Σημεία ομιλίας του Υφυπουργού Παιδείας Θ. Π. Παπαθεοδώρου στη συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.)» με ημερομηνία : 26/03/2013
«Κυρίες και Βουλευτές, άκουσα με προσοχή τις εισηγήσεις όλων των Βουλευτών και διαπιστώνω ότι οι πολλές και διαφορετικές απόψεις όταν στηρίζονται, ορισμένες φορές, σε ουσιαστικά επιχειρήματα, μπορούν να συμβάλουν σε έναν εποικοδομητικό διάλογο, ο οποίος ξεκίνησε -ούτως ή άλλως- κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων.
Έχουν κατατεθεί επιμέρους τροποποιητικές ρυθμίσεις επί του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου, οι οποίες είναι αποτέλεσμα του συγκεκριμένου διαλόγου. Θα επανέλθω στο τέλος της τοποθέτησής μου για τις συγκεκριμένες τροπολογίες, όπως επίσης και για την τροπολογία η οποία έχει ενταχθεί στο συγκεκριμένο σχέδιο νόμου και την ανέφερε προηγουμένως ο κ. Κουράκης, αλλά και πολλοί άλλοι Βουλευτές.
Κατά τη δική μας θεώρηση, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και του εκπαιδευτικού είναι ένα από τα κυρίαρχα ζητήματα σήμερα τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Κατά την άποψή μας, η διαμόρφωση του περιεχομένου της εξαρτάται από το μοντέλο που υιοθετείται κάθε φορά, καθώς και από τις στοχεύσεις που έχει η συγκεκριμένη διαδικασία.
Υπογραμμίζω εξαρχής ότι η αξιολόγηση και η διασφάλιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου, την οποία εισηγούμαστε με το παρόν σχέδιο νόμου, είναι μια πεποίθηση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας που σηματοδοτεί μια γενικότερη αντίληψη και φιλοσοφία η οποία έχει ως κεντρικό άξονα τη διαμόρφωση ενός δίκαιου, αξιοκρατικού και ασφαλούς συστήματος κατοχύρωσης της ποιότητας τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ας δούμε, όμως, τη μεγαλύτερη εικόνα. Την τελευταία δεκαετία όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις των αξιολογικών τους πρακτικών και μεθόδων με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν διεξαχθεί, έχει προκύψει ότι παρά τις διαφορές των μοντέλων που υιοθετήθηκαν, παρά τις διαφορετικές αντιλήψεις ως προς τη δομή και το περιεχόμενο της αξιολόγησης, διαπιστώνονται τέσσερις σταθερές.
Η πρώτη σταθερά είναι ότι η διαδικασία αξιολόγησης μετακινείται από τα πρόσωπα στη σχολική μονάδα, στην οποία δίνεται όλο και μεγαλύτερη αυτονομία.
Η δεύτερη σταθερά είναι ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αποτελεί μέρος της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, δηλαδή της αυτοαξιολόγησης ως μία πρώτη βαθμίδα. Αυτό κάνουμε σήμερα με την εφαρμογή του θεσμού της αυτοαξιολόγησης όλων των σχολικών μονάδων, ενώ μέχρι τη φετινή χρονιά η εφαρμογή του συγκεκριμένου θεσμού είχε μόνο πιλοτικό χαρακτήρα σε εξακόσιες σχολικές μονάδες, σε εξακόσια σχολεία σε όλη την επικράτεια.
Η τρίτη σταθερά είναι ότι ο εκπαιδευτικός αναπτύσσεται μέσω της αξιολόγησης και βελτιώνει την ποιότητα του έργου του.
Η τέταρτη σταθερά έγκειται στο ότι γίνεται εμφανής η τάση για αλληλοσυσχέτιση και για διασύνδεση της εσωτερικής με την εξωτερική αξιολόγηση. Γι’ αυτό τονίζεται ότι μας ενδιαφέρει η διαμόρφωση ενός ασφαλούς και δίκαιου περιβάλλοντος αξιολόγησης.
Η διεύρυνση των τάσεων που επικρατούν διεθνώς, αλλά ιδιαίτερα στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέχει ορισμένες πρώτες εκτιμήσεις και επιβεβαιώνει ότι ο ρόλος της αξιολόγησης συνδέεται όλο και περισσότερο με την ποιότητα της εκπαίδευσης και με τη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας λειτουργώντας ως μηχανισμός ανατροφοδότησης και εποπτείας. Αυτό επιδιώκουμε με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου.
