Η από 24.7.2015 επιστολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Σερβίας εστάλη προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο πριν από την Ε΄ Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη (Σαμπεζύ, 10-17.10.2015).
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΣΕΡΒΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ
ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Αρ. πρωτ. 439
Εν Βελιγραδίω την 24ην Ιουλίου 2015
Τω Παναγιωτάτω Αρχιεπισκόπω
Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης
και Οικουμενικώ Πατριάρχη
Κυρίω ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΩ
Εις Κωνσταντινούπολιν.
Παναγιώτατε,
Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την τακτικήν συνεδρίασίν Της του παρελθόντος Μαΐου ε.ε. εξήτασε την έκθεσιν των εκπροσώπων τής καθ΄ ημάς Τοπικής Εκκλησίας,
που αφορούσε εις την τρίτην συνάντησιν της Ειδικής Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον και αποφάσισεν όπως κοινοποιήση τας προτάσεις Αυτής διά την Πέμπτην Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, εν ταυτώ ειπείν διά την μέλλουσα Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας.
Η απόφασις και αι προτάσεις της ημετέρας Συνόδου της Ιεραρχίας κοινοποιούνται εις τους Προκαθημένους πασών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών επί κεφαλής όντος του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η απόφασις και αι προτάσεις αι αφορώσαι εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον έχουν ως ακολούθως:
«Μετά πλήρους συναισθήσεως της εξαιρέτου ιστορικής σπουδαιότητος της προετοιμαζομένης Μεγάλης Συνόδου διά την μαρτυρίαν και αποστολήν της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, η Σύνοδος της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εν όψει της προετοιμασίας της Μεγάλης Συνόδου, η οποία επρογραμματίσθη όπως συνέλθη το 2016, γνωρίζει εις τους Προκαθημένους και τας Ι. Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών τας επισήμους απόψεις και προτάσεις Της:
1. Είναι εις όλους γνωστόν, ότι η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία συμμετέχει ενεργώς και απ’ αρχής εις τας προετοιμασίας της Μεγάλης Συνόδου καθώς και ότι έχει λάβει μέρος εις όλας τας Πανορθοδόξους Προπαρασκευαστικάς Επιτροπάς από της πρώτης εν έτει 1961 έως και σήμερον. Το γεγονός αυτό διατρανώνει την επιθυμία Της διά την σύγκλησιν της Συνόδου και την συναίσθησιν των ευθυνών δια την καλυτέραν προετοιμασίαν του οροσήμου τούτου διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την υλοποίησιν της ευαγγελικής αποστολής Της.
Προκαλεί όμως ανησυχίαν εις την καθ’ ημάς Τοπικήν Εκκλησίαν το γεγονός ότι ενώ η Σύνοδος συνέρχεται λίαν προσεχώς, τα προγραμματισθέντα θέματα της Συνόδου δεν απαντούν εις ουσιαστικά ζητήματα, με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος η σημερινή Ορθόδοξος Εκκλησία. Ως γνωστόν, αι Οικουμενικαί Σύνοδοι και άπασαι αι της αυτής σπουδαιότητος Σύνοδοι εν τη ιστορία της Εκκλησίας αντιμετώπιζαν εν πρώτοις τα εμφανισθέντα δογματικά ζητήματα και ακολούθως, εν συσχετισμώ προς αυτά, και τα ζητήματα διοργανώσεως και κανονικής ευταξίας εν τη Εκκλησία.
Αδιαμφισβητήτως το κεντρικόν δογματικόν ζήτημα από του Μεγάλου Σχίσματος (1054 μΧ) και εντεύθεν, μετά την εμφάνισιν της Διαμαρτυρήσεως (από του 16ου αι.) έως και της σήμερον, είναι το εκκλησιολογικό ζήτημα: το περί Εκκλησίας ερώτημα.
