Οι νέες αλλαγές που φέρνουν τα ακυρωμένα ήδη από το Συμβούλιο της Επικρατείας μη ορθόδοξα Προγράμματα των Θρησκευτικών είναι, μεταξύ άλλων, η κατάργηση του μονοθρησκειακού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και η μετατροπή του σε ένα μάθημα με πολυθρησκειακό σκοπό, χαρακτήρα και προσανατολισμό.
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Έτσι, σύμφωνα με το περιεχόμενό τους, μεταβάλλουν τα Θρησκευτικά σε ένα πολιτικοκοινωνικό μάθημα για να διδάσκονται με αυτό στο σχολείο όλες οι θρησκείες και να τις παρακολουθούν, υποχρεωτικά, όλοι οι μαθητές, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους προέλευση, με βάση το σκεπτικό ότι οι θρησκείες συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των συγκρούσεων και στη δημιουργία μιας σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας.
Στην ουσία, δηλαδή, αφανίζεται ο Θεολογικός σκοπός των Θρησκευτικών, όπως τον γνωρίζαμε διαχρονικά εδώ και 180 χρόνια και μετατρέπεται σε κοινωνικοπολιτικό.
Το μάθημα των Θρησκευτικών, επομένως, αποσυνδέεται από τη σχέση που είχε με την Ορθόδοξη Εκκλησία -σχέση που διατηρείται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, στις οποίες επιδιώκεται η προσέγγιση, κατανόηση και γνώση της οικείας πίστεως των μαθητών- και μετατρέπεται σε ένα μάθημα σχολικού διαθρησκειακού διαλόγου και πολυθρησκειακής κατήχησης των μαθητών.
Οι μαθητές όλων των θρησκειών, που θα παρακολουθούν το υποχρεωτικό αυτό μάθημα, όπως περιγράφεται σε αυτά τα Προγράμματα, θα νοηματοδοτούν τη ζωή τους μέσα από τη γνώση των θρησκειών και των κοσμοθεωριών και θα στοχάζονται ή θα αναστοχάζονται πάνω σε πολλαπλές διαφορετικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές θεωρήσεις.
Όλες οι αρχές των νέων αυτών Προγραμμάτων εναντιώνονται στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα, αφού αποφασίστηκαν και λειτουργούν αυθαίρετα, μη στηριζόμενες στις συνταγματικές, επιστημονικές, χριστιανικές και κοινωνικές δομές της ελληνικής παιδείας.
Αυτή η εκ βάθρων μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών, επίσης, δεν στοιχειοθετείται με επιστημονικά, ερευνητικά ή εμπειρικά δεδομένα. Δεν δικαιολογείται, επίσης επιστημονικά, η θέση που διατυπώνεται, ότι μόνη της η ορθόδοξη πίστη δεν μπορεί να επιδράσει, ηθικοκοινωνικά, στους μαθητές και χρειάζεται τη σύμπραξη και βοήθεια των θρησκειών.
Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι αλλαγές που έγιναν με αυτά τα νέα Θρησκευτικά είναι παράνομες και μη επιστημονικές. Εντός των Προγραμμάτων παραθέτονται αυθαίρετες διαπιστώσεις και ισχυρισμοί για την ελληνική κοινωνία χωρίς να υπάρχουν πριν κάποιες επιστημονικές και εμπειρικές έρευνες, που να καταλήγουν σε αντικειμενικά στοιχεία που θα αναδείκνυαν ως αναγκαίες, από επιστημονικής, θεολογικής και παιδαγωγικής πλευράς, αυτές τις μεταβολές. Το μη επιστημονικά τεκμηριωμένο επιχείρημα, επομένως, ότι η ταυτόχρονη διδασκαλία όλων των θρησκειών ασκεί καλύτερη και ισχυρότερη επίδραση στην πνευματική ανάπτυξη του μαθητή, απ’ ό, τι η διδασκαλία της οικείας ορθόδοξης πίστεως είναι αίολο. Αντίθετα, υπάρχουν μελέτες και έρευνες που αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο.
