Η «μάχη της Ιστορίας» ξεκινάει εκ νέου στην εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας και νέα βιβλία γράφονται για τη διδασκαλία της. Εν αναμονή… θυμάτων, έμπειρος πανεπιστημιακός και συγγραφέας σχολικών βιβλίων δήλωνε χθες στα «ΝΕΑ»: «Στη χώρα μας ένα βιβλίο Ιστορίας είναι σαν μια κροτίδα…».
Δεκατρία χρόνια μετά την πολιτική «θύελλα» που προκάλεσε το περίφημο βιβλίο της Μαρίας Ρεπούση και τις πολιτικές «τιμωρίες» που επιφύλαξε σε όσους το στήριξαν τα σχολεία παραμένουν με προγράμματα σπουδών αλλά και βιβλία από το 2003, καθώς τρεις φορές, τρεις διαφορετικές ομάδες εμπειρογνωμόνων παρέδωσαν τρία διαφορετικά «πακέτα» σπουδών, αλλά τρεις φορές αυτά ακυρώθηκαν…
Πιστό σε αυτή την παράδοση, το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής κατήργησε την περασμένη Παρασκευή τα προγράμματα σπουδών για την Ιστορία που είχε συντάξει ομάδα ιστορικών υπό τον ιστορικό Πολυμέρη Βόγλη επί των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, τα συγκεκριμένα προγράμματα σπουδών ήταν έτοιμα από το 2017, αλλά ούτε ο ίδιος ο πρώην υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου δεν τα προώθησε στα σχολεία, ούτε ζήτησε τη συγγραφή βιβλίου που θα τα θεμελίωνε. Γιατί; Θα το κρίνει η… Ιστορία. Ο ίδιος, αποφεύγοντας την «καυτή πατάτα» του μαθήματος της Ιστορίας, φρόντισε να περάσει σε ΦΕΚ την εφαρμογή των νέων προγραμμάτων λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές, βλέποντας την πολιτική ανατροπή που ερχόταν και πιθανά σκεφτόμενος «ας το λύσουν οι επόμενοι»…
Τι αλλάζει στη διδασκαλία
Η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και το ΙΕΠ αποφάσισαν να παίξουν τώρα το δικό τους «χαρτί» και επαναφέρουν από την επόμενη σχολική χρονιά στα σχολεία τα προγράμματα σπουδών που συντάχθηκαν το 2014-2015 από επιτροπή εκπροσώπων όλων των ιστορικών τμημάτων της χώρας και την οποία συντόνισε ο ιστορικός του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιάκωβος Μιχαηλίδης. Τα προγράμματα αυτά παραδόθηκαν το 2014, αλλά επίσης δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, καθώς ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, τα προγράμματα αυτά είναι έτοιμα και έχουν ήδη πληρωθεί. Απομένει μόνο η συγγραφή βιβλίων.
Ετσι και σύμφωνα με πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», στα προγράμματα που θα προωθηθούν από την επόμενη σχολική χρονιά η διδασκαλία της Ιστορίας θα είναι θεματική. Στο Δημοτικό η προσέγγιση θα είναι πιο εθνοκεντρική και θα παρουσιάζεται η μυθολογία. Στο Γυμνάσιο θα ακολουθεί η σπειροειδής διδασκαλία Αρχαιότητας, Βυζαντίου, Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας. Στο Λύκειο θα μπαίνουν θεματικές ενότητες, ενώ προβλέπεται και κατεύθυνση «Το εργαστήρι της Ιστορίας».
Τα προγράμματα του 2014 που επανέρχονται στηρίχθηκαν στην πρώτη ομάδα ιστορικών που είχε συγκεντρωθεί επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου το 2011-2012 και η οποία είχε παρουσιάσει αποτελέσματα, αλλά στη συνέχεια προέκυψαν διαφωνίες και οξείες συγκρούσεις μεταξύ ιστορικών. Η τότε υπουργός για να λύσει τον «γόρδιο δεσμό» συγκάλεσε τη «συνέλευση» όλων των ιστορικών τμημάτων της χώρας. Ειδικά δε εκείνων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης που είχαν μείνει έξω από τη συζήτηση, εκφράζοντας, όπως ήταν φυσικό, σοβαρές αντιρρήσεις.
Η «μάχη» της ιστορίας
Βέβαια, στον υπόλοιπο πλανήτη η συζήτηση είναι τελείως διαφορετική. Πώς πρέπει να διδάσκεται η Ιστορία; Πολλές χώρες δεν χρησιμοποιούν καν βιβλία στις τάξεις (ειδικά δε όχι ένα και μοναδικό σύγγραμμα) αλλά μεθοδολογία στη διδασκαλία του μαθήματος με ανοικτές πηγές, έρευνα κ.λπ.
