Την επαναφορά των επικουρικών συντάξεων στα επίπεδα πριν από την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, σχεδιάζει σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες το υπουργείο Εργασίας.
Μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι ειδικές ομάδες εργασίας που έχουν συσταθεί από υπηρεσιακούς παράγοντες στο υπουργείο Εργασίας εξετάζουν όλες τις νομικές, αλλά και τις δημοσιονομικές παραμέτρους, καθώς η επαναφορά των συντάξεων στα επίπεδα που ήταν πριν από τις περικοπές που επέβαλε το 2016 ο νόμος Κατρούγκαλου, στο 1/3 των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, εκτιμάται ότι επιφέρει κόστος της τάξης των 300 εκατ. ευρώ το έτος. Πρόκειται για περίπου 465.000 ασφαλισμένους του ΕΤΕΑΕΠ που είδαν το καλοκαίρι του 2016 τις συντάξεις τους να μειώνονται ακόμη και κατά 48% και πλέον, βάσει του σχεδιασμού θα οδηγηθούν σε αντίστοιχες αυξήσεις.
Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες οι υπηρεσιακοί του υπουργείου Εργασίας βρίσκονται σε συνεχείς επαφές και με τα τεχνικά κλιμάκια των εκπροσώπων των δανειστών, καθώς αναπόφευκτα οι σχεδιαζόμενες αλλαγές θα επιφέρουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στους τομείς των συνταξιοδοτικών δαπανών, αλλά και των δημόσιων εσόδων. Η βούληση βέβαια του υπουργείου Εργασίας, όπως έχει διατυπωθεί από τον ίδιο τον υπουργό Γιάννη Βρούτση, είναι να δοθούν αυξήσεις σε περίπου το 1/3 όσων λαμβάνουν επικουρικές συντάξεις, ήτοι 465.112 δικαιούχους, οι οποίες μεσοσταθμικά, θα είναι της τάξης των 52,5 ευρώ το μήνα.
Το κόστος της συμμόρφωσης στις αποφάσεις της δικαιοσύνης, είναι πολύ πιθανό να καλυφθεί από την περιουσία του ΕΤΕΑΕΠ, που ανέρχεται σε 2,5 δισ. ευρώ. Δεν αποκλείεται βέβαια να υπάρξει και πρόσθετη κρατική χρηματοδότηση, καθώς η σχετική απόφαση του ΣτΕ δίνει πλέον, αυτή τη δυνατότητα στο δημόσιο.
Ο νέος νόμος αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή το αργότερο εντός του Ιανουαρίου, όμως θα ισχύει αναδρομικά, από τις 4 Οκτωβρίου, όταν και εκδόθηκαν οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Συνεπώς, εκτιμάται ότι για το 2020, το κόστος θα ανέλθει σε περίπου 375 εκατ. ευρώ. Στις συζητήσεις που διεξάγονται με τους εκπροσώπους των πιστωτών μάλιστα, οι οποίοι σε όλες τους τους εκθέσεις επισημαίνουν ότι η όποια συμμόρφωση με τις δικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να γίνει με “δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο”, μετράται ο βαθμός που η απομείωση της περιουσίας του επικουρικού ταμείου επηρεάζει το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης. Πολλώ δε, μάλλον, όταν δεν πρόκειται για μέτρο που θα ισχύσει μόνο μια χρονιά. Βέβαια, όπως επισημαίνουν οι Ελληνες τεχνοκράτες, η επιβάρυνση θα βαίνει μειούμενη με τα χρόνια, καθώς θα επικρατεί ο υπολογισμός των νέων συντάξεων με βάση τη νοητή κεφαλαιοποίηση.
Αντίστοιχο δημοσιονομικό κόστος, πάντως, θα έχει και μια πιθανή επιπλέον χρηματοδότηση του ΕΤΕΑΕΠ απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Να σημειωθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό τον υπολογισμό τόσο των νέων επικουρικών – λόγω έλλειψης αναλογιστικής μελέτης – όσο και τον επανυπολογισμό των παλαιών. Στην πράξη, το ΣτΕ ζήτησε την κατάργηση των μειώσεων που επιβλήθηκαν το καλοκαίρι του 2016, σε όσους συνταξιούχους το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης ήταν άνω των 1.300 ευρώ.
Με ιδιαίτερη προσοχή, οι ομάδες εργασίας του υπουργείου επεξεργάζονται και τις διατάξεις που αφορούν τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης για τον υπολογισμό των ανταποδοτικών συντάξεων, που θα οδηγήσουν σε σημαντικές αυξήσεις για εκατοντάδες χιλιάδες νέους συνταξιούχους, που η σύνταξή τους υπολογίστηκε με βάση το νόμο Κατρούγκαλου. Αυξήσεις, ενδέχεται να έχουν και όσοι από τους παλαιούς συνταξιούχους, μετά τον επανυπολογισμό της σύνταξης με βάση τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης, βρεθούν με αρνητική προσωπική διαφορά.
Οι αλλαγές αφορούν αυτούς που έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν με πολλά έτη ασφάλισης και έχουν καταβάλλει αυξημένες εισφορές. Στο τραπέζι βρίσκονται σενάρια για αύξηση της αναπλήρωσης σε όσους έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν με περισσότερα από 30 και κυρίως με πάνω από 35 χρόνια ασφάλισης. Στόχος είναι η σωρευτική αύξηση σε αυτή την περιοχή να κινηθεί για παράδειγμα κοντά στις 2,5 με 3 ποσοστιαίες μονάδες. Τις μεγαλύτερες, ωστόσο, αυξήσεις θα έχουν αυτοί με 40ετή ασφαλιστικό βίο και πάνω. Και σε αυτήν τη περίπτωση, οι νέες συντάξεις θα έχουν αφετηρία την 4η Οκτωβρίου 2019 και θα αποδοθούν αναδρομικά όταν ψηφιστεί το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Στο υπουργείο Εργασίας μετρούν τις συνέπειες του μέτρου στο ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης, εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να ξεπερνά τα 400 εκατ. ευρώ.
Σημαντική αύξηση των εσόδων τέλος, εκτιμάται ότι θα επιφέρει στον ΕΦΚΑ το νέο σύστημα υπολογισμού των εισφορών για 1,4 εκατ. μη μισθωτούς. Στα επικρατέστερα σενάρια συγκαταλέγεται η θεσμοθέτηση μίας υποχρεωτικής ασφαλιστικής κατηγορίας, που θα κυμαίνεται μεταξύ 210 και 230 ευρώ και άλλων 5 – 6 κατηγοριών, ελεύθερης επιλογής, με τον επαγγελματία – επιστήμονα ή αγρότη να μπορεί να αλλάζει μία κατηγορία ανά έτος. Ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης δεν θα αλλάξει.
Στην πράξη, η κάθε ασφαλιστική κατηγορία που θα επιλέγει ο ασφαλισμένος θα αντιστοιχεί σε ένα ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα, που μαζί με τα συνολικά έτη ασφάλισης θα οδηγεί στον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης. Οι υπόλοιπες ασφαλιστικές κατηγορίες, θα αυξάνονται κατά 50 με 100 ευρώ, ώστε ο ασφαλισμένος θα μπορεί να επιλέγει υψηλότερες εισφορές για υψηλότερη σύνταξη. Δεν αποκλείεται μάλιστα, να υπάρξουν ειδικές πρόνοιες για τους νέους επιστήμονες, αλλά και τους αγρότες.