Κατά 42% μειώθηκε το εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών την πενταετία 2009-2014, σύμφωνα με έρευνα της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιαστήκαν στο πλαίσιο του συνεδρίου «Η Ελλάδα μετά» που διοργανώνει ο «Κύκλος Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση», σε συνεργασία με τη «Συμεών Γ. Τσομώκος ΑΕ».
Η μέση μείωση των εισοδημάτων ανήλθε σε 513 ευρώ, ενώ τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας είναι πως
α. η κρίση έπληξε περισσότερο τους εργαζόμενους απ’ ό,τι τους συνταξιούχους,
β. το μέγεθος των εισοδηματικών απωλειών φθίνει με την ηλικία,
γ. η απώλεια των εισοδημάτων αυξάνει ανεβαίνοντας τις εκπαιδευτικές βαθμίδες,
δ. οι απώλειες είναι μεγαλύτερες για τις οικογένειες με 1 ή 2 παιδιά απ’ ό,τι για τις οικογένειες χωρίς παιδιά ή με τρία παιδιά και πάνω και
ε. αυξήθηκε σημαντικά και ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας των παιδιών και μειώθηκε των ηλικιωμένων.
Από την έρευνα διαπιστώθηκε ακόμη πως μεταξύ του 2008 και του 2016 χάθηκαν 854.106 θέσεις εργασίας (-23%) με τη μέση αμοιβή να μειώνεται κατά 21,8%. Η ανεργία έπληξε περισσότερο τους άνδρες από τις γυναίκες, τους νέους έως 29 ετών από τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες, τους απόφοιτους δημοτικού ως προς το επίπεδο μόρφωσης, τους μισθωτούς ως προς το καθεστώς απασχόλησης, τις κατασκευές ως προς τον οικονομικό κλάδο και τις επιχειρήσεις 1-10 εργαζομένων ως προς το μέγεθος.
Ισχυρές ήταν την ίδια περίοδο, όπως θα ανέμενε κανείς, οι τάσεις του Brain Drain. Συνολικά 427.000 εκτιμάται ότι μετανάστευσαν το διάστημα 2008-2016, κυρίως νέοι, άγαμοι, κάτοικοι αστικών κέντρων και υψηλής μόρφωσης. Τα ¾ εξ αυτών είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίου, το 1/3 κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων, ενώ το 80% μετακινήθηκαν σε χώρα της ΕΕ με τη Γερμανία και τη Βρετανία να δέχεται από το 25% του συνόλου η κάθε μία.
Η οικονομική αιμορραγία που προκαλεί το φαινόμενο του Brain Drain αποτυπώνεται στην εικόνα που συνθέτουν τρία στοιχεία: το ελληνικό κράτος δαπάνησε 8 δισ. ευρώ για τη μόρφωσή τους, ενώ οι ίδιοι παρήγαγαν στις χώρες που μετανάστευσαν προϊόν αξίας 50 δισ. ευρώ καταβάλλοντας φόρους ύψους 12,9 δισ. ευρώ.
Αρνητική, όπως προκύπτει από την έρευνα, είναι η συσχέτιση μεταξύ διαγενεακής κινητικότητας και εισοδηματικής ανισότητας. Συγκεκριμένα, το 59,2% των ατόμων ηλικίας 25-59 ετών που δήλωσαν ότι «τα έβγαζαν πέρα δύσκολα», μεγάλωσαν σε οικογένειες που «τα έβγαζαν πέρα δύσκολα». Διαπιστώθηκε ακόμη ότι η κινητικότητα είναι χαμηλότερη στα υψηλά κλιμάκια αμοιβών μισθωτής εργασίας, υψηλότερη στους αυτοαπασχολούμενους σε σχέση με τους μισθωτούς, ενώ η κινητικότητα αυξήθηκε μεταξύ των γενεών (’50, ’60, ’70).
Στις προτάσεις της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ περιλαμβάνονται ο επαναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας με καλύτερες αμοιβές και την άνοδο της στάθμης των δεξιοτήτων των εργαζομένων. Προτείνονται ακόμη η αναβάθμιση της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, συστηματικότερη στήριξη των φτωχών και των ανέργων και ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών ξεκινώντας από γεύματα στα σχολεία για όλους τους μαθητές και φτάνοντας έως την αποσύνδεση της περίθαλψης από την ασφάλιση.
Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσίασε η αναλύτρια ερευνών της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ Φαίη Μακαντάση, ενώ ανησυχητικά είναι και τα στοιχεία άλλης έρευνας που παρουσίασε ο διευθυντής περιεχομένου του ινστιτούτου Θεόδωρος Γεωργακόπουλος σύμφωνα με τα οποία για να παραμείνει σταθερός ο πληθυσμός της χώρας θα πρέπει ο μέσος όρος των γεννήσεων να είναι 2,1 ανά γυναίκα. Με μέσο όρο γεννήσεων στο 1,5 παιδί ο πληθυσμός θα μειωθεί στο μισό μέσα στα επόμενα 65 χρόνια ενώ με μέσο όρο 1,3 η μείωση στο μισό θα επέλθει σε 44 χρόνια.
Ο μέσος όρος γεννήσεων στη χώρα μας ήταν 2,45 παιδιά το 1967 για περάσει στο 2,1 το 1981, στο 1,5 το 1987 και στο 1,23 το 1999 για να ανεβεί ελαφρά στη συνέχεια. Στη χώρα μας, τέλος, είναι από τους πλέον υψηλούς στην Ευρώπη ο δείκτης ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού (άνω των 30) και από τους πλέον χαμηλούς εκείνος των κρατικών δαπανών για την προστασία του παιδιού και της οικογένειας.