Κάθε νέα κυβέρνηση απολαμβάνει τις πρώτες εβδομάδες τη καθολική (ή σχεδόν) αποδοχή. Κάποτε όμως ο μήνας του μέλιτος τελειώνει και τότε επιστρέφουμε στην κανονικότητα και τη γκρίνια.
Κάπως έτσι, το κλίμα στις χθεσινές συναντήσεις της κυβέρνησης με τους επικεφαλής των δανειστών δεν ήταν ιδιαίτερα θετικό. Το κουαρτέτο έδειξε να αμφισβητεί την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2020 με την εφαρμογή των φοροελαφρύνσεων ύψους 1 δις. ευρώ που ανακοίνωσε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ακόμα πιο έντονες ήταν οι επιφυλάξεις που εκφράστηκαν από τους ευρωπαίους για την απόδοση της ρύθμισης των 120 δόσεων την ώρα που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δώσει παράταση ενός μήνα για την ένταξη των οφειλετών σε αυτή καθώς και αλλαγές στο σύστημα των πάγιων ρυθμίσεων.
Δυο εβδομάδες πριν την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού του 2020 στη Βουλή το οικονομικό επιτελείο καλείται να ισορροπήσει στη λεπτή γραμμή της υλοποίησης των φοροελαφρύνσεων της Θεσσαλονίκης και της επίτευξης του στόχου 3,5% του ΑΕΠ του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Η εξίσωση δεν είναι εύκολη με κορυφαίο κυβερνητικό αξιωματούχο να δηλώνει μετά τη δεύτερη ημέρα συζητήσεων με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την τέταρτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση ότι το οικονομικό επιτελείο έχει επεξεργαστεί μέτρα άντλησης πρόσθετων εσόδων, ώστε να κλείσει οποιαδήποτε «τρύπα» τυχόν εντοπίσουν οι θεσμοί στον προϋπολογισμό του 2020. Στα μέτρα αυτά δεν περιλαμβάνονται αυξήσεις φόρων ή περικοπές δαπανών. Τέτοιου είδους μέτρα είναι, για παράδειγμα, η τόνωση των εσόδων μέσω της ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Σύμφωνα με τον ίδιο αξιωματούχο, ούτε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ούτε το ΔΝΤ έχουν θέσει ζήτημα μείωσης του αφορολογήτου ορίου ή μείωσης συντάξεων.
Όσον αφορά στον προϋπολογισμό του 2020, οι συζητήσεις κυβέρνησης και δανειστών συνεχίζονται σε τρεις κύριους άξονες:
1. Την εισπρακτική απόδοση των 120 δόσεων και η θετική επίπτωση που μπορεί να έχει στον προϋπολογισμό του 2020 η φετινή υπέρβαση εσόδων από τον ΦΠΑ.
2. Οι ελαφρύνσεις ύψους 1 -1,2 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Σύμφωνα με κυβερνητικό αξιωματούχο οι διαφορές εκτιμήσεων ανάμεσα στην ελληνική πλευρά και τους θεσμούς σχετικά με το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων αυτών δεν είναι μεγάλες. Το οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις θα έχει μικρότερο κόστος, λόγω ευνοϊκών δευτερογενών επιπτώσεων στην ανάπτυξη.
3. Πρόσθετες παρεμβάσεις «για το όποιο δυνητικό κενό εντοπίσουν οι θεσμοί» για το 2020. Όπως τόνισε ο κυβερνητικός αξιωματούχος, στα μέτρα αυτά δεν περιλαμβάνονται αυξήσεις φόρων ούτε περικοπές δαπανών, δηλαδή δεν πρόκειται για «δημοσιονομικά ισοδύναμα», αλλά για παρεμβάσεις που θα αποφέρουν πρόσθετα έσοδα, όπως η ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Ωστόσο, στα σχέδια αυτά δεν φαίνεται να περιλαμβάνεται η σύνδεση του αφορολογήτου ορίου με τις ηλεκτρονικές πληρωμές.
Σήμερα ολοκληρώνεται ο κύκλος των συζητήσεων με τους θεσμούς και στο επίκεντρο αναμένεται να βρεθούν ενεργειακά θέματα, αποκρατικοποιήσεις, Δημόσια Διοίκηση.