Συνεπώς το προβλεπόμενον θέμα της Συνόδου, προερχόμενον από τον συγκερασμόν δύο πρώην θεμάτων (περί Οικουμενισμού και περί του Διαλόγου μετά των άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών) υπό τον τίτλον Η σχέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού Χριστιανικού κόσμου, αναποφεύκτως απαιτεί προκαθορισμόν τινά της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής, εν η πιστεύομεν, εν τω Συμβόλω της Πίστεως ομολογούντες, ότι αύτη εστίν η Ορθόδοξος Εκκλησία – η Εκκλησία του Συμβόλου. Μόνον υπό το φως τοιαύτης προκαθορισμένης αυτογνωσίας της Εκκλησίας δύναται το προβλεπόμενον θέμα, ήτοι «Η σχέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού Χριστιανικού κόσμου», να εύρη την πραγματικήν αυτού θέσιν. Τούτο ακριβώς το ουσιώδες δογματικο-εκκλησιολογικό ζήτημα έχουσα υπ’ όψιν η καθ’ ημάς Τοπική Εκκλησία προέτεινε διά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με απόφασιν της Συνάξεως αυτής (υπ’ αριθμ. 771/зап. 160 της 26ης Μαΐου 2011), επικύρωσιν τινά της οικουμενικής σπουδαιότητος της Συνόδου του Φωτίου (879/890), ειδικώς δε της διδασκαλίας αυτής περί του Filioque, το οποίο και ήτο ο κύριος λόγος διά τον χωρισμόν της Εκκλησίας της Ρώμης από το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Διά τον αυτόν λόγον, η ημετέρα Σύναξις προέτεινε, και πάλιν προτείνει, διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, την επικύρωσιν υπό της Μεγάλης Συνόδου των Ησυχαστικών Συνόδων του 14ου αι., και την αποδοχήν της διδασκαλίας των εξ ολοκλήρου ορθοδόξου περί της θείας Ουσίας και των αιωνίων Θείων Ενεργειών ως μίαν ουσιώδη διαφοράν εν σχέσει με την Ρωμαιοκαθολικήν διδασκαλίας περί της Θείας Χάριτος, τουτ’ έστιν εν γένει περί της σχέσως του Θεού προς την κτίσιν Αυτού, διδασκαλίαν από της οποίας οργανικώς συνάγεται η ρωμαιοκαθολική κατανόησις του Filioque, καθώς και η υπερτροφία, η ρωμαϊκή κατανόησις της θέσεως του Πρώτου εις την Εκκλησίαν (πρωτείον) – αφ’ ης η απουσία του Αγίου Πνεύματος ανταλλάσσεται από το αλάθητον ανθρώπου τινός.
Θεωρούμεν επίσης ως ουσιώδες η Μεγάλη Σύνοδος να επικυρώση τας αποφάσεις της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1282-84), διά της οποίας η ένωσις της Λυώνος ηκυρώθη, και της Μεγάλης Συνόδου (1484) διά της οποίας αι αποφάσεις της Συνόδου της Φλωρεντίας ηκυρώθησαν. Εις τα πλαίσια αυτά θα ήτο εξαιρετικής σημασίας να ορισθή η θέσις της Εκκλησίας επί του (Πετρείου) Πρωτείου, και επί της σφαλεράς διδασκαλίας των Συνόδων Λυώνος, Φλωρεντίας, και Βατικανής Ι και ΙΙ, επί του θέματος αυτού, καθώς επίσης και η θέσις του Πρώτου εις την Εκκλησίαν.
Η καθ΄ ημάς Εκκλησία έχει έτοιμον σχέδιόν τι επί του θέματος «Περί της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», και είναι ετοίμη να το αποστείλη διά την Πέμπτην Προσυνοδικήν Διάσκεψιν προς μελέτην και προετοιμασίαν διά την τελικήν μορφήν εις την Σύνοδον.
Μόνον υπό το φως της Εκκλησιολογίας θα λάβουν άπαντα τα άλλα θέματα την θέσιν την οποίαν δικαιούνται.
2. 2α. Τα επεξεργασθέντα θέματα: «Περί της αποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως μαρτυρίας αγάπης εν διακονία» και «Περί της σπουδαιότητος της νηστείας και της τηρήσεως αυτής σήμερον», θεωρούμεν ότι έχουν ολοκληρωθεί διά την ημερησίαν διάταξιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
2β. Προκειμένου να δικαιολογηθή η προώθησις του θέματος «κωλύματα γάμου» εις την Μεγάλην Σύνοδον, είναι αναγκαίον πρώτον μεν να εξετασθή το υπαρξιακόν ζήτημα της συγχρόνου ανθρωπότητος και της Εκκλησίας – το ζήτημα του ιερού μυστηρίου του Γάμου και της χριστιανικής Οικογενείας, η οποία απειλείται την σήμερον περισσότερον από ποτέ (εδώ πρέπει να υπογραμμισθή: βιοηθική, ο «γάμος» συντρόφων του αυτού φύλου, το πρόβλημα της εκτρώσεως, αντισύλληψις, τεχνητή γονιμοποίησις, κλωνοποίησις κ.α.). Μόνον εις τα πλαίσια αυτά δύναται να δικαιολογηθή η συμπερίληψις του θέματος «κωλύματα γάμου». Και επί του θέματος αυτού η καθ’ ημάς Εκκλησία είναι ετοίμη να προσφέρη σχέδιόν τι προς μελέτην και προετοιμασίαν διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Ει δε μη, ελλείψει τούτου, η γνώμη της Εκκλησίας ημών είναι ότι τούτο δεν είναι ζήτημα διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, αλλά μάλλον διά μίαν άλλην Πανορθόδοξον Κανονικήν Επιτροπήν.
