Από την πρώτη στιγμή της εκλογής της, η κυβέρνηση της ΝΔ εστίασε την αντιλαϊκή της πολιτική ενάντια στα δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος, στοχεύοντας ιδιαίτερα στους δύο βασικούς του πυλώνες, την εκπαίδευση και την υγεία.

ΣΥΝΕΚ

Οι προγραμματικές δηλώσεις της στη Βουλή προοιωνίζονται μια ολομέτωπη επίθεση σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης, εκφράζοντας μια πολιτική προσανατολισμένη στο θατσερικού τύπου εκπαιδευτικό μοντέλο, στο «σχολείο της αγοράς». Πίσω από τα ωραία λόγια και τις σκόπιμες σιωπές, κρύβονται οι σχεδιασμοί της πιο σκληρής νεοφιλελεύθερης λογικής, που θα οδηγήσουν στην υποβάθμιση και τη διάλυση του δημόσιου σχολείου, στην παράδοσή του στους ιδιώτες, και στη λειτουργία της εκπαίδευσης σε μηχανισμό που θα αποκλείει τους μη προνομιούχους.

Μέρος αυτής της αυταρχικής πολιτικής είναι η κατάργηση του πανεπιστημιακού (με τον πρώτο μάλιστα νόμο που θα φέρει προς ψήφιση), αφού έχει συστηματικά μεθοδεύσει ως αντιπολίτευση τη δυσφήμηση των πανεπιστημίων ως «χώρων ανομίας», προετοιμάζοντας το έδαφος.  Απώτερος στόχος  αυτής της απαξίωσης είναι η μεταβίβαση σε ιδιώτες του κερδοφόρου «φιλέτου» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αυτή τη λογική εξυπηρετεί και η παράδοση  της έρευνας στα χέρια των εταιρειών, με τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου «Έρευνας και Τεχνολογίας» στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων.

  • Η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επαναφορά της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού και της σχολικής μονάδας, συνδέοντάς τη μάλιστα -για να χρυσώσει το χάπι- με την επιμόρφωση, η οποία από εφόδιο αναβάθμισης του εκπαιδευτικού έργου, θα μετατραπεί  σε δήθεν «δεύτερη ευκαιρία» για τους «ανεπαρκείς». Στο ίδιο πλαίσιο, εντάσσεται και η επαναφορά των σχολικών συμβούλων, με επιστροφή στις αλήστου μνήμης εποχές του επιθεωρητισμού! Παράλληλα, η σύνδεση της αξιολόγησης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με τη χρηματοδότησή τους που ανακοινώθηκε, ανοίγει το δρόμο για  την εφαρμογή  αντίστοιχων πρακτικών στην Α/βάθμια και Β/βάθμια εκπαίδευση. Η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, η εντατικοποίηση της εργασίας τους, η υποβάθμιση των όρων και των συνθηκών παραγωγής του εκπαιδευτικού έργου και η εργασιακή ανασφάλεια που βιώσαμε ως κλάδος τη μνημονιακή δεκαετία και ιδιαίτερα την περίοδο Αρβανιτόπουλου, θα επιδεινωθούν περαιτέρω, μέσα σε ένα ασφυκτικό και αυταρχικό πλαίσιο του σχολείου της αγοράς, των χορηγών και της «αξιολόγησης».
  • Πέρα από τους ήδη δρομολογημένους διορισμούς στην ειδική αγωγή, δεν υπάρχει καμία δέσμευση για τους 10.500 διορισμούς στη γενική εκπαίδευση, παρά μόνο γενικόλογες διαβεβαιώσεις ότι «ο όποιος σχεδιασμός θα υλοποιείται βάσει αποτίμησης των αναγκών», με ιδιαίτερη μνεία στις δημογραφικές εξελίξεις. Αυτό, μαζί με την εξαγγελθείσα πολιτική της 1 πρόσληψης προς 5 αποχωρήσεις, μεταφράζεται σε ελάχιστους ή και μηδενικούς  διορισμούς  ή προσλήψεις. Ταυτόχρονα, η σκόπιμη ασάφεια της φράσης για  «οριστική επίλυση του ζητήματος των αναπληρωτών» (!) αφήνει πολλά ερωτηματικά, ιδιαίτερα αν θυμηθεί κανείς παλαιότερες δηλώσεις της υπουργού για εκπαιδευτικούς «φαντάσματα».

Το αυτόνομο σχολείο που εξαγγέλλουν, οδηγεί στην υποχρηματοδότηση και την αναζήτησή χορηγών, ενώ  η «απελευθέρωση» του εκπαιδευτικού από τον «σφιχτό εναγκαλισμό του υπουργείου» και τα προγράμματα σπουδών, υποκρύπτουν τη δημιουργία σχολείων δύο ταχυτήτων, οξύνοντας την κοινωνική ανισότητα και τον αποκλεισμό. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η επαναφορά ενός σκληρού εξετασιοκεντρικό συστήματος με Τράπεζα Θεμάτων καθώς και η επαναθεσμοθέτηση του Εθνικού Απολυτήριου για πρόσβαση στην τριτοβάθμια, με συνυπολογισμό της βαθμολογίας και των τριών τάξεων του Λυκείου. Την ίδια αντίληψη για την εκπαίδευση υπηρετούν οι εξαγγελίες για καθορισμό ελάχιστης βάσης εισαγωγής στην τριτοβάθμια το 10, όπως και η δυνατότητα που θα δοθεί  στα πανεπιστήμια να ορίζουν βάση εισαγωγής υψηλότερη της ελάχιστης και να  καθορίζουν τον αριθμό των εισακτέων, περιορίζοντάς τον