Δεν υπάρχουν επίσης μελέτες, που να υιοθετούν τη θέση ότι είναι επιστημονικά έγκυρη και αξιόπιστη η αντιγραφή και εφαρμογή στο ελληνικό σχολείο Προγραμμάτων, που εφαρμόστηκαν στη θρησκευτική αγωγή κάποιας άλλης χώρας, με διαφορετική πίστη, διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις και άλλο πολιτισμικό και ηθικοκοινωνικό υπόβαθρο.
Και τούτο, διότι, όπως επισημαίνουν και οι ακυρωτικές των Προγραμμάτων αυτών αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν είναι νομικά, επιστημονικά και θεολογικά ορθό, ένα πολυθρησκειακό κατασκεύασμα, που εγκρίθηκε, με τα κριτήρια που εγκρίθηκε, για να διδάσκεται στο σχολείο, να αντικαταστήσει ή να υποκατασταστήσει την εσωτερική πνευματική και κοινωνική επενέργεια, που έχει η πριν από τη σχολική ζωή, χριστιανική ανατροφή των μαθητών.
Αν, μάλιστα, το πολυθρησκειακό μοντέλο καλλιεργεί μια πιο θετική κοινωνικότητα από ό, τι το μονοθρησκειακό, όπως ισχυρίζονται οι δημιουργοί των πολυθρησκειακών Προγραμμάτων, γιατί δεν εφαρμόζεται και στις θρησκευτικές μειονότητες των μαθητών που ζουν στην Ελλάδα, οι οποίες συνεχίζουν να διδάσκονται ακωλύτως και αμιγώς τη δική τους μονοθρησκειακή πίστη;
Είναι βέβαιο το πολυθρησκειακό μοντέλο, που επιβάλλεται με τα νέα Θρησκευτικά στους μαθητές, καταργεί την προσωπική θρησκευτική τους ταυτότητα -είτε είναι χριστιανοί είτε όχι- που θεωρείται το βασικότερο στοιχείο της πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Διότι, όντως, η επιβολή αυτού του μοντέλου, εκτός από την ταυτότητα και ετερότητα των ορθόδοξων μαθητών, καταπνίγει θανάσιμα και την ετερότητα ή τη διαφορετικότητα των αλλόθρησκων ή ετερόδοξων μαθητών, που δεν ανήκουν και δεν διδάσκονται, λόγω διασποράς τους σε όλη τη χώρα, μαζί με τα παιδιά των θρησκευτικών μειονοτήτων στην Ελλάδα που είναι μαζεμένα σε κάποιες περιοχές της χώρας.
Αυτό που παρατηρεί κανείς, με βάση την παιδαγωγική διάσταση του θέματος, είναι ότι, στην ουσία, αυτή η πολυθρησκειακή θρησκευτική αγωγή «στοχεύει σ’ ένα συγκρητισμικό μωσαϊκό» και σ’ ένα «πολιτισμικό σχετικισμό», με άλλα λόγια, στη «δημιουργία αισθημάτων ανεστιότητας».
Το νέο αυτό μοντέλο θρησκευτικής διαπαιδαγώγησης των μαθητών εξέρχεται των παιδαγωγικών ορίων αντιμετώπισης των ξένων μαθητών στο ελληνικό σχολείο και επιχειρεί να θέσει σε ισχύ, για όλους γενικά τους μαθητές, αυταρχικά και αυθαίρετα κριτήρια προσέγγισης, ως βάσεις της σχολικής θρησκευτικής αγωγής και της πνευματικής ανάπτυξης των παιδιών.
Από παιδαγωγικής πλευράς, αυτό το πολυθρησκειακό μείγμα καλλιεργεί την πνευματική σύγχυση σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές και, επομένως, δεν αποτελεί έγκυρη παιδαγωγική πράξη. Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι θα επενεργήσει αρνητικά, από θρησκευτικής, πολιτισμικής και κοινωνικής πλευράς και για τους ορθόδοξους και για τους αλλόθρησκους και για τους ετερόδοξους μαθητές.
