Συνεδρίασε για το θέμα η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Την άποψη ότι η σύνδεση μέρους της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων με δείκτες αξιολόγησης βρίσκεται σε «θετική κατεύθυνση», εκφράζει η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας της Θεσσαλονίκης, η οποία συνεδρίασε σχετικά με το σχέδιο νόμου του υπουργείου Παιδείας για την αξιολόγηση των Πανεπιστημίων. Αναλυτικά σε σχετική ανακοίνωσή της η Σύγκλητος του ΠΑΜΑΚ αναφέρει:
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας σε συνεδρίασή της στις 30.12.2019 διατύπωσε ομόφωνα τη θέση της, ότι η σύνδεση μέρους της χρηματοδότησης των ιδρυμάτων με δείκτες αξιολόγησης αποτελεί επιλογή η οποία βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση. Στη συζήτηση που έγινε, διαπιστώθηκε η ανάγκη ορισμένων διασαφήσεων, όσον αφορά την ανεξαρτησία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) απέναντι σε θεσμούς της εκτελεστικής εξουσίας, την ύπαρξη πόρων για τη στήριξη της λειτουργίας της νέας Αρχής αξιολόγησης και πιστοποίησης, καθώς και το εργασιακό καθεστώς των απασχολουμένων στον εν λόγω φορέα.
Όσον αφορά τη σύνθεση του Συμβουλίου αξιολόγησης και πιστοποίησης, προτάθηκε ο κλάδος των Οικονομικών Επιστημών, ο οποίος προφανώς στο σχέδιο νόμου υπονοείται ότι συμπεριλαμβάνεται στον κλάδο των Κοινωνικών Επιστημών, να αποτελέσει μαζί με τον κλάδο των Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών ξεχωριστό κλάδο πέραν αυτού της Νομικής επιστήμης. Επίσης, ο κλάδος των Καλών Τεχνών, ως κλάδος με ειδικά γνωστικά αντικείμενα, να αποτελέσει διαφορετικό κλάδο από αυτόν των ανθρωπιστικών επιστημών.
Η σύνδεση τμήματος της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων με αποτελέσματα της αξιολόγησής τους, όπως αναφέρθηκε αρχικά, κρίνεται ότι αποτελεί μια ορθή πολιτική επιλογή. Κινείται στην κατεύθυνση της κοινωνικής λογοδοσίας και της διαφάνειας όσον αφορά την κατανομή των πόρων. Ωστόσο, το πραγματικά φιλόδοξο αυτό σχέδιο δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς τη διάθεση των απαραίτητων πόρων για την υλοποίησή του. Ορθά επιλέγεται ένας συμβουλευτικός ρόλος για την ΕΘΑΑΕ, εφόσον η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί ευθύνη της εκάστοτε εκλεγμένης κυβέρνησης. Επίσης, σε καμία περίπτωση η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής δεν πρέπει να συνδεθεί με οιαδήποτε μείωση της χρηματοδότησης των ΑΕΙ από τα επίπεδα στα οποία αυτή σήμερα βρίσκεται.
Στη συνέχεια, διατυπώθηκαν παρατηρήσεις στους παρακάτω τρεις τομείς:
Με δεδομένα όσα αναφέρθηκαν, η συζήτηση προχώρησε στα κριτήρια και στους δείκτες ποιότητας με βάση τους οποίους θα επιλέγει να αξιολογηθεί ένα ΑΕΙ. Η πρώτη ομάδα δεικτών, επομένως και ο πρώτος τομέας με βάση τον οποίο ένα ΑΕΙ μπορεί να επιλέξει να αξιολογηθεί, είναι σε θέματα σχετιζόμενα με αυτό που το σχέδιο νόμου ονομάζει ποιότητα και αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ως ενδεικτικοί δείκτες αναφέρονται: η αριθμητική σχέση αποφοίτων προς τους εισερχόμενους φοιτητές, η αξιολόγηση των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών από τους φοιτητές και η πορεία επαγγελματικής απορρόφησης των αποφοίτων. Η σχέση αποφοίτων προς εισερχόμενους φοιτητές και κυρίως η επαγγελματική απορρόφηση των αποφοίτων είναι παράγοντες οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνονται εξωγενώς σε σχέση με τις προσπάθειες βελτίωσης που γίνονται στο εσωτερικό των ιδρυμάτων και εξαρτώνται πρωτίστως από αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας (αριθμός εισακτέων σε σχέση με τις υπάρχουσες υποδομές) και από τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Δεν είναι λογικό, για παράδειγμα, να αναζητείται ευθύνη σε ένα ίδρυμα όταν ο αριθμός των εισακτέων του ορίζεται αυθαίρετα από την πολιτική ηγεσία ή/και ο αριθμός των πρωτοετών του αυξάνεται σε απρόβλεπτο αριθμό λόγω ενός ανεξέλεγκτου συστήματος μετεγγραφών. Επίσης, αμφιβολίες εκφράστηκαν για το