Τηλεκπαίδευση: Μπορεί η εξ αποστάσεως εκπαίδευση να έχει σημαντικές προκλήσεις για μια μεγάλη μερίδα μαθητών όλων των βαθμίδων, ωστόσο για τα παιδιά που φοιτούν στη διαπολιτισμική εκπαίδευση, οι δυσκολίες συχνά αποτελούν εμπόδια στη συμμετοχή τους στην τηλεκπαίδευση.
Απουσία τεχνολογικού εξοπλισμού, μαθήματα στα λίγα τετραγωνικά των κοντέινερ, αλλά και αύξηση των περιστατικών βίας στα σπίτια και τις κοινότητές τους, στα οποία συχνά τα παιδιά γίνονται μάρτυρες, είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν μαθητές που φοιτούν σε διαπολιτισμικά σχολεία και δομές υποδοχής και εκπαίδευσης προσφύγων.
«Σε ένα πλαίσιο, όπου το επίπεδο μορφωτικής, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης των μαθητών είναι άνισο, η επιτυχής εφαρμογή του συστήματος τηλεκπαίδευσης απαιτεί λεπτομερή καταγραφή εξοπλισμού και διαθέσιμων χώρων, λεπτομερή σχεδιασμό, παροχή σύγχρονων και δωρεάν εξοπλισμών στους μαθητές», επισήμανε ο διευθυντής του 6ου Διαπολιτισμικού Δημοτικού Σχολείου Ελευθερίου- Κορδελιού Θεσσαλονίκης, Στέργιος Παπαδόπουλος, κατά τη διάρκεια σχετικής διαδικτυακής συζήτησης που διοργάνωσε η μη κυβερνητική οργάνωση «ΚΜΟΠ-Κέντρο Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας». Ωστόσο, σχολίασε ο κ. Παπαδόπουλος, «η πανδημία βρήκε ανέτοιμη την εκπαίδευση, καθώς μέχρι την εμφάνιση του κορονοϊού η τεχνολογία αξιοποιούταν περιστασιακά και δεν διέθεταν όλα τα σχολεία επαρκή υποδομή και εξοπλισμό».
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία που παρέθεσε ο ίδιος, σύμφωνα με τα οποία στο 6ο Διαπολιτισμικό Δημοτικό Σχολείο Ελευθερίου- Κορδελιού φοιτούν 242 μαθητές, από τους οποίους οι 59 δεν διαθέτουν κανένα τεχνολογικό εξοπλισμό και οι 25 δεν έχουν σύνδεση στο διαδίκτυο. Πενήντα έξι μαθητές έχουν σταθερό υπολογιστή με κάμερα και μικρόφωνο, 89 λάπτοπ και 87 τάμπλετ.
Ο διευθυντής του 6ου Διαπολιτισμικού σχολείου παρατήρησε ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αποστολή τεχνολογικού εξοπλισμού στα σχολεία που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα, ιδίως στα σχολεία διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, παρατηρώντας ότι το υπουργείο Παιδείας έχει εξαγγείλει τη διάθεση περισσότερων από 90.000 φορητών συσκευών στους μαθητές ως το τέλος του χρόνου, ωστόσο το σχολείο που διευθύνει ο ίδιος δεν έχει λάβει μέχρι τώρα καμία.
Τις μεγαλύτερες δυσκολίες, σύμφωνα με την εμπειρία του κ. Παπαδόπουλου, αντιμετωπίζουν τα παιδιά ρομά, καθώς κανένα παιδί δεν έχει ηλεκτρονικό υπολογιστή ή τάμπλετ, παρά μόνο κινητό τηλέφωνο των γονιών τους, αλλά και τα παιδιά προσφύγων και μεταναστών, για τους οποίους, όπως είπε, έχει σταματήσει το πρόγραμμα διερμηνείας στα σχολεία, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν πρόβλημα επικοινωνίας.
Κατέληξε πάντως ότι αν και «τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη φυσική αλληλεπίδραση στο σχολείο», ωστόσο «αυτό που θα κρατήσουμε από την περίοδο αυτή είναι τα ψηφιακά εργαλεία που κάνουν τη μάθηση ελκυστική για τα παιδιά».
Ο επίκουρος καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, Δημήτρης Ζάχος, παρατήρησε ότι η πανδημία «χτύπησε σε μεγαλύτερα ποσοστά τους φτωχούς, τους μετανάστες και πρόσφυγες, τους πολιτισμικά/εθνοτικά διαφορετικούς», σημειώνοντας:
«Τα διαδικτυακά μαθήματα χρειάζονται υπολογιστές και αξιόπιστη σύνδεση στο Ίντερνετ και υπάρχουν οικογένειες που δεν έχουν εξοπλισμό ή έχουν έναν υπολογιστή για τρία ή τέσσερα παιδιά. Επίσης, τα ονλάιν μαθήματα χρειάζονται χώρο, που αν είναι περιορισμένος είναι πολύ δύσκολο για ένα παιδί να τα παρακολουθήσει, ενώ, εκτός από το θέμα του χώρου, ρόλο παίζουν και το εάν υπάρχει επαρκής φωτισμός ή καλή θερμοκρασία του σπιτιού».
Ο κ. Ζάχος ανέδειξε και το πρόβλημα της σίτισης των παιδιών, παρατηρώντας ότι το κλείσιμο των σχολείων δημιουργεί επιπροσθέτως προβλήματα υγείας σε κάποια παιδιά, καθώς σε ορισμένα σχολεία παρέχονταν γεύματα στα μέλη των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία τώρα στερούνται.
Επιπλέον, έκανε λόγο για αύξηση των ρατσιστικών περιστατικών και της βίας κατά των γυναικών σε όλο τον κόσμο κατά την περίοδο της πανδημίας.
Η αύξηση των περιστατικών βίας εμφανίζεται και στις κοινότητες μεταναστών και προσφύγων, όπως περιέγραψε ο επιχειρησιακός διευθυντής των «Γιατρών του Κόσμου», Αναστάσιος Υφαντής, αναφέροντας ότι η αύξηση της βίας ανάμεσα στις κοινότητες προσφύγων και κατά των Αρχών σημειώθηκε ως αντίδραση στα περιοριστικά μέτρα, βία στην οποία όμως συχνά γίνονται μάρτυρες τα παιδιά. Στα παιδιά μεταναστών και προσφύγων παρατηρούνται επιπλέον, είπε, και τραυματικές εμπειρίες λόγω των συνθηκών περιορισμού τους στις δομές.
Τέλος, περιέγραψε ότι κατά την περίοδο της πανδημίας εντάθηκαν μια σειρά από προβλήματα που τα παιδιά των προσφύγων και μεταναστών αντιμετώπιζαν ήδη εδώ και πολλά χρόνια, όπως η δυσκολία, ιδίως στο κέντρο της Αθήνας, εύρεσης θέσης στα σχολεία, «αν και αρκετοί διευθυντές δηλώνουν τα παιδιά ως ακροατές για να μπορούν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα».
Η δυσκολία εύρεσης θέσης σε σχολεία δεν υπάρχει, όμως, μόνο στο κέντρο της Αθήνας. Ως παράδειγμα η Βασιλική Κατσομαλιάρη, συντονίστρια εκπαίδευσης για την οργάνωση SolidarityNow στη Νότια Ελλάδα, παρουσίασε τη δομή της Ριτσώνας, όπου τα παιδιά δεν ξεκίνησαν καν το σχολείο από το πρώτο λοκντάουν, γιατί το καμπ παρέμεινε σε περιορισμό, ενώ γενικότερα υπάρχει έλλειψη διαθέσιμων θέσεων στα κοντινά σχολεία της δομής.
Η κ. Κατσομαλιάρη συμφώνησε ότι η πανδημία έχει αναδείξει θέματα που υπήρχαν ήδη, «όπως οι εμβολιασμοί, η απόδοση ΠΑΑΥΠΑ ή οι μετακινήσεις, θέματα που ταλανίζουν το εκπαιδευτικό σύστημα και τα οποία συντελούν στον κοινωνικό αποκλεισμό». Σε αυτά ήρθαν να προστεθούν και νέα ζητήματα, κυρίως η δυσκολία πρόσβασης των παιδιών στην τηλεκπαίδευση. «Μπορεί σε ένα κοντέινερ στα καμπς να ζει επταμελής οικογένεια με πέντε παιδιά, που διαθέτει ένα κινητό τηλέφωνο για να έχουν πρόσβαση στην τηλεκπαίδευση», πρόσθεσε και ανέδειξε ως καλή πρακτική την επίλυση της απουσίας ίντερνετ με την πρόσβαση χωρίς χρέωση δεδομένων σε ψηφιακές πλατφόρμες που χρησιμοποιεί το υπουργείο Παιδείας (zerorating).
Σημειώνεται ότι η διαδικτυακή εκδήλωση για τις προκλήσεις της πανδημίας στη διαπολιτισμική εκπαίδευση οργανώθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού έργου «IntegratEd: Promoting Meaningful Integration of Third Country National Children to Education», στο οποίο συμμετέχει το ΚΜΟΠ. Το πρόγραμμα έχει ως στόχο την ενίσχυση της συμμετοχής των νεοαφιχθέντων παιδιών-υπηκόων τρίτων χωρών στην εκπαίδευση και την καταπολέμηση των διακρίσεων που βιώνουν εντός του σχολικού περιβάλλοντος.