Στις 14 Νοεμβρίου του 1973 στο Πολυτεχνείο μπαίνουν φοιτητές και οι πρώτες γραμμές των ιστορικών εκείνων ημερών αρχίζουν να γράφονται. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα οι πόρτες του Πολυτεχνείου κλείνουν. Δημιουργούνται επιτροπές περιφρούρησης, καθώς οι φοιτητές φοβούνται ότι μπορεί να παρεισφρήσουν στον χώρο προβοκάτορες, συγκροτείται η Συντονιστική Επιτροπή και αρχίζει η προετοιμασία του ραδιοφωνικού σταθμού.
Ήδη από το πρώτο βράδυ της κατάληψης οργανώνεται στο χώρο του πρώτου ορόφου της Αρχιτεκτονικής Σχολής, το πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου για να παρέχει βοήθεια σε μικροατυχήματα και μικροαδιαθεσίες. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε. Όπως περιγράφει στον συλλογικό τόμο «Εκ των υστέρων 19+1» με επιμέλεια του Δημήτρη Παπαχρήστου, ο υπεύθυνος του ιατρείου, φοιτητής Ιατρικής τότε, Γιώργος Παυλάκης […]
«Το πρώτο βράδυ έγιναν και μερικοί τραυματισμοί σε συμπλοκές με τραμπούκους. Δώσαμε τις πρώτες βοήθειες και σκέφτηκα ότι με τόσο κόσμο και τις αναμενόμενες συμπλοκές χρειαζόμασταν ένα οργανωμένο ιατρείο. Πήρα μια μεγάλη αίθουσα στην Αρχιτεκτονική και αρχίσαμε να οργανώνουμε με τον Χαντάτ και τον Καπερώνη ένα στοιχειώδες ιατρείο».
Στην πόρτα της αίθουσας που είχε διαμορφωθεί αναγράφεται «Πρώτο Γενικό Λαϊκό Ιατρείο». Όλο και περισσότερα φάρμακα, προμήθειες, τρόφιμα, εφόδια μεγάλης αξίας συγκεντρώνονται στο ιατρείο. Όλο και η ανταπόκριση του κόσμου και η στήριξη αυξάνονται. Μέσα σε αυτό διαμορφώνεται μία αίθουσα αναρρωτηρίου για τις περιπτώσεις των μικροτραυματισμών και αίθουσα αυτοσχέδιου χειρουργείου για τα πιο σοβαρά περιστατικά. Οι φοιτητές που συμμετέχουν στο ιατρείο χρησιμοποιούν τους πάγκους και τα έδρανα ως κλίνες ώστε να ξαπλώνουν οι τραυματίες. « Στο κτίριο Αβέρωφ φτιάξαμε τα έδρανα σαν κρεβάτια και απλώσαμε πάνω χαρτοβάμβακα ή σεντόνια που είχαμε φέρει ώστε να είναι καθαρά», διηγείται στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η φοιτήτρια τότε Φαρμακευτικής, Μέλπω Λεκατσά.
Από το απόγευμα της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου οι συγκρούσεις και οι αναταραχές φουντώνουν, τα δακρυγόνα πληθαίνουν και η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο αποπνικτική. Στο ιατρείο καταφθάνουν όλο και περισσότεροι τραυματίες. «Από το πρωί της Παρασκευής και ιδιαίτερα το απόγευμα, το Πολυτεχνείο έπαψε να είναι μία φοιτητική διαμαρτυρία. Μετατρεπόταν σε λαϊκή διαμαρτυρία και εξέγερση, με αίτημα να φύγει η χούντα. Αυτό έγινε γιατί ο κόσμος της Αθήνας ανταποκρίθηκε, γιατί η πλειοψηφία ένιωθε σαν και μας, αν και είχε παραμείνει σιωπηλή για χρόνια.
Δώσαμε φωνή στους Έλληνες και πολλοί βγήκαν στους δρόμους. Ο ραδιοσταθμός βοήθησε φοβερά, ήταν η πρώτη ελεύθερη φωνή στην Αθήνα μετά από χρόνια. Την ίδια ώρα ξέραμε ότι το χουντικό καθεστώς θα αντιδράσει, όπως και έκανε, πρώτα με την Αστυνομία και μετά κατεβάζοντας τα τανκς», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Γιώργος Παυλάκης, επικεφαλής του τμήματος Ανθρώπινων Ρετροϊών στο Εθνικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ για τον καρκίνο.
Οι γιατροί που στελέχωναν το ιατρείο χρησιμοποιούσαν ό,τι μέσα είχαν στη διάθεσή τους για να σταματήσουν τις αιμορραγίες. Η προσέλευση μέσα στο χώρο ήταν συνεχής. «Έρχονταν άνθρωποι με εκδορές που φαινόταν ότι είχαν πυροβοληθεί . Δεν είχα δει ξανά στη ζωή μου τόσο τραυματισμένους ανθρώπους. Άρχισα να τρελαίνομαι.