Το αυτό ισχύει και επί του ζητήματος του Ημερολογίου. Επικεντρώνοντες το ζήτημα αυτό περί την ερώτησιν του ενδεχομένου εορτασμού του ΠΑΣΧΑ ουδέν επιλύεται (η Εκκλησία έχει λύσει το ζήτημα αυτό διά της οικονομίας), δύναται δε να προκαλέση μόνον νέαν αντίδρασιν και σκάνδαλον εντός της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, αυτά τα θέματα καθ’ αυτά θα πρέπει να αφαιρεθούν από τον κατάλογον των θεμάτων διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον.
3. Η καθ’ ημάς Εκκλησία θεωρεί άκρως σημαντικόν όπως εισαχθή εις την Σύνοδον το ήδη προετοιμασμένο θέμα «Περί του Αυτοκεφάλου και του Αυτονόμου», ως αυτό προετάθη εις την Προσυνοδική Διάσκεψιν (2009). Δεν είναι φρόνιμον να αφαιρεθή διά τυπικούς λόγους (τρόπος υπογραφής του Τόμου) το καθοριστικόν τούτο θέμα διά την οργάνωσιν, αποστολήν και κανονικήν ευταξίαν της Εκκλησίας.
Εις το ανωτέρω πλαίσιον, συμφώνως προς την πρότασιν της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (αρ. πρωτ. 1365 της 25ης Σεπτεμβρίου 2014), το οποίο επεδόθη εις τον Πρόεδρον της Ειδικής Επιτροπής Μητροπολίτην Περγάμου κ. Ιωάννην Ζηζιούλαν το 2014, η Σύνοδος της Ιεραρχίας εκτιμώντας ως ιδιαίτερα σημαντικό, προέτεινε όπως εντός του πλαισίου του θέματος «Αυτοκέφαλον» συμπεριληφθή και εξετασθή πρώτον το ζήτημα της επικυρώσεως πάντων των αυτοκεφάλων, των χορηγηθέντων υπό μόνης της Μητρός Εκκλησίας (αι Οικουμενικαί Σύνοδοι έχουν επικυρώσει μόνο τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και την Εκκλησίαν της Κύπρου). Εκ των νεωτέρων Εκκλησιών μόνον ο Τόμος Ανακηρύξεως του Πατριαρχείου Μόσχας έχει υπογραφεί υπό των τεσσάρων Προκαθημένων των πρεσβυγενών Πατριαρχείων. Η πρότασις αύτη είναι σύμφωνος προς την εισήγησιν της Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως εν Σαμπεζύ, ότι το Αυτοκέφαλον δεν χορηγεί, αλλά προτείνει η Μήτηρ Εκκλησία, επικυρώνει δε αυτό το ορθόδοξον πλήρωμα εκδίδοντας τον Τόμον από κοινού.
Η επικύρωσις αύτη θα αποτρέψει δύο μελλοντικούς κινδύνους:
α) Την επανάληψιν του ιστορικού προηγουμένου (το οποίο τελούσε εν συναρτήσει συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών) σύμφωνα με το οποίο το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ως Μήτηρ Εκκλησία έχει απονείμει μόνο του το αυτοκέφαλον, ενώ έχουν παρατηρηθεί νεώτερες απόπειρες Μητέρων Εκκλησιών να απονείμουν αυτές μόνες αυτοκέφαλα (πχ. το Πατριαρχείο Μόσχας εις την «Αμερικανικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν»).
