Παράταση για άλλους 4 μήνες, από Μάιο έως και Αύγουστο, έλαβε το μέτρο της μείωσης του 40% των ενοικίων σε όσους εργαζόμενους παραμείνουν σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας. Από την άλλη, το κράτος θα κληθεί να καλύψει το ένα τρίτο των απωλειών των ιδιοκτητών ακινήτων υπό μορφή «φορολογικού κουπουνιού».
Οι κυβερνητικές αποφάσεις για το θέμα προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ) που χαρακτήρισε τους ιδιοκτήτες των ακινήτων πολίτες Β’ κατηγορίας.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης το μέτρο του -40% παρατείνεται και για τους μήνες Μάιο έως και Αύγουστο στοχευμένα και ως εξής:
1. Οι πληττόμενες επιχειρήσεις δικαιούνται το κούρεμα του ενοικίου και για τον μήνα Μάιο.
2. Οι εργαζόμενοι που θα παραμείνουν σε αναστολή θα δικαιούνται επίσης το -40% για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναστολή. Επίσης, από χθες με νομοθετική ρύθμιση διευκρινίστηκε ότι η έκπτωση ισχύει ακόμη και αν το ακίνητο είναι στο όνομα της συζύγου ή του συζύγου.
3. Για τον κλάδο της εστίασης, θα υπάρξει κούρεμα κατά 40% και τον Ιούνιο παρά το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις θα έχουν ήδη μπει σε λειτουργία από τις 25 Μαΐου.
4. Για τους τομείς τους τομείς των μεταφορών, του τουρισμού, του πολιτισμού και του αθλητισμού, το «κούρεμα» θα διαρκέσει έως και τον Αύγουστο.
Το ποσό της απώλειας εισοδήματος για τους ιδιοκτήτες θα υπολογιστεί στην ηλεκτρονική πλατφόρμα που θα θέσει σε λειτουργία η ΑΑΔΕ, Από αυτό το ποσό (το οποίο θα πρέπει να διασταυρώνεται ότι δηλώνεται κανονικά στην εφορία μέσα από το μισθωτήριο συμβόλαιο) το κράτος θα επιστρέψει το 1/3 όπως άλλωστε τόνισε ο υφυπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης.
ΠΟΜΙΔΑ: Παρατείνεται το «κουβαρνταλίκι» σε βάρος των ιδιοκτητών
Τη διαμαρτυρία της για τη συνεχιζόμενη μείωση των ενοικίων εκφράζει σε σημερινή της ανακοίνωση η Πανελλήνιος Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ), επισημαίνοντας ότι «γίνεται καθημερινά δέκτης εντονότατων διαμαρτυριών από αγανακτισμένους ιδιοκτήτες ακινήτων από όλη τη χώρα, που, αντί να καθιερωθεί επιδότηση ενοικίου εκεί που πράγματι χρειάζεται, βλέπουν να παρατείνεται το ίδιο «κουβαρνταλίκι» σε βάρος τους χωρίς ορατό τέλος και χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίβαρο υπέρ τους».
Στην ανακοίνωση της η ΠΟΜΙΔΑ εκφράζει τη λύπη της για:
– « Τη συνεχιζόμενη παράλειψη σε όλες τις ομιλίες του πρωθυπουργού, οποιασδήποτε αναγνώρισης ή και έστω απλής αναφοράς στην επίλυση των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί σε βάρος των ιδιοκτητών ακινήτων, από τις πολιτικές προστασίας όλων σχεδόν των υπολοίπων επαγγελματικών και κοινωνικών ομάδων, προς τις οποίες η μείωση των ενοικίων προβάλλεται ως κυβερνητική παροχή. Η αδικαιολόγητη αυτή παράλειψη, που μοιραία δίνει τον τόνο της πλήρους διαδικαστικής και ουσιαστικής αδιαφορίας από όλη την κυβέρνηση για τις συνέπειες της μείωσης ενοικίων, δημιουργεί συνεχώς εντεινόμενο και ήδη εκρηκτικό αίσθημα αποξένωσης και κραυγαλέας κοινωνικής αδικίας σε βάρος τους, που οι αρμόδιοι δεν μπορεί να συνεχίσουν να αγνοούν.
– Την συνεχιζόμενη έλλειψη οποιασδήποτε σαφούς δέσμευσης τόσο για τον τερματισμό αυτής της αφαίμαξης, όσο και για ουσιαστική φορολογική ελάφρυνση των εκμισθωτών από τη συνεχιζόμενη αναγκαστική μείωση μισθωμάτων, που μας προδιαθέτει για «μεσοσταθμικές» αλχημείες καθαρά επικοινωνιακού τύπου και χωρίς αποκατάσταση τουλάχιστον του 50% της ζημιάς του κάθε ιδιοκτήτη…
-Την έλλειψη οποιουδήποτε φορολογικού κινήτρου για όσους ιδιοκτήτες ακινήτων θελήσουν «οικειοθελώς» να συνεχίσουν τη μείωση αυτή για τους επόμενους μήνες του έτους, ώστε να βοηθήσουν τους ενοικιαστές τους.
-Την έλλειψη πρακτικού τρόπου αντιμετώπισης της άρνησης μερίδας ενοικιαστών να καταβάλουν το 60% του μισθώματος, που θα έπρεπε να είναι εξ αρχής προϋπόθεση για τη μείωση, ενόσω παρεμποδίζεται η προσφυγή στη δικαιοσύνη, σύμφωνα με την τελευταία απόφαση λειτουργίας των δικαστηρίων.
-Την συνεχιζόμενη έλλειψη πλατφόρμας δήλωσης της μείωσης ενοικίου από τους αυτοαπασχολούμενους ελεύθερους επαγγελματίες-επιστήμονες, οι οποίοι συνεχίζουν να επιβάλλουν αυθαίρετες μειώσεις μισθωμάτων στους εκμισθωτές τους χωρίς καμμιά τεκμηρίωση και χωρίς δυνατότητα των ιδιοκτητών να αποδείξουν τις μειώσεις αυτές, οπότε και θα χάσουν και κάθε σχετική «ελάφρυνση»».