Βεβαίως, τα συστήματα αξιολόγησης στις διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφέρουν και ως προς τις άλλες αρχές, αλλά και ως προς τις μεθόδους εφαρμογής. Επομένως, η αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης αποτελεί μία πολιτική, κοινωνική και εκπαιδευτική αναγκαιότητα και καθιστά επιτακτική την αποτίμηση της λειτουργίας των αποτελεσμάτων του εκπαιδευτικού συστήματος σε πολλαπλά επίπεδα, δηλαδή σε ένα κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο το οποίο θα έχει διαστάσεις επιστημονικές, εκπαιδευτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές με πολλαπλά σημεία αναφοράς, όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο, οι εκπαιδευτικές πολιτικές, τα μέσα εφαρμογής και το ανθρώπινο δυναμικό και πολλαπλούς αναδόχους, δηλαδή κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, εκπαιδευτική κοινότητα και κοινωνικούς εταίρους.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να μου επιτρέψετε να εκφράσω και εγώ με τη σειρά μου μία απορία που προήλθε από όλον αυτό το διάλογο. Μέχρι τώρα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων και διαβουλεύσεων, δεν ετέθη ένας βασικός προβληματισμός, δηλαδή ποιος είναι ο πραγματικός στόχος της αξιολόγησης και όχι ποιος υποπτευόμαστε ότι θα μπορούσε να είναι ο στόχος της αξιολόγησης, δηλαδή η απόλυση του εκπαιδευτικού.
Νομίζω, ότι αποτελεί πρωταρχικό ζητούμενο η αναζήτηση του μακροπρόθεσμου στόχου μιας τέτοιας διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της, γιατί κάθε σύστημα, οποιοδήποτε σύστημα, ιδιαίτερα στην εκπαιδευτική κοινότητα αξιολογείται με βάση τις διαπιστώσεις που γίνονται και με βάση τα αντικειμενικά προβλήματα που υπάρχουν. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να θυμίσω ότι αυτό γίνεται και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς να έχουν διορθωθεί όλα τα προβλήματα ή να έχουμε αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, μου κάνουν εντύπωση κάποιοι προβληματισμοί, γιατί πιστεύω ότι ο πρωταρχικός στόχος και προβληματισμός θα έπρεπε να ήταν αυτός, δηλαδή ποιος είναι ο στόχος μιας τέτοιας διαδικασίας.
Κατά την άποψή μας, σκοπός της αξιολόγησης είναι η βελτίωση -και μόνο η βελτίωση- της εκπαιδευτικής πράξης και της ποιότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων, καθώς και η ανάπτυξη των εκπαιδευτικών στο πλαίσιο της «Δια Βίου Μάθησης». Νομίζω ότι και σ’ αυτό υπήρχε συμφωνία όταν συζητούσαμε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων. Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να διαφωνεί με αυτήν την προοπτική, δηλαδή να διαφωνεί με το ότι η διαδικασία της αξιολόγησης είναι μία ανατροφοδοτική, υποβοηθητική διαδικασία, η οποία κατατείνει στο να υποστηριχθεί ο εκπαιδευτικός.
Υπάρχει πράγματι προβληματισμός στους κόλπους της εκπαιδευτικής κοινότητας, ο οποίος ως ένα βαθμό είναι λογικός, αν θεωρήσουμε ότι μέχρι σήμερα υπήρχε απουσία οποιουδήποτε αξιολογικού συστήματος. Όμως, από την άλλη πλευρά, θεωρώ ότι η κουλτούρα της αξιολόγησης δεν μπορεί να αναπτυχθεί από τη μία στιγμή στην άλλη. Από εκεί και πέρα, οφείλουμε να καταδείξουμε με συνομιλητή την εκπαιδευτική κοινότητα –και αυτό κάνουμε- την αναγκαιότητα θεσμοθέτησης της διαδικασίας αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. Κυρίως, όμως, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τους στόχους που θέτουμε με την αξιολόγηση, τις λειτουργίες και τις βελτιωτικές προοπτικές που αυτή θα επιφέρει στην ποιότητα της συνολικής διαδικασίας.
