Αύξηση της απασχόλησης, με χαμηλότερους όμως μισθούς καταγράφουν για το 2018 τα στοιχεία του ΕΦΚΑ που στηρίζονται στις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ) των επιχειρήσεων, αποδεικνύοντας ότι οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται σε δραστηριότητες σχετικά χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλής αμοιβής, είτε είναι πλήρους απασχόλησης είτε μερικής.
Παράλληλα, από τα στοιχεία προκύπτει ότι από το σύνολο των 2,2 εκατ. εργαζομένων σε 274.750 επιχειρήσεις και οικοδομικά έργα της χώρας, σχεδόν ένας στους τρεις, συγκεκριμένα 650.000 εργάζονται σε ευέλικτες θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης και λαμβάνουν μέσο μισθό μόλις 384,22 ευρώ.
Σημειώνεται ότι τα στοιχεία αφορούν στον Νοέμβριο του 2018 και αποτελούν την πραγματική εικόνα της αγοράς εργασίας στη χώρα μας, καθώς στηρίζονται στις δηλώσεις που υποβάλλει στον ΕΦΚΑ το σύνολο των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα για όλους τους εργαζομένους που απασχολούν.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, το σύνολο των ασφαλισμένων ανήλθε τον Νοέμβριο του περασμένου έτους σε 2,2 εκατ. άτομα, εκ των οποίων τα 1,5 εκατ. απασχολούνταν με πλήρη απασχόληση και οι 650.000 με μερική. Οι μέσες αποδοχές όλων των μισθωτών, είτε αυτοί έχουν συμβάσεις πλήρους είτε μερικής απασχόλησης, υπολογίζονται στα 916 ευρώ, μειωμένες κατά 1% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2017.
Ο μέσος μηνιαίος μισθός των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση δεν ξεπέρασε τα 1.137,24 ευρώ μεικτά, ενώ ο μέσος μισθός όσων εργάζονται με συμβάσεις μερικής απασχόλησης ανήλθε σε μόλις 384,22 ευρώ/μήνα μεικτά.
Μέσα σε έναν χρόνο, και συγκεκριμένα το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2017 και Νοεμβρίου 2018, ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 1%, καθώς από 926,14 το 2017, έπεσε στα 916,03 ευρώ το 2018. Η μείωση είναι ακόμη μεγαλύτερη σε σχέση με τους μέσους μισθούς που επικρατούσαν στον ιδιωτικό τομέα το 2016, όταν σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία τού τότε ΙΚΑ, τον Νοέμβριο του 2016 ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα ήταν 954,44 ευρώ τον μήνα.
Καθοριστικό ρόλο στη μείωση του μέσου εισοδήματος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα διαδραμάτισαν για μία ακόμη χρονιά οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Συγκεκριμένα, τον περασμένο Νοέμβριο, το 29,5% των εργαζομένων απασχολούνταν μερικώς ή έστω δηλώθηκαν στον ΕΦΚΑ ως μερικώς απασχολούμενοι. Το αντίστοιχο ποσοστό τόσο τον Νοέμβριο του 2016 όσο και έναν χρόνο μετά ήταν πέριξ του 30,5%.
Ως προς την οικονομική δραστηριότητα του εργοδότη, παρατηρείται πως, στο σύνολο των ασφαλισμένων, ποσοστό 21,74% απασχολείται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και το 13,94% σε ξενοδοχεία και εστιατόρια.
Αναφορικά με την κατανομή των επαγγελμάτων, τα στοιχεία του ΕΦΚΑ δείχνουν πως υπάλληλοι γραφείου είναι το 24,23% του συνόλου των δηλωμένων μισθωτών και ακολουθούν οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και οι πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές σε ποσοστό της τάξεως του 21,88%. Στους Ελληνες ασφαλισμένους, οι υπάλληλοι γραφείου είναι 25,86% και οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές είναι 21,79%.
Από τα στοιχεία που αφορούν τους εργαζομένους με πλήρες ωράριο σε επιχειρήσεις με δέκα ή και περισσότερους απασχολούμενους προκύπτει ότι το 56,68% είναι άνδρες, ενώ από τους εργαζομένους με μειωμένο ωράριο το 55,39% είναι γυναίκες.
Προκύπτει επίσης το σημαντικό χάσμα που χωρίζει τα δύο φύλα σε σχέση με τις αμοιβές, καθώς το ημερομίσθιο από τακτικές αποδοχές των γυναικών για την απασχόληση με πλήρες ωράριο είναι το 87,27% του αντίστοιχου ημερομισθίου των ανδρών, ενώ για την απασχόληση με μειωμένο ωράριο είναι το 95,48%.
ΑΠΕ