Συνέντευξη στην εφημερίδα Μακεδονία και τον δημοσιογράφο Ιάσωνα Μπάντιο παραχώρησε η αναπλ. τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ Μερόπη Τζούφη.
Όσον αφορά την εκπαίδευση:
Ασκείτε κριτική στις επιλογές της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, κάνετε μάλιστα λόγο για «επιτελικό κομματικό κράτος» για τις επιλογές προσώπων. Τι διαφορετικό έχει η πολιτική της νέας κυβέρνησης από εσάς στον τομέα αυτό;
Η επαναθεμελίωση του κομματικού κράτους της δεξιάς δεν αφορά μόνο το υπουργείο Παιδείας, αλλά όλο το φάσμα της δημόσιας διοίκησης. Τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν η σκανδαλώδης αλλαγή του νομικού πλαισίου για την τοποθέτηση του διοικητή της ΕΥΠ χωρίς πτυχίο και η κατάργηση του αυτοδιοίκητου του ΚΕΘΕΑ, ώστε να τοποθετηθούν πρόσωπα πολιτικά προσκείμενα στη Νέα Δημοκρατία.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ούτε «ξήλωσε» στελέχη της δημόσιας διοίκησης ούτε «γκρέμισε» δομές. Αντίθετα, προσπάθησε να αξιοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προς όφελος της ορθής και αποτελεσματικής διακυβέρνησης.
Όσον αφορά το υπουργείο Παιδείας, σας θυμίζω πως ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε την τοποθετημένη, από την προηγούμενη κυβέρνηση, πρόεδρο της ΑΔΙΠ. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα. Σας παραπέμπω στην επιλογή των περιφερειακών διευθυντών Εκπαίδευσης. Ως ηγεσία του υπουργείου επιλέξαμε συνειδητά να μην προχωρήσουμε σε «κομματικές τοποθετήσεις», αλλά να προωθήσουμε ικανά στελέχη ανεξάρτητα της πολιτικής τους τοποθέτησης ή ένταξης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο κ. Κόπτσης, ο οποίος αναδείχθηκε περιφερειακός διευθυντής Εκπαίδευσης Κ. Μακεδονίας.
Αντίθετα, η κ. Κεραμέως επιχειρεί να κάνει τους οργανισμούς που εποπτεύει προέκταση του γραφείου της. Η κ. Λυτρίβη ήταν υποψήφια βουλευτής Αρκαδίας με τη ΝΔ και συνεργάτιδά της στο βουλευτικό της γραφείο. Τοποθετήθηκε στη διοίκηση του ΕΟΠΠΕΠ. Αντίστοιχα, ο κ. Δέρβος τοποθετήθηκε πρόεδρος του ΙΝΕΔΙΒΙΜ. Το 2019 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής της ΝΔ, ενώ από το 2016 διετέλεσε πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ.
Σε τι θεωρείτε ότι υστερήσατε ως κυβέρνηση στον τομέα της παιδείας, ειδικά την περίοδο μετά τον Αύγουστο του 2018, όταν βγήκε τυπικά η οικονομία από τα μνημόνια;
Το 2015 παραλάβαμε το εκπαιδευτικό σύστημα σε οριακό σημείο, με κύρια χαρακτηριστικά την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση. Το μεγαλύτερο διάστημα προσπαθήσαμε να σταθεροποιήσουμε την κατάσταση και να δώσουμε άμεσες λύσεις σε μια σειρά προβλημάτων που είχαν συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια. Καταφέραμε να αυξήσουμε τη δημόσια χρηματοδότηση, να προχωρήσουμε σε σημαντικές παιδαγωγικές και θεσμικές τομές και να δρομολογήσουμε 15.000 μόνιμους διορισμούς.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη κατανάλωση ενέργειας, η οποία μας εμπόδισε να εμβαθύνουμε στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Δεν τα πήγαμε όσο καλά θα θέλαμε στις επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών, δεν είδαμε σε βάθος την εκπόνηση νέων αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών, ενώ υστερούμε στη συγγραφή νέων βιβλίων. Πολλά περισσότερα πρέπει να γίνουν για τη φοιτητική μέριμνα, την αύξηση του στεγαστικού επιδόματος και την οικοδόμηση νέων εστιών.
Παρά τις δημοσιονομικές δυσκολίες, τα λάθη αλλά και τις καθυστερήσεις, κινηθήκαμε με γνώμονα την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου και της ποιοτικής δημόσιας εκπαίδευσης. Και νομίζω πως ο απολογισμός είναι θετικός. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής θα γίνουν πιο ευκρινή την επόμενη περίοδο, όταν ξεδιπλωθεί το πλήρες σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας για την εκπαίδευση. Ένα σχέδιο που προβλέπει μειώσεις δαπανών, ταξικούς φραγμούς και συρρίκνωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στην εκπαίδευση.