“Στρατηγική ήττα της αριστείας και του αυτοδιοίκητου για το ελληνικό πανεπιστήμιο”, χαρακτήρισε ο πρύτανης του ΑΠΘ, καθ. Περικλής Μήτκας την ψήφιση του νόμου “Συνέργειες Πανεπιστημίων και ΤΕΙ πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πειραματικά σχολεία, Γενικά Αρχεία του Κράτους και λοιπές διατάξεις”.
“Σε συνέχεια άλλων παρόμοιων νομοσχεδίων έρχεται και “πανεπιστημιοποιεί”, χωρίς κάποια διαδικασία, δεκάδες τμήματα της χώρας, στην ουσία καταργείται η τεχνολογική εκπαίδευση, “πολυτεχνειοποιούνται” τμήματα μηχανικών τετραετούς φοίτησης με συνοπτικές διαδικασίες και σε αρκετές περιπτώσεις η άποψη των συλλογικών οργάνων των Πανεπιστημίων – των Συγκλήτων – δεν έχει ληφθεί υπόψη”, ανέφερε ο κ. Μήτκας σε συνέντευξη Τύπου, όπου με τους Κοσμήτορες των Σχολών του ΑΠΘ παρουσίασαν τους προβληματισμούς τους για τον νέο ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας, καθώς και τις προτάσεις, που υιοθέτησε χθες η Σύγκλητος με στόχο να προστατευθεί η ποιότητα των προγραμμάτων σπουδών, που παρέχει το Ίδρυμα.
Συγκεκριμένα η Σύγκλητος του ΑΠΘ ζητεί από το υπουργείο Παιδείας:
-Την άμεση κάλυψη των κενών θέσεων διδακτικού, ερευνητικού και εργαστηριακού προσωπικού, οι οποίες δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από αφυπηρετήσεις στα υφιστάμενα τμήματα, τα οποία έχουν υποστεί μεγάλη μείωση προσωπικού
-Την αλλαγή του ισχύοντος συστήματος μετεγγραφών, ώστε να αποφευχθεί η μαζική μετακίνηση φοιτητών από τα νέα, περιφερειακά τμήματα προς τα κεντρικά πανεπιστήμια
-Την άμεση αύξηση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων για την κάλυψη όλων των πάγιων και λειτουργικών αναγκών
“Θα πλημμυρίσουμε από φοιτητές”
“Με τη λειτουργία δεκάδων νέων τμημάτων είναι ορατός ο κίνδυνος οι φοιτητές, οι οποίοι θα εισάγονται στα περιφερειακά τμήματα με ίδιο όνομα, να έρχονται στο Αριστοτέλειο και στα κεντρικά πανεπιστήμια των Αθηνών. Θα “πλημμυρίσουμε” από φοιτητές και δε θα μπορούμε να λειτουργήσουμε ούτε τα δικά μας προγράμματα σπουδών”, προέβλεψε ο πρύτανης, εξηγώντας πως για να αποτραπεί μία τέτοια εξέλιξη “κατ’ ελάχιστο ζητάμε να αλλάξει το σύστημα μετεγγραφών, ούτως ώστε να μπορούμε να δεχόμαστε ένα λογικό ποσοστό της τάξης του 5-10% των εισακτέων, όπως ήταν τα παλαιότερα χρόνια”, προτείνοντας επίσης “εφόσον οι νέες προβλέψεις στοχεύουν και στην ενίσχυση των περιφερειακών Πανεπιστημίων, να βοηθηθούν οι φοιτητές που εισάγονται στα περιφερειακά τμήματα να σπουδάζουν εκεί, μέσα από κοινωνικές πολιτικές, οι οποίες θα τους προφέρουν σίτιση και στέγαση στην πόλη που φιλοξενεί το Τμήμα”.
“Θα επιμείνουμε σε αυτό και θα ζητήσουμε τη σύμπραξη του υπουργείου. Καταλαβαίνουμε ότι μεσούσης προεκλογικής περιόδου δεν είναι εύκολο να ζητάμε από δημάρχους ή πολιτικούς να σκεφτούν με όρους ακαδημαϊκής αριστείας, είναι δική μας υποχρέωση. Όμως, δεν είναι φιλολαϊκή πολιτική οι μετεγγραφές, πλήττονται και τα περιφερειακά πανεπιστήμια”, επισήμανε ο πρύτανης, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως “υπήρξε περίπτωση τμήματος σε περιφερειακό πανεπιστήμιο που δέχθηκε τον Σεπτέμβριο 150 εισακτέους και του έφυγαν οι 120 προς εμάς και την Αθήνα”.
