχληση από τον εγγυητή.
Όταν το δικαστήριο διαπίστωνε ότι, για παράδειγμα, μόνο το εισόδημα του οφειλέτη δεν έφτανε για να καλύπτει τη μηνιαία δόση του δανείου, τότε απέρριπτε την αίτηση του δανειολήπτη με την αιτιολογία της δόλιας υπερχρέωσης.
Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο εγγυητής δεν έχει ανάλογο εισόδημα την στιγμή της ανάληψης της εγγυητικής ευθύνης που να μπορεί να καλύψει εξ ολοκλήρου τη μηνιαία δόση του δανείου.
«τα δικαστήρια δεν δέχονται ότι μια τέτοια υποχρέωση μπορεί να αναληφθεί από δύο ξεχωριστά πρόσωπα τα οποία συναποφασίζουν (δανειολήπτης και εγγυητής) ότι θα καλύπτουν από κοινού την μηνιαία δόση» επισήμανε ο δικηγόρος.
«Ότι έκαναν δηλαδή στην πραγματικότητα πολλές οικογένειες οι οποίες, για παράδειγμα, προκειμένου να δανειοδοτηθεί ο γιος ή η κόρη, οι γονείς έμπαιναν, βασιζόμενοι στο δικό τους εισόδημα, ως εγγυητές» διευκρίνισε.
Τι ισχύει όμως στην περίπτωση που και ούτε ο εγγυητής ούτε ο οφειλέτης ξεχωριστά δεν είχαν εισόδημα που να μπορεί να καλύψει εξ ολοκλήρου τη μηνιαία δόση αλλά η δόση αυτή μπορούσε να καλυφθεί μόνο από κοινού με τη συνδρομή και των δύο προσώπων; Έχουν ο δανειολήπτης και ο εγγυητής στην περίπτωση αυτή δόλια συμπεριφορά ως προς την ανάληψη μιας τέτοιας οφειλής;
Σύμφωνα με τον κ. Αναστασόπουλο «την απάντηση δίνουν δυο σημαντικές αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών».
Ειδικότερα σε ξεχωριστές αιτήσεις που κατέθεσαν μάνα (δανειολήπτρια) και γιος (εγγυητής) το δικαστήριο έκρινε ότι «Η αιτούσα κατέφυγε στον τραπεζικό δανεισμό προκειμένου να προβεί στην αγορά της κύριας κατοικίας της, αναλαμβάνοντας την παραπάνω υποχρέωση, την οποία αποπλήρωνε από κοινού με τον υιό της.»
«Απρόβλεπτα γεγονότα …… τα προβλήματα υγείας της αιτούσας και η συνακόλουθη ανεργία της καθώς και επίσης η μείωση των εισοδημάτων του υιού της… είχαν ως αποτέλεσμα …. η αιτούσα να αδυνατεί να ανταποκριθεί …»
«Κατά το χρόνο δανεισμού και τουλάχιστον για τα επόμενα δύο έτη τα εισοδήματά τους ήταν επαρκή προκειμένου να αποπληρώνουν με ευχέρεια την μηνιαία δόση του παραπάνω στεγαστικού δανείου που από κοινού ανέλαβαν και δεν μπορούσαν να προβλέψουν ούτε τα προβλήματα υγείας ούτε την μείωση των εισοδημάτων του υιού της …»
Περαιτέρω το δικαστήριο έκρινε πως «η μη αναφορά τραπεζικών καταθέσεων χαμηλού ύψους στην αίτηση του νόμου Κατσέλη δεν συνιστά ανειλικρίνεια δεδομένης της ανεργίας της αιτούσας, των προβλημάτων υγείας, το ποσό αυτό ήταν απαραίτητο για να εξυπηρετεί τις βιοτικές της ανάγκες…»
Ως εκ τούτου, για την δανειολήπτρια μητέρα το Ειρηνοδικείο Αθηνών, με την υπ΄ αριθ. 520/2021 απόφασή του, ρύθμισε τις υποχρεώσεις της, διασώζοντας την κύρια κατοικία και υποχρεώνοντας της από το σύνολο των οφειλών της ύψους 149.000 ευρώ να πληρώσει σε 240 δόσεις των 227,48 ευρώ, συνολικά μόλις το ποσό των 54.595,20 ευρώ, διαγράφοντας το ποσό των 94.400 ευρώ.
Για τον δε γιο, εγγυητή, το Ειρηνοδικείο Αθηνών, με την υπ΄ αριθ. 521/2021 απόφασή του, ρύθμισε τις υποχρεώσεις του και από συνολικό ύψος οφειλών 149.000 ευρώ τον υποχρεώνει να πληρώσει σε 60 δόσεις των 40 ευρώ, συνολικά μόλις το ποσό των 2.400 ευρώ, διαγράφοντάς του το ποσό των 146.600 ευρώ.
Και τις δυο υποθέσεις χειρίστηκε το δικηγορικό γραφείο «Δημήτρης Αναστασόπουλος & συνεργάτες».