Σε ολοένα και πιο σημαντική πηγή χρηματοδότησης για επιχειρήσεις, εκτός χρηματοπιστωτικού κλάδου, αναδεικνύονται οι αγορές εταιρικού χρέους.
Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στο νούμερο των 13 τρισ. δολαρίων στο οποίο ανήλθε στα τέλη του 2018 η αξία του συνολικού υπό διαπραγμάτευση χρέους με τη μορφή εταιρικών ομολόγων, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Σε πραγματικούς όρους, πρόκειται για ποσό διπλάσιο από τα επίπεδα του 2008. Την περίοδο 2008-2018, οι παγκόσμιες εταιρικές εκδόσεις χρέους ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 1,7 τρισ. δολάρια ετησίως συγκριτικά με τον ετήσιο μέσο όρο των 864 δισ. δολαρίων στα χρόνια που προηγήθηκαν της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Λιγότερες εκδόσεις
Παρά την αυξημένη αξία, όμως, οι παγκόσμιες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων το 2018 ήταν μειωμένες κατά 41% συγκριτικά με το 2017, παρουσιάζοντας τον χαμηλότερο όγκο από το 2008.
Το γεγονός δε ότι οι καθαρές εκδόσεις ομολόγων στη βαθμίδα της χαμηλής αξιολόγησης παρουσίασαν μείωση πέρυσι, καταδεικνύει την περιορισμένη όρεξη των επενδυτών για ανάληψη ρίσκου. Το μοναδικό άλλο έτος που συνέβη αυτό ήταν το 2008.
Καθώς λοιπόν μειώνεται η όρεξη των επενδυτών για ρίσκο αλλά και η πιστωτική ποιότητα, ο ΟΟΣΑπροβλέπει εταιρικές εκδόσεις ρεκόρ την προσεχή τριετία.
Οι επιχειρήσεις εκτός χρηματοπιστωτικού κλάδου θα κληθούν να αποπληρώσουν ή να αναχρηματοδοτήσουν εταιρικά ομόλογα αξίας περίπου 4 τρισ. δολαρίων την προσεχή τριετία, ποσό αντίστοιχο με τον συνολικό ισολογισμό της Φέντεραλ Ριζέρβ.
Οι επιχειρήσεις από τις πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες διακρατούν το 79% του συνολικού παγκόσμιου υπό διαπραγμάτευση εταιρικού χρέους με βάση στοιχεία του 2018, «είδαν» τον όγκο των εταιρικών ομολογιακών εκδόσεών τους να αυξάνεται κατά 70%, από τα 5,97 τρισ. δολάρια του 2008 στα 10,17 τρισ. δολάρια το 2018.
Οι ΗΠΑ παραμένουν η μεγαλύτερη αγορά εταιρικού χρέους. Όμως, οι επιχειρήσεις εκτός του χρηματοπιστωτικού κλάδου από τις υπόλοιπες οικονομίες, όπως Ιαπωνία, Βρετανία, Γαλλία και Ν. Κορέα, έχουν όλες αυξήσει τη χρήση εταιρικών ομολόγων ως μέσο δανεισμού.
Οι αναδυόμενες
Στις αναδυόμενες αγορές, η αγορά εταιρικού χρέους, καθοδηγούμενη κυρίως από την Κίνα, έφθασε πέρυσι την αξία των 2,78 τρισ. δολαρίων, αυξημένη κατά το δυσθεώρητο ποσοστό του 395% συγκριτικά με την αμέσως προηγούμενη δεκαετία. Η Κίνα «είδε» τις εκδόσεις εταιρικού χρέους της να εκτινάσσονται το 2016 στο επίπεδο ρεκόρ των 590 δισ. δολαρίων, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη υψηλότερη θέση στον κόσμο.
Επίσης, το μερίδιο των ρωσικών επιχειρήσεων στις συνολικές εκδόσεις εταιρικού χρέους στις αναδυόμενες αγορές, εξαιρουμένης της Κίνας, αυξήθηκε από το 7,6% στην προ της κρίσης περίοδο στο 15% στη μετά την κρίση περίοδο, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο των ινδικών επιχειρήσεων αυξήθηκε από το 4% στο 10,2%.
Ενώ όμως αυξήθηκε η αξία του συνολικού χρέους που εκδόθηκε από αμερικανικές επιχειρήσεις, ο αριθμός των αμερικανικών επιχειρήσεων δεν έχει παρουσιάσει αύξηση.
