Στη γνώριμη κερδοσκοπική διάθεση του καλοκαιριού… έχει αρχίσει και μπαίνει τις τελευταίες εβδομάδες η εγχώρια αγορά των υγρών καυσίμων διατηρώντας υψηλές τις τιμές, παρά την υποχώρηση του πετρελαίου Μπρεντ.
Και πριν καλά καλά σφίξουν οι ζέστες και αυξηθούν οι οδικές μετακινήσεις και άρα η ζήτηση, η αμόλυβδη σε νησιά φλερτάρει… με τα απλησίαστα επίπεδα των 2 ευρώ το λίτρο. Πρωταθλητής αναδεικνύεται το ακριτικό νησί του Καστελλόριζου, όπου όποιος χρειαστεί να γεμίσει το ρεζερβουάρ του οχήματός του θα πρέπει να την πληρώσει με 1,998 ευρώ το λίτρο. Η Σαντορίνη ακολουθεί με 1,989 ευρώ το λίτρο, η Μύκονος με 1,959 ευρώ, η Νάξος με 1,95, ενώ κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην Κάλυμνο, όπου η αμόλυβδη είναι στα 1,88 ευρώ, στην Κω φτάνει ακόμη και τα 1,879 ευρώ, στη Ρόδο πωλείται μέχρι και 1,859 ευρώ το λίτρο κ.ο.κ.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών Υγρών Καυσίμων, η μέση τιμή λιανικής πώλησης της αμόλυβδης βενζίνης στις 31 Μαΐου ήταν στα 1,642 ευρώ το λίτρο και από την αρχή του χρόνου έχει αυξηθεί κατά 16,5 λεπτά το λίτρο, καθώς στις 4 Ιανουαρίου είχε διαμορφωθεί στα 1,477 ευρώ το λίτρο.
Τότε, αρχές του χρόνου, η τιμή του πετρελαίου Μπρεντ ήταν στα 57,15 δολάρια το βαρέλι, ενώ σήμερα ύστερα από ένα πολύμηνο σερί ανόδου έχει σχεδόν επιστρέψει σε αυτά τα επίπεδα. Για την ακρίβεια, στις 31 Μαΐου είχε καταγραφεί αξία στα 61,10 δολάρια το βαρέλι. Είχε προηγηθεί στις 26 Απριλίου η υψηλότερη τιμή του πετρελαίου από το ξεκίνημα του 2019 και αυτή ήταν τα 74,14 δολάρια το βαρέλι. Δηλαδή από τις 26 Απριλίου έως και τις 31 Μαΐου το Μπρεντ έκανε βουτιά της τάξης του 17%. Συνέβη, όμως, μια τέτοιας τάξης διόρθωση και στην εγχώρια αγορά των υγρών καυσίμων;
Είναι φανερό, από τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου, πως η αμόλυβδη δεν ακολούθησε το Μπρεντ. Διατηρήθηκε σχεδόν σε αμετάβλητα επίπεδα. Στις 26 Απριλίου η τιμή της βενζίνης ήταν στα 1,646 ευρώ το λίτρο και στις 31 Μαΐου καταγράφηκε στα 1,642 ευρώ.
Οι αιτίες
Πού αποδίδεται αυτή η ανάποδη πορεία της εγχώριας αγοράς σε σχέση με τη διεθνή που αποτυπώνει έντονα φαινόμενα κερδοσκοπίας στην εγχώρια πώληση καυσίμων;
Το κύκλωμα της αγοράς απαντά πως οι τιμές της βενζίνης επηρεάζονται από τις αντίστοιχες χρηματιστηριακές της περιοχής της Μεσογείου καθώς και την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου. Οι τιμές της ευρύτερης, όμως, περιοχής διαμορφώνονται εν πολλοίς από το πετρέλαιο Μπρεντ.
Πέραν αυτού, όπως έχει επισημανθεί από αρμόδιους φορείς, η ελληνική αγορά έχει σειρά στρεβλώσεων, με αποτέλεσμα οι τιμές να είναι δύσκαμπτες… ιδίως όταν οι διεθνείς ακολουθούν πτωτική τροχιά.
Ενας από τους λόγους είναι ο μεγάλος αριθμός πρατηρίων υγρών καυσίμων στη χώρα, αν κι έχουν κλείσει εκατοντάδες, σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς. Ετσι, για να διατηρηθούν στη ζωή τα βενζινάδικα, κρατούν τις τιμές υψηλές. Γκρίνιες υπάρχουν επίσης και για τον τρόπο της χορήγησης εκπτώσεων από τις εταιρείες εμπορίας στα πρατήρια, με τους βενζινοπώλες να κάνουν λόγο ούτε λίγο ούτε πολύ για μη αντικειμενικά κριτήρια ως προς τις εκπτώσεις.
Αξιο παρατήρησης είναι και το γεγονός πως, παρά το μέτρο που ετέθη σε ισχύ για την επιδότηση του κόστους μεταφορικών εμπορευμάτων στα νησιά, η βενζίνη είναι πανάκριβη.
Την ίδια στιγμή, ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που διατηρούν τις τιμές της βενζίνης και των υπόλοιπων καυσίμων σε απλησίαστα ύψη είναι και η φορολογική επιβάρυνση.
Οπως προκύπτει από το Παρατηρητήριο Τιμών Υγρών Καυσίμων, το σύνολο των φόρων αντιστοιχεί στο περίπου 63% της αξίας που πληρώνει ο οδηγός για να φουλάρει το ρεζερβουάρ του οχήματός του. Πιο συγκεκριμένα, στην τελική τιμή των 1,642 ευρώ το λίτρο, περίπου 1,03 ευρώ πάνε στο κράτος. Η τιμή διυλιστηρίου καθορίζει το 29,7% του συνολικού λογαριασμού και το μεικτό περιθώριο κέρδους εμπορίας ανέρχεται στο 7,58%. Οπως υποστηρίζουν αρμόδιοι παράγοντες, η όποια μεταβολή διεθνούς τιμής επηρεάζει σχεδόν το ένα τρίτο της συνολικής αξίας, σύμφωνα με Τα Νέα.