Η επιβολή ενός τέτοιου πολυθρησκειακού μωσαϊκού δεν υπονομεύει μόνον την ετερότητα και την ταυτότητα όλων των μαθητών, αλλά υιοθετεί, ταυτόχρονα, την επιβολή και κατίσχυση μίας ομογενοποιημένης πολυθρησκειακής θρησκευτικότητας.
Η απροκάλυπτη υποτίμηση και περιθωριοποίηση του θρησκευτικού και πνευματικού υπόβαθρου του πολιτισμού, τόσο της πλειοψηφίας των ορθοδόξων μαθητών όσο και της μειοψηφίας των ανηκόντων σε άλλη θρησκεία, που επιχειρεί το νέο ΠΣ, πληγώνει και μειώνει τον σεβασμό της προσωπικότητας των μαθητών, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται ταυτόχρονα και η πολιτισμική διαφορετικότητα και ο υγιής πλουραλισμός.
Για να υπάρξει σεβασμός στην πολιτισμική ή θρησκευτική ταυτότητα και ετερότητα, είναι αναγκαίο, καταρχάς, να υπάρχουν και να διατηρούνται οι θρησκευτικές διαφορές μέσα στο σχολείο και όχι να επιχειρείται, μέσω της πολυθρησκείας, η πολτοποίησή τους, με τη δραστική χρήση του εργαλείου της συγχύσεως των διαφορών και των ετεροτήτων.
Ειδικά, για την πλειονότητα των Ελλήνων μαθητών, που είναι οι ορθόδοξοι, ένας από τους λόγους, που το πολυθρησκειακό μοντέλο διδασκαλίας τους απομακρύνει και τους αποξενώνει από το πνεύμα της Ορθόδοξης παραδόσεως, είναι ότι τους αλλάζει τα αγιογραφικά αλλά και πατερικά πρότυπα, που αφορούν στον τρόπο που πολιτεύονται έναντι του ξένου και του διαφορετικού.
Και τούτο, διότι, δεν μαρτυρούνται στην αγιογραφική, πατερική και ιστορική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρόμοιες θέσεις, όπως αυτές που εμφανίζονται στα νέα Θρησκευτικά, όπου, αφενός, αποδομείται -και μάλστα από ορθόδοξους Θεολόγους- η αδυναμία της ορθόδοξης πίστεως και παραδόσεως να επηρεάζει από μόνη της θετικά και ευεργετικά την ηθική και κοινωνική συμπεριφορά των πιστών της και, αφετέρου, επιλέγεται, ως λύση αυτής της κατασκευασμένης αδυναμίας, η κάλυψη του εμφανώς πλασματικού αυτού κενού, με την αναζήτηση της ηθικοκοινωνικής και πνευματικής συνδρομής και στήριξης των άλλων θρησκειών.
Αυτές οι θέσεις πλήττουν βαθύτατα, με έναν αιρετικό μάλιστα τρόπο, την οντολογία της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής πίστεως, την οποία πιστεύουν οι πλείστοι μαθητές, ως μέλη της Εκκλησίας, για τους οποίους ο Ιησούς Χριστός είναι, εκτός από τέλειος Θεός, και τέλειος Άνθρωπος και, φυσικά, από κοινωνικής πλευράς, αποτελεί την αλήθεια, τη ζωή και την οδό.
Αυτές οι μη επιστημονικές και αλλόκοτες θέσεις των νέων Θρησκευτικών, οδηγούν σε θεολογική οπισθοδρόμηση, θεολογική μειονεξία και θεολογική αλλοτρίωση. Στην ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, διαχρονικά, δεν μαρτυρούνται προηγούμενα τέτοιων μη χριστιανικών επιλογών, όπου ένα μωσαϊκό διδασκαλίας, πολυθρησκειακού περιεχομένου, να θεωρείται ότι έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα, ως πρότυπο διδασκαλίας, να καλλιεργεί ηθικοκοινωνικές πεποιθήσεις σε ορθόδοξους μαθητές και, μάλιστα, να επιδρά θετικότερα στη μάθηση, την μόρφωση και τη συμπεριφορά από ό, τι η αμιγής ορθόδοξη διδαχή.