κριτήριο της επαγγελματικής απορρόφησης των αποφοίτων όταν είναι σε όλους γνωστό ότι για συγκεκριμένους επιστημονικούς κλάδους οι προοπτικές απασχόλησης ακόμη και εξαιρετικών αποφοίτων τους στα αντικείμενα στα οποία έχουν σπουδάσει είναι, εκ των πραγμάτων και για λόγους σχετιζόμενους με την αγορά εργασίας, εξαιρετικά περιορισμένες. Όσον αφορά το θέμα της αξιολόγησης των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών, επισημάνθηκε η ανάγκη περαιτέρω διευκρινίσεων. Το κύριο, κατά τη γνώμη της Συγκλήτου, αποτελεί η ύπαρξη διαδικασιών αξιολόγησης όλων των υπηρεσιών που σχετίζονται με την εκπαιδευτική διαδικασία, όπως αξιολόγηση διδακτικού έργου, αξιολόγηση βιβλιοθήκης, αξιολόγηση γραμματειών, αξιολόγηση υπηρεσιών σίτισης και φοιτητικής μέριμνας, καθώς και όλων των υπολοίπων υπηρεσιών του πανεπιστημίου οι οποίες σχετίζονται αμέσως ή εμμέσως με την εκπαιδευτική διαδικασία. Ειδικά η αξιολόγηση του διδακτικού έργου δεν μπορεί να παραβλέπει παράγοντες οι οποίοι έχουν επισημανθεί στη σχετική βιβλιογραφία και κατατείνουν σε μεροληπτικές απαντήσεις των φοιτητών, ανάλογα με το γνωστικό αντικείμενο, την ευκολία του μαθήματος, το φύλο του διδάσκοντα, το έτος σπουδών του ερωτώμενου, τον υποχρεωτικό ή κατ’ επιλογή χαρακτήρα του μαθήματος κ.ά.
Ο δεύτερος τομέας και ανάλογα οι προτεινόμενοι δείκτες αφορούν την ερευνητική δραστηριότητα. Οι προτεινόμενοι δείκτες είναι: η ερευνητική δραστηριότητα και ειδικότερα ο αριθμός των μελών του επιστημονικού προσωπικού που επιτυγχάνουν χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, ο αριθμός Κέντρων Αριστείας στην έρευνα, ο αριθμός διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού που έχει θέσεις σε κεντρικά όργανα διοίκησης διεθνών ακαδημαϊκών ή ερευνητικών οργανισμών ή διεθνών επιστημονικών εταιρειών, ο αριθμός δημοσιεύσεων ανά καθηγητή, ο αριθμός ετεροαναφορών ανά καθηγητή, ο αριθμός συμμετοχών σε διεθνή ακαδημαϊκά προγράμματα έρευνας και άλλα σχετικά. Στους δείκτες αυτούς θα μπορούσαν να προστεθούν ο αριθμός των Επώνυμων Εδρών των Τμημάτων και το έργο τους, μέσα από τις ερευνητικές εκθέσεις τις οποίες δημοσιοποιούν. Όπως, όμως, κάθε δείκτης έτσι και οι προτεινόμενοι έχουν τα προβλήματά τους. Ειδικότερα, οι δείκτες που αναφέρονται σε συμμετοχές σε κεντρικά όργανα διοίκησης διεθνών ακαδημαϊκών ή ερευνητικών ή διεθνών οργανισμών σε πολλά πανεπιστήμια και ειδικότερα στα μικρότερα πανεπιστήμια είναι πιθανότατα μηδενικοί, στα δε υπόλοιπα εξαιρετικά περιορισμένοι. Οι υπόλοιποι δείκτες που αφορούν συμμετοχές σε ερευνητικά προγράμματα χρηματοδότησης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, ο αριθμός Κέντρων Αριστείας κλπ, σχετίζονται στενά, πέρα από το μέγεθος των ιδρυμάτων, με το κατά πόσον αυτά έχουν σχολές και τμήματα σε γνωστικά αντικείμενα στα οποία διοχετεύονται τα μεγαλύτερα ποσά τα οποία σήμερα διατίθενται για ερευνητικούς σκοπούς. Πανεπιστήμια με ιατρικές σχολές, βιολογικές επιστήμες και πολυτεχνεία, καθώς και σχολές πληροφορικής, εκ των πραγμάτων τυγχάνουν μεγαλύτερης χρηματοδότησης σε σύγκριση με σχολές ή/και πανεπιστήμια που τα γνωστικά τους αντικείμενα κατά κύριο λόγο επικεντρώνονται στις Οικονομικές, Κοινωνικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες και Τέχνες. Το ίδιο πρόβλημα ουσιαστικά ανακύπτει όσον αφορά τη σύγκριση δεικτών που σχετίζονται με το πρότυπο δημοσιεύσεων και αναφορών ανά καθηγητή. Η υπάρχουσα βιβλιογραφία έχει πολλαπλώς επισημάνει τα διαφορετικά πρότυπα δημοσιεύσεων και αναφορών στο ερευνητικό έργο τα οποία αποκλίνουν από γνωστικό σε γνωστικό αντικείμενο. Απευθείας συγκρίσεις σχετικών δεικτών θέτουν εκ των πραγμάτων και συστηματικά σε δυσχερέστερη θέση τμήματα και πανεπιστήμια που επικεντρώνονται στην ανάπτυξη των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών και τεχνών. Για τους λόγους αυτούς, συνιστάται η συγκριτική αξιολόγηση ερευνητικών επιδόσεων να επικεντρώνεται σε συγκρίσεις ομοειδών ως προς το γνωστικό αντικείμενο ακαδημαϊκών μονάδων.