Σε ό,τι αφορά τις προκηρύξεις νέων θέσεων Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) διερωτήθηκε “ποιο τμήμα θα έχει προτεραιότητα σε νέες προσλήψεις και χρηματοδότηση στο μέλλον, θα είναι ένα τμήμα, όπως το Μαθηματικό του ΑΠΘ, όπου από περίπου 50 μέλη ΔΕΠ και 2.500 φοιτητές έχει παραμείνει με 2.500 φοιτητές, αλλά μόνο 20 μέλη ΔΕΠ, ή ένα νέο τμήμα που ξεκινά να λειτουργεί χωρίς φοιτητές και καθηγητές”.
Σχετικά με τα τετραετή προγράμματα σπουδών μηχανικών των πρώην ΤΕΙ παρατήρησε πως “καταθέτοντας ενδεικτικά προγράμματα σπουδών δύνανται με συνοπτικές διαδικασίες να πάρουν έγκριση και να τα μετατρέψουν τα προγράμματα σε πενταετή και ισότιμα με αυτά των πολυτεχνείων”, ενώ χαρακτήρισε “πρωτοφανές” ότι προβλέπεται έγκριση από το υπουργείο Υποδομών μαζί με το υπουργείο Παιδείας, “είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε να παρεμβαίνει σε μια ακαδημαϊκή διαδικασία ένα άλλο υπουργείο”. Ο κ. Μήτκας, εκτίμησε ότι οι αλλαγές που νομοθετήθηκαν “είναι δύσκολα αναστρέψιμες, γιατί είναι πολύ πιο εύκολο – όπως έχει αποδειχθεί σε αυτή τη χώρα – να δημιουργείς νέα τμήματα, παρά να τα συγχωνεύεις, είναι πολύ πιο εύκολο να “ανεβάζεις” το επίπεδο της εκπαίδευσης αλλάζοντας την “ετικέτα” στην πόρτα ή στην κάρτα, παρά να κάνεις μία ουσιαστική δουλειά, που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ουσιαστική αναβάθμιση”.
“Δε διασφαλίζεται η ποιοτική λειτουργία της Νομικής στην Πάτρα”
Τις ενστάσεις στην ίδρυση Νομικής Σχολής στην Πάτρα παρουσίασε η Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, καθ. Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, εξηγώντας ότι ψηφίστηκε “χωρίς να έχει προηγηθεί μελέτη, γιατί πρέπει να γίνει μια τέταρτη νομική σχολή κοντά στην Αθήνα, χωρίς να υπάρχει συζήτηση με τις υπόλοιπες νομικές σχολές και κυρίως χωρίς να διασφαλίζεται μια ποιοτική λειτουργία της Σχολής, με την έννοια ότι κάθε καινούριο τμήμα που ιδρύεται στο Πανεπιστήμιο Πατρών έχει οκτώ θέσεις, όμως με οκτώ ΔΕΠ μια Νομική Σχολή δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει, όταν αυτή τη στιγμή, π.χ. η Νομική του ΑΠΘ έχει 80 μέλη”.
“Πέραν των μετεγγραφών για εμάς είναι σημαντικό να δοθεί χρόνος, ώστε να γίνουν όλες οι αναγκαίες συζητήσεις προκειμένου να μπορέσει τελικά αυτή η Σχολή να οργανωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο”, επισήμανε.