  • δραματικά. Οι υπόλοιποι θα διοχετεύονται προς ιδιωτικά κολλέγια και πανεπιστήμια, αν μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικά, και εάν όχι, στην επαγγελματική κατάρτιση.
  • Πίσω από την εξαγγελία του σχολείου της εξωστρέφειας με τη διασύνδεση με την αγορά εργασίας, διαφαίνεται καθαρά η πρόθεση για παράδοσή του στην ιδιωτική χρηματοδότηση και την εργαλειοποίηση της γνώσης με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών της αγοράς εργασίας και όχι τη μόρφωση των μαθητών/-τριών.
  • Η ίδρυση προτύπων σε κάθε περιφέρεια, στο όνομα της αριστείας, είναι εύηχο σχέδιο, στην πράξη όμως, θα  δημιουργήσει μια κλειστή ομάδα δημόσιων σχολείων για τους λίγους και εκλεκτούς, που καμία σχέση δεν έχει με τη συνολική αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης που διεκδικεί το εκπαιδευτικό κίνημα. Από την άλλη πλευρά, η υπόσχεση για αναβάθμιση της ΤΕΕ δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια, από τη στιγμή που ήδη κατά τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης της ΝΔ, το Τμήμα Μαθητείας των ΕΠΑΛ μεταφέρθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Α/θμιας και Β/θμιας  εκπαίδευσης στη Νέα Γενική Γραμματεία Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Δια Βίου Μάθησης (ΠΔ 84/19), σηματοδοτώντας την απομάκρυνση της μαθητείας των αποφοίτων ΕΠΑΛ από τα ίδια τα ΕΠΑΛ και παραδίδοντας τον θεσμό της μαθητείας στο κεφάλαιο και τους εργοδότες. Τον ίδιο προσανατολισμό έχει και η ίδρυση πρότυπων ΕΠΑΛ με «ενεργό τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων».
  • Στην προσπάθεια άμβλυνσης των αντιδράσεων για τη γενικότερη διαχείριση του μεταναστευτικού-προσφυγικού ζητήματος (μετά την κατάργηση της εγκυκλίου για απόδοση ΑΜΚΑ σε πρόσφυγες και την κατάργηση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής), ακούσαμε τις εύηχες υποσχέσεις για συνέχιση του προγράμματος εκπαίδευσης προσφύγων, ενώ την ίδια στιγμή έχει ήδη υποβιβασθεί το Αυτοτελές Τμήμα Συντονισμού και Εκπαίδευσης Προσφύγων του Υπουργείου Παιδείας. Ταυτόχρονα, η μεταφορά της μεταναστευτικής πολιτικής καθώς και των φυλακών στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες τόσο για την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων, όσο και για τα σχολεία των φυλακών.
  • Από την άλλη η κυβέρνηση τηρεί σιγήν ιχθύος αναφορικά με τη 14χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και την επιβεβλημένη ανάγκη για αύξηση της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και την αναβάθμιση των σχολικών υποδομών.
  • Εξαγγέλλουν μέτρα που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση (απόκτηση Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας και Πιστοποιητικού Χειρισμού Η/Υ από το σχολείο, ΣΕΠ ,κ.ά).

Οι υποσχέσεις ότι τα σχολεία θα είναι έτοιμα να λειτουργήσουν κανονικά και να υποδεχθούν τους μαθητές στις 11 του Σεπτέμβρη,

  • επειδή τάχα τα βιβλία θα είναι εγκαίρως στα σχολεία (ενώ όλοι ήδη ξέρουμε ότι έχουν παραδοθεί από τον Ιούνιο!) βρίσκονται στο κενό. Δεν υπάρχει καμία δέσμευση για εγκρίσεις ολιγομελών τμημάτων, δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες των βελτιώσεων σε ορισμένα ΠΥΣΔΕ, δεν έχουν ξεκινήσει οι συνεδριάσεις του ΚΥΣΔΕ για τις αποσπάσεις από ΠΥΣΔΕ σε ΠΥΣΔΕ (δόθηκε νέα παράταση στις αιτήσεις απόσπασης, με παροιμιώδη προχειρότητα) καθώς και οι αποσπάσεις σε φορείς, και φυσικά δεν γνωρίζουμε πόσοι αναπληρωτές θα προσληφθούν, από ποιους πίνακες και πότε.

Οι ΣΥΝΕΚ δεν είχαμε καμία αμφιβολία για τις πολιτικές της ΝΔ, τις προθέσεις  και τις μεθόδους του παλαιού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου ενάντια στο κοινωνικό κράτος.  Τώρα όμως γίνεται  φανερό σε όλους, ότι στη δημόσια εκπαίδευση θα ακολουθήσουν και πάλι, τους γνωστούς νεοφιλελεύθερους δρόμους της λιτότητας, του αυταρχισμού και των περικοπών, επαναφέροντας πολιτικές και σχεδιασμούς που είτε δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν στο παρελθόν, είτε ανατράπηκαν από τη συντονισμένη αντίδραση του εκπαιδευτικού κινήματος. Παρά τις προσπάθειες φίμωσης του συνδικαλιστικού κινήματος, μέσα από τον σχετικό νόμο που ετοιμάζεται, το εκπαιδευτικό κίνημα θα εναντιωθεί σθεναρά, ανακόπτοντας με τους αγώνες του κάθε πολιτική κατεδάφισης του δημόσιου σχολείου και περιστολής δικαιωμάτων.

Υπερασπιζόμαστε τις κατακτήσεις μας

Παλεύουμε για ένα ποιοτικό δημόσιο σχολείο για όλα τα παιδιά

Αγωνιζόμαστε για τα δικαιώματά μας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025