Τη φιλοσοφία των διατάξεων για την ανώτατη εκπαίδευση ανέδειξε ο υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Βασίλης Διγαλάκης κατά την ομιλία του στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής του νομοσχεδίου «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις», την Τρίτη 9 Ιουνίου.
Πρώτιστος στόχος, όπως τόνισε ο κ. Διγαλάκης, είναι η διαμόρφωση ενός εξωστρεφούς και διεθνοποιημένου ελληνικού πανεπιστημίου κι ένα από τα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η ίδρυση των ξενόγλωσσων Προγραμμάτων Σπουδών.
Ο κ. Διγαλάκης σημείωσε πως τρέφει υψηλές προσδοκίες για τις δυνατότητες των ελληνικών ΑΕΙ, υπογραμμίζοντας ότι οι θέσεις που καταλαμβάνουν αυτήν τη στιγμή στις διεθνείς κατατάξεις (ένα μόνο ΑΕΙ βρίσκεται στην 454η θέση ενώ μόλις 5 βρίσκονται μεταξύ των θέσεων 500 έως 1000), δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα και αδικούν το υψηλό επιστημονικό έργο που παράγεται.
Τόνισε, δε, παρουσιάζοντας συγκεκριμένα στοιχεία, ότι είναι ακριβώς οι χαμηλοί δείκτες διεθνοποίησης των ελληνικών πανεπιστημίων που τους αφαιρούν τους περισσότερους πόντους στις διεθνείς αξιολογήσεις και αυτό πρόκειται να αλλάξει.
Παράλληλα, όμως, με την ανέλιξη στις διεθνείς κατατάξεις, τα ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών θα ευνοήσουν την κινητικότητα, τα προγράμματα ανταλλαγών και συνεργασιών και θα καλλιεργήσουν κουλτούρα πολίτη του κόσμου, καθιστώντας τη χώρα μας εκπαιδευτικό κέντρο στην ευρύτερη περιοχή, επισήμανε ο Υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Ο κ. Διγαλάκης αντέτεινε στους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης ότι οι διατάξεις για τα ξενόγλωσσα τμήματα είχαν εισαχθεί από το 2017, υπογραμμίζοντας ότι το τότε πλαίσιο ήταν προσχηματικό και αντιλειτουργικό και γι’ αυτό κανένα πρόγραμμα σπουδών δεν ιδρύθηκε έκτοτε.
Επανέλαβε ότι το Τμήμα -χωρίς υπουργική παρέμβαση- θα έχει τον πρωταρχικό λόγο, είτε μόνο του, είτε σε περίπτωση προγράμματος συνεργασίας μαζί με τα άλλα Τμήματα και τις Συγκλήτους προκειμένου να διαμορφωθούν και να λειτουργήσουν αυτά τα προγράμματα σπουδών και τόνισε ότι αρμόδια όργανα για την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία είναι η Σύγκλητος, η Επιτροπή του Προγράμματος και ο Διευθυντής του Προγράμματος. Διδάσκοντες σε αυτά τα προγράμματα θα μπορούν να είναι το ήδη υπάρχον εκπαιδευτικό προσωπικό – αφού πρώτα εξαντλήσει τις υποχρεώσεις του στα ελληνόγλωσσα προγράμματα σπουδών- καθώς και νέοι έλληνες επιστήμονες που ζουν στη χώρα ή επιθυμούν να επιστρέψουν από το εξωτερικό.
Ο Υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων έκανε ξεχωριστή αναφορά και στην ίδρυση προγραμμάτων διπλής ειδίκευσης, τα οποία ενισχύουν τη διεπιστημονικότητα, τις συνεργασίες, την ανταγωνιστικότητα και αξιοποιούν καλύτερα τους πόρους των ελληνικών πανεπιστημίων. Γι’ αυτό και, όπως ανακοίνωσε από το βήμα της Βουλής ο κ. Διγαλάκης, τα διπλής ειδίκευσης προγράμματα θα επεκταθούν και σε ελληνόγλωσσα το επόμενο διάστημα.
Παράλληλα, σημείωσε, για πολλοστή φορά τις τελευταίες ημέρες, ότι τα ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών απευθύνονται αποκλειστικά σε αλλοδαπούς φοιτητές και δεν υπάρχει κανένα θέμα συνταγματικότητας ή ευρωπαϊκού δικαίου.
Από το ισχύον καθεστώς «διασφαλίζεται πλήρως η πρόσβαση των Ελλήνων πολιτών στο αγαθό της δημόσιας εκπαίδευση», ενώ οι αλλογενείς ή οι αλλοδαποί και επομένως και οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, ούτως ή άλλως μπορούν και με το υφιστάμενο καθεστώς να ενταχθούν στα ήδη υπάρχοντα προγράμματα σπουδών, μπορούν παράλληλα να εγγραφούν και στα νέα ξενόγλωσσα με την καταβολή διδάκτρων, τόνισε ο Υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο κ. Διγαλάκης επισήμανε ότι τα πανεπιστήμια διεθνώς βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε μία πορεία συνεχών μεταρρυθμίσεων για την αποτελεσματικότερη προσαρμογή τους σε ένα όλο και πιο ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον, βαδίζοντας στον 21ο αιώνα και συνδιαμορφώνοντας τους όρους -τεχνολογικούς αλλά και κοινωνικούς- για τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή και την 4η βιομηχανική επανάσταση.
Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η πολιτική στην ανώτατη εκπαίδευση είχε ως μόνο στόχο την επιστροφή στον νόμο του 1982, όπως υπενθύμισε καταλήγοντας ο κ. Διγαλάκης, η σημερινή κυβέρνηση εισάγει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις ώστε τα ελληνικά πανεπιστήμια να καταστούν ανταγωνιστικοί συνοδοιπόροι σε αυτό το ταξίδι.