Άρχισα να ειδοποιώ τους άλλους φοιτητές στη συντονιστική επιτροπή ότι κάτι συμβαίνει έξω, και ότι θα χρειαστεί να μεταφέρουμε κόσμο από το Πολυτεχνείο. Όλα κυλούσαν με τόσο γρήγορους ρυθμούς που δεν προλαβαίναμε να περιθάλψουμε τον ένα και αμέσως μετά ερχόταν άλλος. Η κατάσταση ήταν εμπόλεμη κι εμείς οι φοιτητές απροετοίμαστοι να δεχθούμε ότι εκείνη την ώρα συνέβαινε αυτό το πράγμα», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Λεκατσά. Οι εικόνες εκείνων των ημερών έχουν καρφωθεί στο μυαλό όσων έζησαν την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η κ. Λεκατσά περιγραφεί ένα από τα περιστατικά που έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη της με πρωταγωνιστή έναν μαθητή που η σφαίρα είχε διαπεράσει όλο τον αστράγαλό του. «Το πόδι του κρεμόταν από μία πέτσα. Θυμάμαι μάλιστα τον κουβαλούσαμε τέσσερα άτομα και ο τελευταίος κρατούσε το πόδι με ακατάσχετη αιμορραγία για να μη φύγει. Προσπαθήσαμε να σταματήσουμε την αιμορραγία κι αργότερα τον μεταφέραμε με το ΕΚΑΒ».
Όσο η αστυνομία πυροβολούσε το πλήθος, ο αριθμός των βαριά τραυματισμένων αυξανόταν, και το κλίμα βάραινε, ωστόσο οι περισσότεροι σύμφωνα με τον κ. Παυλάκη, δεν σκέφτηκαν να φύγουν, αλλά με αυτοθυσία έκατσαν στο πόστο τους για να βοηθήσουν. «Τα παιδιά που κάθισαν για ώρες στα κάγκελα και γύρω από το Πολυτεχνείο αψηφώντας τις σφαίρες, μας γέμιζαν θαυμασμό αλλά και έγνοια. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς το μεγαλείο των συναισθημάτων αυτές τις ώρες», περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το Σάββατο 17 Νοεμβρίου του 1973, η αντίστροφη μέτρηση για την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο είχε ξεκινήσει. Λίγα λεπτά πριν τις 3, τρία άρματα προχώρησαν από την Αβέρωφ και σταμάτησαν μπροστά από την πόρτα του Πολυτεχνείου στην Πατησίων. Καθώς οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη ένα τανκ που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική Πύλη στην Πατησίων, οπισθοχώρησε μερικά μέτρα και παίρνοντας φόρα έπεσε πάνω στην πύλη ρίχνοντας την πάνω στους ανθρώπους που βρίσκονταν από πίσω της και καταπλακώνοντας πολλά κορμιά. Ο κ. Παυλάκης στην προσωπική του μαρτυρία, στον συλλογικό τόμο «Εκ των υστέρων 19+1» με επιμέλεια του Δημήτρη Παπαχρήστου, γράφει χαρακτηριστικά για τη στιγμή που φτάνει στο ιατρείο η φοιτήτρια Πέπη Ρηγοπούλου. […] «Μας φέρνουν στα χέρια τη Ρηγοπούλου με λιωμένα τα πόδια. Πιάνω το σκούρο καλσόν της, που είναι ένα με την πολτοποιημένη σάρκα- πεθαίνει, σκέφτομαι- της κάνουμε απανωτές σολουκορτέφ για να μην κολαψαριστεί. Η αφή θα μείνει πάνω μου για καιρό».
«Ο απολογισμός ήταν πάνω από 24 νεκροί και πάνω από χίλιοι τραυματίες, απ αυτούς 124 καταγεγραμμένοι τραυματίες από σφαίρες. Αυτό και μόνο δείχνει το μέγεθος της βίας που ασκήθηκε σε άοπλους διαδηλωτές. Και γι αυτό με γεμίζουν θυμό αυτοί που θέλουν να αναθεωρήσουν την ιστορία και αρνούνται την ύπαρξη νεκρών, ή καταφεύγουν σε σοφίσματα όπως ότι κανένας δεν σκοτώθηκε μέσα στο Πολυτεχνείο, λες και οι εκτός Πολυτεχνείου νεκροί δεν μετράνε», αναφέρει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παυλάκης.
Η κ. Λεκατσά μιλάει για τις ώρες που γινόταν αυτόπτης μάρτυρας τέτοιων περιστατικών: «Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Εκείνη τη στιγμή προσέφερα τη βοήθειά μου όπου μπορούσα. Δεν είχα περιθώρια να καθίσω να κρίνω το γεγονός. Το έκρινα εκ των υστέρων».
Οι μνήμες του Πολυτεχνείου 46 χρόνια μετά, μένουν βαθιά ριζωμένες στο μυαλό όχι μόνο εκείνης της γενιάς αλλά και των επόμενων αποτελώντας ένα από τα κορυφαία και σημαντικότερα κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και του αγώνα για δημοκρατία.
ΑΠΕ