Τα κατάλοιπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Βόρεια Ελλάδα, αρχιτεκτονικά σύνολα που σχετίζονται με τη μνήμη των πολεμικών συρράξεων του 20ού αιώνα, αναζητά -μέσω των οχυρωματικών έργων που έχουν κατασκευαστεί στην περιοχή- η ερευνήτρια Δέσποινα Χαρίτου, υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με ειδίκευση στην Στρατιωτική Ιστορία, καταθέτοντας μάλιστα και μια ιδέα: την αξιοποίηση των οχυρωματικών έργων, “που συγκεντρώνονται σε μεγάλο αριθμό στα βορειοδυτικά προάστια της Θεσσαλονίκης”, ως ενός συνόλου που θα λειτουργεί εν είδει ανοιχτού μουσείου-πάρκου στρατιωτικής αρχαιολογίας στη Βόρεια Ελλάδα.
Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ- ΜΠΕ, η Δέσποινα Χαρίτου, που είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, υπό την επίβλεψη του αναπληρωτή καθηγητή του ΠΑΜΑΚ, Βλάση Βλασίδη, εξήγησε πως μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων η προσάρτηση νέων εδαφών της Μακεδονίας και Ηπείρου έφτασε “να επιτάσσει την κατασκευή οχυρωματικών έργων, τα οποία θα εξασφάλιζαν την πεδινή ζώνη και θα δημιουργούσαν αμυντική θωράκιση στην ελληνοβουλγαρική συνοριακή γραμμή”. Βασικό τεκμήριο της δραστηριότητας την εποχή εκείνη είναι τα οχυρωματικά έργα, που άφησαν πίσω τους αρχιτεκτονικά κατάλοιπα σε διάφορα σημεία της Βορείου Ελλάδος, κατάλοιπα τα οποία “θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αυτόνομοι ιστορικοί χώροι”, με πολλά να εντοπίζονται στην Θεσσαλονίκη.
“Τα κατάλοιπα αυτά προσφέρουν το πολεμικό αποτύπωμα της εποχής εκείνης, ένα ευρωπαϊκό αποτύπωμα”, καθώς αφορά την πορεία γενικότερα των στρατευμάτων της Αντάντ, εξηγεί η υποψήφια διδάκτωρ στο ΠΑΜΑΚ, που περιγράφει πως τον Οκτώβριο του 1915 τα συμμαχικά στρατεύματα, με την άφιξή τους στο λιμάνι της πόλης, “άρχισαν να οργανώνουν στρατόπεδα, να σκάβουν χαρακώματα και συγκροτήματα πολυβολείων από μπετόν αρμέ”, πολυβολεία εκ των οποίων έχουν εντοπιστεί και ταυτοποιηθεί “μέχρι στιγμής τα 30 περίπου”.
“Εκείνη την εποχή, του Μεγάλου Πολέμου, οχυρώνονται πόλεις-λιμάνια. Το γεγονός ότι αυτά τα οχυρωματικά έργα δεν απέκτησαν τον ρόλο για τον οποίο προορίστηκαν, δηλαδή δεν έγιναν μάχες εκεί, δημιουργεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον στο να γίνουν επισκέψιμα. Δεν καταστράφηκαν, βρίσκονται σε άριστη κατάσταση και μπορεί ο κόσμος να περιηγηθεί και να τα γνωρίσει από κοντά” προσθέτει η ερευνήτρια. Πρόκειται για πολυβολεία «που θα μπορούσαν να λάβουν τον όρο “Τα σύγχρονα τείχη της Θεσσαλονίκης’, αφού προορίστηκαν για την άμυνα των στρατιωτών και των κατοίκων της», πολυβολεία που είναι εφικτό να αξιοποιηθούν τουριστικά.
Οι δυνατότητες τουριστικής αξιοποίησης και το αντιπολεμικό μήνυμα
“Το σύνολο αυτών των σημείων συμπληρώνει το ιστορικό παζλ του τραυματικού παρελθόντος, όταν η Ελλάδα αποφάσισε να εξέλθει από την ουδετερότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο στρατιωτικός τουρισμός, με τις έτοιμες επί του εδάφους θέσεις χαρακωμάτων και οχυρών, θα μπορούσε λοιπόν να συνυπάρχει με το υφιστάμενο, διαρκώς εξελισσόμενο μοντέλο ειδικού τουρισμού σε ένα κοινό ιστορικό πλαίσιο” εξηγεί η κα.Χαρίτου.
Η ερευνήτρια εξηγεί δε πως η προσφορά τουριστικών υπηρεσιών υψηλού επιπέδου μπορεί να πλαισιωθεί και “από την υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων με επισκέψεις μαθητών και φοιτητών από χώρες του εξωτερικού με κοινό ιστορικό παρελθόν” ενώ μιλά για στρατηγικές συνεργασίες με πανεπιστήμια που μπορούν να μετατρέψουν τη Βόρειο Ελλάδα «σε πόλο έλξης ποιοτικού τουρισμού προσδίδοντας τον χαρακτήρα της “πολεμικής” περιοχής με αντιπολεμικό μήνυμα».