β) Θα αποφευχθή ο πειρασμός της καταργήσεως αυτοκεφάλων εκ μέρους της Μητρός Εκκλησίας (πχ. περίπτωσις του Πατριαρχείου Ιπεκίου το 1463 και το 1766, και του Πατριαρχείου Τυρνόβου το 1767 και της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος).
Θα πρέπει να συνεκτιμήσωμεν ότι εις την εποχή μας η Ορθόδοξος Εκκλησία, διά πρώτην φοράν εν τη δισχιλιετή ιστορία Της εξαπλούται εις όλην την Οικουμένην όχι πλέον ως Πενταρχία ή Τετραρχία. Έχει οργανωθεί εις δεκατέσσαρας Τοπικάς Αυτοκεφάλους Εκκλησίας με την προοπτική εις το άμεσον ή απώτερον μέλλον όπως προκύψουν νέαι τοπικαί Εκκλησίαι εις την σημερινήν διασποράν εν Ευρώπη, Βορείω και Νοτίω Αμερική, Καναδά, Αυστραλία εκ των υπαρχουσών κατά περιοχάς σημερινών Επισκοπικών Διασκέψεων. Όθεν καθίσταται αναγκαίον όπως το ζήτημα της απονομής τού Αυτοκεφάλου εδρασθή επί υγειών, συνοδικών, κανονικών θεμελίων, ούτως ώστε να αποτραπούν και να θεραπευθούν σχίσματα τα οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία κατά το παρελθόν αντιμετώπισε και, δυστυχώς, αντιμετωπίζει και την σήμερον ημέρα.
4. Διά την τελικήν προετοιμασίαν και διεξαγωγήν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, καθίσταται απαραίτητος, το ταχύτερον δυνατόν, η συμμετοχή εις την σύνθεσιν της Γραμματείας Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Σαμπεζύ, ενός, τουλάχιστον, εκπροσώπου εκάστης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας, κατόπιν προτάσεως των ιδίων Τοπικών Εκκλησιών.
Η Πανορθόδοξος Γραμματεία Προπαρασκευής και Οργανώσεως της Συνόδου καλείται όπως αναλάβη τις αρμοδιότητες των άχρι του νυν Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων και των Ειδικών Διορθοδόξων Επιτροπών, μετά την ολοκλήρωσιν του έργου των, ώστε η διεξαγωγή της Συνόδου να τελεσφορήση.
5. Συμφώνως τη ημετέρα προτάσει, διατυπωθείσα εν τη τελευταία Διασκέψει των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εν Κωνσταντινουπόλει, η καθ’ ημάς Σύνοδος της Ιεραρχίας εισηγείται όπως η Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις εξετάση την σύστασιν Μονίμου Ειδικού Ταμείου ώστε μέσω ετησίων εισφορών εκ μέρους όλων των Εκκλησιών εις το Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Σαμπεζύ ή αλλού, συγκεντρωθούν τα απαραίτητα κεφάλαια όχι μόνον διά την κάλυψιν των εξόδων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αλλά και διά την μελλοντικήν εκκλησιαστικήν διακονίαν εις την προαγωγήν της Πανορθοδόξου Ενότητος, της ανά τον κόσμον Πανορθοδόξου Ιεραποστολής, εις την βοήθειαν εις ενδεείς Εκκλησίας, εις την προαγωγήν της θεολογικής εκπαιδεύσεως, του επιστημονικού έργου πανορθοδόξως, των κοινών εκδόσεων κοκ.
Η καθ’ ημάς Σύνοδος της Ιεραρχίας εκφράζει την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην της προς την πανορθόδοξον διακονίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρώντας εν ταυτώ ότι η Πρωτόθρονος Εκκλησία, ευρισκομένη επί αιώνες επί μεγάλου Σταυρού, δεν υποχρεούται μόνη αύτη να επωμίζεται το οικονομικό βάρος της πανορθοδόξου Διακονίας, συμφώνως προς το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσετε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6, 2).
Αι αποφάσεις και προτάσεις να διαβιβασθούν αρμοδίως εις τους Προκαθημένους όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Όθεν, διαβιβάζοντες τας αποφάσεις της Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, διατελούμεν,
Εν Χριστώ αδελφός της Υμετέρας Παναγιότητος
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιπεκίου,
Μητροπολίτης Βελιγραδίου και ΚΑρλοβικίου
και Πατριάρχης Σερβίας
+Ειρηναίος
Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου
της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας