Πανελλήνιες 2021: Μερικά τμήματα θα κλείσουν οριστικά τα επόμενα χρόνια, ενώ φέτος οι εισακτέοι θα είναι ίδιοι με τα περσινά επίπεδα, με κάποιες αλλαγές μεταξύ αστικών κέντρων και Περιφέρειας.
Τι αλλαγές θα φέρει η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής
Φέτος με αυτές τις αλλαγές αναμένονται λιγότερες θέσεις εισακτέων στα κεντρικά πανεπιστήμια και στις σχολές υψηλής ζήτησης και περισσότερες στην επαρχία και στα περιφερειακά πανεπιστήμια. Κι αυτό γιατί πολλά περιφερειακά ΑΕΙ ήδη νιώθουν τα θεμέλιά τους να «τρίζουν», καθώς σε κάποια από αυτά σχεδόν οι μισοί πρωτοετείς φοιτητές και φοιτήτριές τους μπαίνουν ετησίως στα προγράμματά τους με βάση εισαγωγής κάτω των δέκα χιλιάδων μορίων.
Έτσι και αλλιώς η φετινή χρονιά θα είναι κρίσιμη για την επίσημη δρομολόγηση της «Αθηνάς Νο2», δηλαδή της απόφασης για το ποια πανεπιστημιακά τμήματα θα κλείσουν οριστικά τα επόμενα χρόνια, θα πάψουν να δέχονται εισακτέους και θα συγχωνευτούν σε άλλα τμήματα με τη μετατροπή τους σε κατεύθυνση σπουδών ή σε ένα από τα νέα τριετή προγράμματα που σχεδιάζει το υπουργείο Παιδείας για την επανοικοδόμηση του θεσμού των ΤΕΙ.
Με αποτέλεσμα το πόσες κενές θέσεις θα μείνουν σε τμήματα που πρόσφεραν ήδη σπουδές μειωμένου ενδιαφέροντος, σε συνδυασμό με τη μείωση των επιλογών των υποψηφίων στα μηχανογραφικά δελτία από την εξεταστική διαδικασία του 2022, θα διαμορφώσουν το νέο προφίλ της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας.
Όπως αποκαλύπτουν στα «ΝΕΑ» πηγές από το υπουργείο Παιδείας, ένα λογικό και ανεκτικό εύρος συντελεστή επί της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής που θα καθορίσουν τα πανεπιστήμια μόνα τους φέτος θα μπορούσε να έχει ελάχιστη τιμή=0,6 και μέγιστη τιμή=1,2 (με βάση πάντα την προσαρμογή που θα γίνει από τις διοικήσεις τους στον μέσο πανελλαδικό όρο των επιδόσεων που θα διαμορφωθεί φέτος το καλοκαίρι). Αν η ελάχιστη τιμή του συντελεστή είναι 0,6, τότε αναμένεται να μειωθούν φέτος οι εισακτέοι περίπου 6%. Αν η ελάχιστη τιμή του συντελεστή είναι 0,8, τότε αναμένεται να μειωθούν οι εισακτέοι περίπου 17%.
Το υπουργείο Παιδείας από την πλευρά του δεν θα μειώσει με δική του απόφαση τον αριθμό των φετινών εισακτέων προσαρμόζοντας την πολιτική του στις προτάσεις των ΑΕΙ, όπως έχει ήδη ανακοινώσει, προσδοκώντας ακριβώς τα αποτελέσματα του «κόφτη» της φετινής Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής.
Ωστόσο ακόμη δεν έχουν συζητηθεί οι εισηγήσεις των πανεπιστημίων για τους φετινούς εισακτέους τους, κάτι που όμως πρέπει να γίνει άμεσα, καθώς ως τις 15 Μαρτίου θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει τις τετραετείς συμφωνίες-«συμβόλαια» που θα υπογράψουν με την πολιτεία μέσω της νέας εθνικής Αρχής που αντικατέστησε την ΑΔΙΠ (ΕΘΑΑΕ). Και ακριβώς ο καθορισμός των εισακτέων είναι βασικό κομμάτι αυτών των συμφωνιών, οι οποίες θα καθορίσουν, μεταξύ άλλων, και τις χρηματοδοτήσεις των ΑΕΙ. Για τα παραπάνω δεν έχει μείνει πολύς χρόνος και κανείς δεν θέλει να έχει άλλη μια εξεταστική περίοδο στην οποία όλα θα γίνονται την «τελευταία στιγμή».
Θέσεις στην περιφέρεια
Οι αλλαγή στους εισακτέους φέτος θα ευνοήσει τα πανεπιστήμια της περιφέρειας, ενώ μια πρώτη μελέτη των δεδομένων δείχνει ότι σε συγκεκριμένες επιστημονικές κατευθύνσεις μπορεί να μείνει έξω έως και ένας στους τρεις υποψηφίους από την κατηγορία των τελειοφοίτων των γενικών λυκείων, με βάση πάντα τα δεδομένα της περυσινής διαδικασίας. Συγκεκριμένα το 1ο και το 4ο Επιστημονικό Πεδίο αναμένεται να πληγούν περισσότερο από την εφαρμογή των μέτρων που θα περιορίζουν την είσοδο στα ΑΕΙ εάν δεν πληρούνται συγκεκριμένα βαθμολογικά κριτήρια. Πέρυσι περίπου 9.000 άτομα έμειναν εκτός ΑΕΙ από τη Θεωρητική Κατεύθυνση που πρόσφερε λιγότερες θέσεις πανελλαδικά και είχε περισσότερους υποψηφίους.
Ακόμη μια παράμετρος, είναι ότι η βάση εισαγωγής ενός τμήματος σήμερα εξαρτάται όχι μόνο από την ποιότητα σπουδών του ή τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης, αλλά σε μεγάλο βαθμό από την απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η ελάχιστη βάση εισαγωγής, λοιπόν, σε συνδυασμό με το γεωγραφικό κριτήριο επιλογής, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση εισακτέων και σε τμήματα περιφερειακών πανεπιστημίων, που είναι αξιόλογα από άποψη ποιότητας σπουδών και γνωστικού αντικειμένου.
Η ισορροπία στα παραπάνω αφήνεται λοιπόν κυρίως στις εισηγήσεις της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, αλλά και τη συνεργασία των πανεπιστημίων.