Ο τρίτος τομέας αφορά τη διεθνοποίηση των Ιδρυμάτων, με βάση δείκτες όπως ο αριθμός των αλλοδαπών φοιτητών σε αναλογία με τον συνολικό αριθμό εγγεγραμμένων φοιτητών, των αλλοδαπών που φοιτούν στο ίδρυμα μέσω ευρωπαϊκών και διεθνών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, φοιτητών που φοιτούν στο εξωτερικό, καθώς και ο αριθμός συμφωνιών συνεργασίας με ΑΕΙ της Ελλάδος ή του εξωτερικού.
Οι δυνατότητες διεθνοποίησης των πανεπιστημίων διαμορφώνονται ανάλογα με το μέγεθός τους και τη γεωγραφική τους θέση. Ιδρύματα με τμήματα διασπαρμένα στην περιφέρεια, μακριά από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, εκ των πραγμάτων εμφανίζουν χαμηλότερους δείκτες διεθνοποίησης από μεγαλύτερα και στα μεγάλα αστικά κέντρα ευρισκόμενα πανεπιστήμια.
Η πλειοψηφία των προβλημάτων που εντοπίσθηκαν στη συνεδρίαση της Συγκλήτου δεν αποτελούν ενστάσεις για την εφαρμογή μιας πολιτικής η οποία θα συνδέει τις επιδόσεις των πανεπιστημίων με μέρος της χρηματοδότησής τους. Ο στόχος της συζήτησης η οποία διεξήχθη είναι η διατύπωση προτάσεων με σκοπό τη βελτίωση των μέτρων και δεικτών συγκριτικής αξιολόγησης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Η συνεδρίαση κατέληξε σε δύο βασικές προτάσεις:
1. Ανάληψη περισσότερων πρωτοβουλιών συγκριτικής αξιολόγησης ταυτόχρονα με τις τρέχουσες διαδικασίες πιστοποίησης των ιδρυμάτων, με έμφαση στις διατμηματικές συγκρίσεις, μεταξύ δηλαδή ακαδημαϊκών μονάδων με παρεμφερή γνωστικά αντικείμενα.
2. Ακριβώς επειδή οι διαπανεπιστημιακές συγκρίσεις σε πολλές των περιπτώσεων αφορούν συγκρίσεις μεταξύ ιδρυμάτων με εγγενή πλεονεκτήματα/μειονεκτήματα και επιπρόσθετα σχετίζονται με εξελίξεις διαλαμβανόμενες ευρύτερα στην πολιτική και την κοινωνία, μια απευθείας σύγκριση δεικτών μεταξύ πανεπιστημίων μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα και σε περαιτέρω στρεβλώσεις. Ειδικότερα, προτείνεται κάθε πανεπιστήμιο στο πλαίσιο μιας προγραμματικής συμφωνίας που θα κάνει στο Υπουργείο – κάτι τέτοιο ούτως ή άλλως είναι εκ των ων ουκ άνευ – να παρουσιάζει τους δείκτες αυτοβελτίωσής του, οι οποίοι επετεύχθησαν στη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου. Δηλαδή οι συγκρίσεις μεταξύ των ιδρυμάτων να αφορούν συγκρίσεις ρυθμών βελτίωσης σε κάθε τομέα επίδοσης του ιδρύματος και όχι απευθείας συγκρίσεις δεικτών.