Παρότι την περίοδο 2000-2007, κατά μέσο όρο 605 επιχειρήσεις εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα επιχείρησαν πρόσβαση στην αγορά εταιρικού χρέους σε ετήσια βάση, ο μέσος αριθμός αυξήθηκε μόλις στις 646 επιχειρήσεις την περίοδο που ακολούθησε μετά την κρίση.
Μέτρια άνοδος στην Ευρώπη
Στην Ευρώπη, οι ετήσιες εταιρικές ομολογιακές εκδόσεις παρουσιάζουν μέτρια μόνο αύξηση σε σχέση με τις παγκόσμιες εταιρικές εκδόσεις.
Συγκριτικά με τη μέση αξία 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων των εταιρικών εκδόσεων στην περίοδο προ της κρίσης, ο μέσος όρος ετήσιων εκδόσεων αυξήθηκε κατά 54% στα 385 δισ. δολάρια στα χρόνια μετά την κρίση.
Αντίστοιχα, ο αριθμός των εταιρειών που προχώρησαν σε εκδόσεις ομολόγων αυξήθηκε κατά 53%, από τον μέσο όρο των 258 επιχειρήσεων ετησίως την περίοδο 2000-2007 στις 396 τα επόμενα έτη.
Η Κίνα συνέβαλε τα μέγιστα στην αύξηση των εταιρικών εκδόσεων. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο αριθμός των κινεζικών επιχειρήσεων με εκδόσεις χρέους αυξήθηκε από τις 68 του 2007 σε 1.451 το 2016.
Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ωστόσο κάποιους κινδύνους που συνοδεύουν τις εκδόσεις εταιρικού χρέους. Βασική ανησυχία συνιστά η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Στην περίπτωση αυτή, επιχειρήσεις με υψηλή μόχλευση θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους τους, εξέλιξη που με τη σειρά της, μέσω της μείωσης των επενδύσεων και των υψηλότερων περιπτώσεων στάσης πληρωμών χρέους, θα μπορούσε να επιταχύνει την επιβράδυνση.
Αύξηση των υποβαθμίσεων
H οικονομική επιβράδυνση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των υποβαθμίσεων εταιρικού χρέους, ειδικά μεταξύ των επιχειρήσεων με αξιολόγηση στην κατώτερη βαθμίδα ΒΒΒ, προειδοποιεί ο ΟΟΣΑ. Η υποβάθμιση μπορεί να θέσει περισσότερες επιχειρήσεις εκτός επενδυτικής διαβάθμισης. Οι επονομαζόμενοι «έκπτωτοι άγγελοι» θα βρεθούν αντιμέτωποι με αυξημένο κόστος δανεισμού.
Ο ΟΟΣΑ διακρίνει τον κίνδυνο αυξημένων πιέσεων στην αγορά non-investment grade εταιρικού χρέους. Πέραν του υψηλότερου κόστους δανεισμού που θα αντιμετωπίσουν οι «έκπτωτοι άγγελοι», η υποβάθμιση μεγάλου αριθμού ομολόγων επενδυτικής βαθμίδας στη βαθμίδα υψηλού ρίσκου (junk) θα είναι δύσκολο να απορροφηθεί από την αγορά non-investment grade χρέους, γεγονός που αναμένεται να προκαλέσει συνθήκες μεταβλητότητας και άνοδο των spreads, παρατηρεί ο ΟΟΣΑ.
Δεδομένου ότι το υφιστάμενο «απόθεμα» εταιρικών ομολόγων αξιολόγησης στη βαθμίδα ΒΒΒ ανέρχεται στα 3,6 τρισ. δολ., ένα νέο χρηματοπιστωτικό σοκ θα μπορούσε μέσα σε έναν χρόνο να «εκτοπίσει» εταιρικό χρέος 274 δισ. δολ., στην αγορά ομολόγων υψηλών αποδόσεων. Εάν συμπεριληφθεί και το χρέος εταιρειών του χρηματοοικονομικού τομέα, τότε το ποσό θα προσε-γγίσει το μισό τρισ. δολάρια. Ο Οργανισμός κρούει τον κώδωνα κινδύνου και για τα επίπεδα-ρεκόρ απαιτήσεων για αποπληρωμές οφειλών μέσα στα επόμενα χρόνια, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες αγορές. Οι εταιρείες στις ανεπτυγμένες αγορές χρειάζεται να αποπληρώσουν ή αναχρηματοδοτήσουν 2,9 τρισ. δολ. μέσα στην επόμενη τριετία και το αντίστοιχο ποσό για τις επιχειρήσεις στις αναδυόμενες υπολογίζεται στο 1,3 τρισ. δολ, σύμφωνα με τη naftemporiki.gr.