Το δίλημμα ωστόσο παραμένει: Πιο πολύ εθνική ιστορία ή πιο πολύ σύγχρονη και διεθνή; Οι ιστορικές σχολές επί χρόνια μάχονται. Πρέπει η Ιστορία να εσωτερικεύει τους λαϊκούς μύθους του έθνους ή πρέπει να υπερισχύει η ακριβής καταγραφή των γεγονότων με βάση την ιστορική τεκμηρίωση; Η αλήθεια ίσως βρίσκεται στη μέση.
Το αδιέξοδο θα κληθεί να λύσει εκ νέου (εάν ποτέ η δουλειά της φτάσει στα σχολεία) η ομάδα του κ. Μιχαηλίδη, τον οποίο «ΤΑ ΝΕΑ» βρήκαν στο εξωτερικό χωρίς να έχει ακόμη ενημερωθεί με λεπτομέρειες για τις εξελίξεις. Ο ίδιος λέει ότι εάν υπάρχουν «μάχες» για την Ιστορία είναι παρωχημένες, «καθώς η εκπαίδευση πηγαίνει μπροστά και υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά θέματα για να λύσουμε, όπως για παράδειγμα η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών ή η αναδιαμόρφωση της ύλης ώστε να διδάσκεται ολόκληρη».
«Με στενοχωρεί το γεγονός ότι προγράμματα σπουδών ακυρώνονται χωρίς καν να ενημερωθούν όσοι δούλεψαν σε αυτά» λέει ο κ. Μιχαηλίδης. «Στην περίπτωσή μας, το 2015 η καινούργια κυβέρνηση είχε αποσύρει τα προγράμματα που είχαμε συντάξει χωρίς να μας το πει κανείς. Το μάθαμε από τις εφημερίδες. Σε κάθε περίπτωση επιστήμονες είμαστε, σεβόμαστε τις αποφάσεις της Πολιτείας, αλλά οι συζητήσεις περί συντηρητικών και προοδευτικών προγραμμάτων είναι πραγματικά αποπροσανατολιστικές. Εάν κάποιος έχει εθνική συνείδηση, δημοκρατική και κοινωνική, ξέρει ότι σέβεται όλους τους πολιτισμούς και όλους τους ανθρώπους».
Για τα προγράμματα σπουδών και τη χρησιμοποίησή τους την επόμενη χρονιά λέει ότι «θα δούμε αν χρειάζονται αλλαγές ή τροποποιήσεις. Κυρίως ενδιαφέρει η προσπάθεια να γίνουν χρηστικά. Είναι άλλο θέμα τι λέμε εμείς επιστημονικά και άλλο τι καταλαβαίνουν τα παιδιά».
Τα προγράμματα που καταργήθηκαν
«Τα Προγράμματα Σπουδών της Ιστορίας του 2019 είχαν σημαντικά επιστημονικά και παιδαγωγικά προβλήματα και διακρίνονταν για την αποσπασματικότητά τους» ανακοίνωσε για το θέμα το ΙΕΠ. «Τα μειονεκτήματα αυτά προκάλεσαν την κριτική της επιστημονικής κοινότητας των ιστορικών και όχι μόνο. Επιπλέον, την εκπόνηση των εν λόγω προγραμμάτων δεν ακολούθησε η έκδοση σχολικών βιβλίων για την υποστήριξή τους στη σχολική πράξη».
Από την πλευρά τους τα μέλη της Επιτροπής για τη εκπόνηση των προγραμμάτων Κώστας Κασβίκης, Γιώργος Κόκκινος, Χριστίνα Κουλούρη, Αγγελος Παληκίδης, Βασίλης Τσάφος και ο πρόεδρός της Πολυμέρης Βόγλης αναφέρουν ότι «εκφράζουμε την απογοήτευσή μας ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και πολίτες αυτής της χώρας για τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις διαχειρίζονται διαχρονικά το μάθημα της Ιστορίας. Επί σειρά ετών έχουμε μετάσχει σε επιτροπές που είχαν συστήσει υπουργοί διαφορετικών κυβερνήσεων (Διαμαντοπούλου, Μπαμπινιώτης, Φίλης, Γαβρόγλου) και εργαστήκαμε αμισθί με μοναδικό στόχο τον εκσυγχρονισμό της σχολικής ιστορίας, ώστε να ευθυγραμμιστεί επιτέλους με τα διεθνή επιστημονικά δεδομένα και τα κεκτημένα της ακαδημαϊκής ιστορίας». «Ωστόσο, η σπατάλη ανθρώπινων και υλικών πόρων, ο φόβος της μεταρρύθμισης, η θεσμική αμνησία και η ιδεοληπτική αντιμετώπιση του μαθήματος εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να ανακόπτουν κάθε προσπάθεια ανανέωσης του περιεχομένου και του τρόπου διδασκαλίας της Ιστορίας, η οποία μένει μετέωρη και μονίμως εκκρεμής» τονίζουν.