“Τεράστιο πρόβλημα για τους αποφοίτους των τμημάτων μηχανικών”
Η ίδρυση δεκάδων νέων τμημάτων μηχανικών “δημιουργεί ένα τεράστιο πρόβλημα” στους αποφοίτους των Τμημάτων Μηχανικών του ΑΠΘ, σύμφωνα με τον κοσμήτορα της Πολυτεχνικής Σχολής του Ιδρύματος, καθ. Κωνσταντίνο Κατσιφαράκη. “Όλα αυτά τα νέα τμήματα είναι σε ήδη κορεσμένες και όχι καινούριες ειδικότητες, δεν είναι π.χ. ένα Τμήμα Βιοϊατρικής Μηχανικής, που δεν υπάρχει στην Ελλάδα, το οποίο είχε ζητήσει το ΑΠΘ και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι πρώτα θα στελεχωθεί και θα γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες και μετά από τρία χρόνια θα λειτουργήσει. Είναι νέα Τμήματα Πολιτικών Μηχανικών, Αρχιτεκτόνων κ.ο.κ., που δημιουργούν μία πίεση στα υπάρχοντα Πανεπιστήμια, τα οποία αυτή τη στιγμή είναι υποστελεχωμένα”, εξήγησε, διευκρινίζοντας πως η αρχιτεκτονική του ΑΠΘ είχε πάνω από 100 μέλη ΔΕΠ και σήμερα έχει κάτω από 30, με το πρόβλημα να εντείνεται από τη γήρανση του προσωπικού.
“Πτυχία και επαγγελματικά δικαιώματα ανεξαρτήτως προσόντων”
Μέσα από την ίδρυση συνολικά 24 νέων τμημάτων Γεωπόνων – Δασοπόνων ετησίως θα προκύπτουν περισσότεροι από 6.000 νέοι πτυχιούχοι κι ενώ το επάγγελμα των γεωτεχνικών ήδη μαστίζεται από την ανεργία, είπε ο Κοσμήτορας της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, καθ. Δημήτρης Κωβαίος θέτοντας και το ζήτημα των προσόντων των αποφοίτων. “Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης το τμήμα Γεωπονίας παίρνει φοιτητές με βάση 16.100 μόρια και τώρα θα έχουμε άλλα τρία τμήματα με μετονομασία αντιστοίχων ΤΕΙ σε τμήματα Γεωπονίας, εκ των οποίων ενδεικτικά το Τμήμα Γεωπονίας του ΤΕΙ Φλώρινας, που γίνεται τώρα πανεπιστήμιο, έχει φετινή βάση 4.600 μόρια”, ανέφερε ως παράδειγμα, εκτιμώντας ότι “ισοπεδώνονται νέοι άνθρωποι που ο καθένας έχει τις δικές του δεξιότητες και όλοι ανεξαρτήτως προσόντων έχουν την δυνατότητα να πάρουν το ίδιο πτυχίο και να έχουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα”.
“Έλλειψη προϋποθέσεων για τη λειτουργία των νέων τμημάτων”
“Για να μπορέσει ένα πρόγραμμα να υλοποιηθεί επιτυχώς προϋποθέτει μελέτη σκοπιμότητας και οικονομοτεχνικές μελέτες. Η βιασύνη κατάθεσης του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και η ίδρυση 75 και πλέον τμημάτων αποδεικνύει μία έλλειψη αυτών των προϋποθέσεων”, δήλωσε ο κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ, καθ. Θεόδωρος Δαρδαβέσης.
“Για να λειτουργείς ένα νέο τμήμα απαιτούνται τουλάχιστον οκτώ μέλη ΔΕΠ. Αν πολλαπλασιάσουμε τα νέα τμήματα που ιδρύονται επί οκτώ μιλάμε για περίπου 600 μέλη ΔΕΠ που πρέπει άμεσα οι θέσεις τους να καλυφθούν, για να μπορέσει να έχει εφαρμογή το σχέδιο του νόμου. Αυτό δεν μπορεί παρά να μην έχει βαθύτατες επιπτώσεις στα ήδη λειτουργούντα τμήματα. Στην Ιατρική υπάρχει σοβαρή υποστελέχωση, που δεν μπορεί παρά να επιδρά όχι μόνο στην υγειονομική εκπαίδευση, αλλά και στην άσκηση της ιατρικής, π.χ. στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν μονομελείς χιειρουγικές κλινικές”, διευκρίνισε, ενώ προβληματισμό εξέφρασε και για την “καθηγητοποίηση εκατοντάδων μελών ΔΕΠ των ΤΕΙ, πολλοί εκ των οποίων είναι εξαιρετικοί, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλοί μέτριοι και θα έπρεπε να αξιολογηθούν με ανοικτές διαδικασίες, κάτι που δε γίνεται”.