Διάκριση καλής πρακτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τον σχεδιασμό και λειτουργία εγκαταστάσεων επεξεργασίας υγρών αποβλήτων, απέσπασε το Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Χημείας & Επεξεργασίας Υδάτων και Υγρών Αποβλήτων, του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στο πλαίσιο προγράμματος «INTERREG-Europe- Δίκτυα Δήμων της Ευρώπης».
Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες του τμήματος Χημικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΠΔΜ κατάφεραν, μέσα από καινοτόμες μεθόδους επεξεργασίας αποβλήτων και παρεμβάσεις στον σχεδιασμό και τη λειτουργία των εγκαταστάσεων, να μειώσουν την παραγωγή απορριπτόμενης λάσπης κατά 90%.
Η επιστημονική υπεύθυνη του Τμήματος Χημικών Μηχανικών, καθηγήτρια Ελισάβετ Αμανατίδου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ανάφερε ότι «η συγκεκριμένη μέθοδος που αναπτύχθηκε στο εργαστήριο, εφαρμόστηκε στις εγκαταστήσεις βιολογικού καθαρισμού σφαγείου στην Αλμωπία της Πέλλας με θεαματικά αποτελέσματα, επέφερε μείωση της λάσπης κατά 90% και μείωση του ενεργειακού κόστους λειτουργίας του βιολογικού καθαρισμού κατά 50%».
Η κ. Αμανατίδου σημείωσε ότι όταν πρωτοπαρουσιάστηκε η συγκεκριμένη μέθοδος στην επιστημονική κοινότητα αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη «αλλά μετά από συνεχόμενες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά πείσαμε ότι όσα έχουμε καταφέρει είναι πραγματικότητα».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη λειτουργία των βιολογικών καθαρισμών σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα περισσότερο, είναι η απόθεση της παραγόμενης λάσπης που πρέπει να γίνεται με ειδικές πρακτικές που είναι ακριβές, ενώ από την άλλη δημιουργούν πληρότητα στους οργανωμένους Χώρους υγειονομικής ταφής υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ). Επίσης, η λάσπη από τους βιολογικούς καθαρισμούς ευθύνεται σε ποσοστό 2,5 % στην παραγωγή αερίων θερμοκηπίου.
Η κ. Αμανατίδου εξήγησε ότι το ενεργειακό κόστος στη λειτουργία των βιολογικών καθαρισμών από τη διαχείριση της λάσπης είναι μεγάλο και ότι «τα ποσοστά της μείωσης της που πετύχαμε, συμβάλλουν στην ελάφρυνση του ενεργειακού κόστος λειτουργίας των εγκαταστάσεων κατά 50%».
Ανάφερε ακόμη ότι η μέθοδος δοκιμάστηκε σε δύο σφαγεία και δύο κονσερβοποιεία στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία και το επόμενο βήμα είναι «η εκ νέου επαναβεβαίωση των αποτελεσμάτων και ταυτόχρονα η δημιουργία τεχνικών χαρακτηριστικών στο πλαίσιο της “Αειφόρου λειτουργίας των εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού”, που θα προταθούν στην ΕΕ ώστε οι προδιαγραφές κατασκευής και λειτουργίας τους».
Κατέληξε λέγοντας ότι με μικρό επενδυτικό κόστος, οι δημοτικές αρχές πόλεων στις οποίες λειτουργούν βιομηχανίες που παράγουν λάσπη, «μπορούν από τώρα να χρησιμοποιήσουν την καινοτόμα μέθοδο μας προφυλάσσοντας το περιβάλλον και συμβάλλοντας στην αειφορία».