Ξεκινάμε με την Αρχή της Διασφάλισης της Ποιότητας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, τονίζοντας ότι αυτή η Αρχή διέπεται από μία ανεξαρτησία της λειτουργίας της. Μπορείτε να αμφισβητήσετε τις προθέσεις του Υπουργείου. Όμως, νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ορισμένα πράγματα, όταν αυτά προέρχονται από το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής, του οποίου την ανεξαρτησία δεν νομίζω ότι αμφισβητεί κανείς.
Στην εισηγητική έκθεση, λοιπόν, του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής επισημαίνεται ότι εφόσον η ανωτέρω Αρχή, δηλαδή η Αρχή της ΑΔΙΠΠΔΕ, δεν υπάγεται στο καθεστώς των πέντε συνταγματικώς καθορισμένων Ανεξάρτητων Αρχών, δεν δημιουργεί πρόβλημα ο διορισμός του Προέδρου της Αρχής από τον Υπουργό, κατόπιν γνώμης της αρμόδιας κατά τον Κανονισμό της Βουλής Επιτροπής. Επομένως, γίνονται αποδεκτές και η δομή, αλλά και η λειτουργία της Αρχής, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στη συγκεκριμένη Αρχή και στα μέλη της να έχουν και προσωπική, αλλά και λειτουργική ανεξαρτησία.
Μπορεί να υπάρχει καχυποψία για την ανεξαρτησία αυτής της Αρχής, αλλά αυτή η Αρχή δημιουργείται, έτσι ώστε να εξασφαλιστούν τα εχέγγυα αξιολόγησης τόσο σε πρωτοβάθμιο, όσο και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο.
Και όταν λέω σε «πρωτοβάθμια επίπεδο», εννοώ εσωτερικά στην Αρχή, αλλά και η Αρχή να διαδραματίσει το ρόλο μιας ανεξάρτητης αρχής για να εκδικάσει τις ενστάσεις. Και βεβαίως, αυτό που έχει σημασία είναι να μπορέσει ο εκπαιδευτικός, ο οποίος θα συμμετέχει στη διαδικασία αξιολόγησης, να έχει εμπιστοσύνη ότι το σύστημα αξιολόγησης έχει δικαιικές εγγυήσεις, δηλαδή παρέχει ασφάλεια δικαίου.
Και τώρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα απαντήσω σε τρεις από τις βασικές κριτικές οι οποίες ασκήθηκαν και οι οποίες, θα μου επιτρέψετε να πω, δεν αφορούν στο περιεχόμενο του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου, αλλά στο Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο θα έρθει αργότερα.
Ειπώθηκε, λοιπόν, ότι υπάρχει μονοπρόσωπη αξιολόγηση ή εικάζουμε ότι θα υπάρξει μονοπρόσωπη αξιολόγηση. Όταν η αξιολόγηση στο εκπαιδευτικό και στο διοικητικό έργο του εκπαιδευτικού προέρχεται κατά 40% από το διευθυντή και κατά 60% από το σχολικό σύμβουλο και βγαίνει ο μέσος όρος, αυτό αποτελεί μονοπρόσωπη αξιολόγηση;
Τα σημαντικά ερωτήματα είναι τα εξής:
Το αποτέλεσμα είναι ενιαίο; Θα αξιολογηθεί επί του ενιαίου αποτελέσματος;
Επομένως, επειδή το τονίσατε, κύριε Αμανατίδη, πάντα μιλάμε για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι είναι μόνιμοι. Δεν προβλέπεται αξιολόγηση των αναπληρωτών εκπαιδευτικών ούτε με άλλη σχέση εργασίας εκπαιδευτικών, οι οποίοι δεν έχουν μονιμότητα στο δημόσιο.
Από την άλλη πλευρά, γι’ αυτούς που αξιολογούνται ως ανεπαρκείς εσείς λέτε ότι μετά τη δεύτερη αρνητική κρίση θα απολυθούν. Επαναλαμβάνω λοιπόν –δεν μπορούμε να σας πείσουμε διαφορετικά, διότι παρατήρησα ότι έχετε όλοι ακριβώς την ίδια γραμμή στη συγκεκριμένη αποστροφή- και εγώ ότι προβλέπεται αξιολόγηση, για να υποβοηθηθεί ο εκπαιδευτικός. Άλλωστε, ξέρετε ότι οι διαδικασίες –και το έχουμε ξαναπεί αυτό και στην Επιτροπή- οι οποίες προβλέπουν την τύχη του εκπαιδευτικού όταν υπάρχει αρνητική κρίση επί του εκπαιδευτικού έργου, δεν προβλέπουν απόλυση για τον εκπαιδευτικό και είναι ειδικές οι συγκεκριμένες διατάξεις σε σχέση με τις γενικές.
Κύριε Πρόεδρε, θα μου επιτρέψετε να τελειώσω με την αναφορά που έγινε από τον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ –επειδή επικαλεσθήκατε και την ιδιότητά μου- σχετικά με την αντισυνταγματική διαδικασία προώθησης του Προεδρικού Διατάγματος και παράλληλα την εξουσιοδότηση που δήθεν δίνει η τροπολογία αυτή, για να προχωρήσουμε σε κατάργηση ή σε δημιουργία συγχωνεύσεων.
Κατ’ αρχάς, θα μου επιτρέψετε να πω ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν προέρχεται από τον ν.4009. Υπήρχε πάντα στην εκπαιδευτική νομοθεσία και επειδή πιστεύω ότι θα το αμφισβητήσετε φρόντισα να σας δώσω μια εμπεριστατωμένη απάντηση. Σας θυμίζω, λοιπόν, τα εξής:
Νόμος 1268/1982, άρθρο 6: «Με Προεδρικό Διάταγμα ύστερα από γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου της Παιδείας μπορεί να ιδρύονται, να συγχωνεύονται ή να κατατέμνονται ΑΕΙ, Σχολές ή Τμήματα». Το 1982 ήταν ΑΕΙ, Σχολές και Τμήματα. Τι δεν προέβλεπε τότε; Σας το λέω, για να σας διευκολύνω. Δεν προέβλεπε την κατάργηση.
Έρχεται εν συνεχεία ο νόμος του 1983, ο ν.1404 και λέει ότι η σύσταση, η συγχώνευση, η κατάργηση ή η κατάτμηση Τομέων γίνεται με υπουργική απόφαση.
Προχωρούμε στο νόμο του 1998: «Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ύστερα από γνώμη της Συγκλήτου του οικείου ΑΕΙ και του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να ιδρύονται, να καταργούνται, να συγχωνεύονται, να κατατέμνονται, να αλλάζουν γνωστικό αντικείμενο ή να μετονομάζονται ΑΕΙ, Σχολές, Τμήματα».
Ολοκληρώνω, κύριε Πρόεδρε. Σας ευχαριστώ για τη μικρή ανοχή στο χρόνο.
Ο ν. 4009 αναφέρεται στις Σχολές, διότι έχει καταργήσει τα Τμήματα, ενώ ο ν.4076 αναφέρει ότι μπορούν να συγχωνεύονται, να κατατέμνονται, να μετονομάζονται, να καταργούνται ΑΕΙ και να μεταβάλλεται η έδρα τους κ.λπ.
Τι γίνεται με τη συγκεκριμένη τροπολογία; Ακολουθείται ακριβώς η ίδια διαδικασία, απλούστατα προστίθενται οι Κατευθύνσεις, διότι μέσα από τις συγχωνεύσεις διαμορφώνονται αυτοτελείς Κατευθύνσεις. Οι φοιτητές αυτών των Κατευθύνσεων μπορούν σήμερα να έχουν επαγγελματικά δικαιώματα και δίδεται η δυνατότητα να αναγράφεται αυτό στο πτυχίο τους.
Δεν αλλάζει κάτι. Όπως υπήρχε ο Τομέας σε προηγούμενες νομοθετικές παρεμβάσεις και κατόπιν το Τμήμα, έτσι και οι Κατευθύνσεις προστίθενται γι’ αυτό το λόγο.
Καταλαβαίνω ότι μπορεί για εσάς –επειδή ούτε νομικά υπάρχει πρόβλημα, ούτε από την άποψη της εκπαιδευτικής πολιτικής- να είναι ένα ζήτημα στο οποίο να θέλετε να επενδύσετε πολιτικά. Αλλά από την άλλη πλευρά επειδή αναφερόμαστε σε μία εκπαιδευτική κοινότητα και σε φοιτητές, οι οποίοι αυτή τη στιγμή θέλουν την κατοχύρωση που είχαν των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων όταν το Τμήμα γίνεται αυτή τη στιγμή Κατεύθυνση σε ένα μεγαλύτερο Τμήμα, πιστεύω με μία δεύτερη σκέψη ότι μπορείτε να αναθεωρήσετε την άποψή σας».
Για την ομιλία πατήστε εδώ.