Την περαιτέρω επιτάχυνση της ανάπτυξης και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας μέσα στο 2019 διαπιστώνει η Δήλωση Συμπερασμάτων της αποστολής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη χώρα μας, η οποία, όμως, προχωρά και σε μια σειρά συστάσεων για την αντιμετώπιση διαρθρωτικών αδυναμιών με στόχο την άμβλυνση των αρνητικών κινδύνων.
Υπό αυτό το πρίσμα, το προσωπικό του ΔΝΤ σημειώνει ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου παραμένουν διαχειρίσιμες και καλεί τις ελληνικές αρχές να συνεχίσουν τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας προκειμένου να διατηρηθεί η δυναμικότητα της ανάπτυξης.
Ειδικότερα, η Δήλωση Συμπερασμάτων προβαίνει σε μια σειρά συστάσεων, λέγοντας ότι «οι προτεραιότητες πολιτικής συμπεριλαμβάνουν τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για τη μείωση των άμεσων φόρων, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και των στοχευμένων κοινωνικών δαπανών, την επιτάχυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, την ενίσχυση της ελαστικότητας της αγοράς εργασίας και της ανταγωνιστικότητας κόστους. Τα παραπάνω θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν στην άμβλυνση των εντεινόμενων αρνητικών κινδύνων».
Αναφορικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, οι εκπρόσωποι του Ταμείου επισημαίνουν τους δημοσιονομικούς κινδύνους που δημιουργούνται από μια σειρά δικαστικών αποφάσεων που βρίσκονται υπό εξέλιξη, ενώ κάνουν αναφορά και στον τραπεζικό τομέα, τονίζοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες «παραμένουν ακόμα ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές».
Στην ανακοίνωση επαναδιατυπώνεται η πάγια θέση του ΔΝΤ για την ανάγκη ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καλώντας τις ελληνικές αρχές «να επανεξετάσουν το σχεδιασμό του νομικού πλαισίου αφερεγγύοτητας υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και νοικοκυριών και να διευκολύνουν την αποδοτική χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των εξωδικαστικών μηχανισμών».
Αναφορικά με την πορεία αποπληρωμής του χρέους, η αποστολή του Ταμείου διαπιστώνει πως η βιωσιμότητα του παραμένει «ισχυρή» σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, εκτιμώντας ότι σε αυτό το διάστημα η χώρα θα επιτύχει τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων και θα καταφέρει να προβεί στη συνολική απομείωση του εθνικού της χρέους. Η ανακοίνωση, όμως, επισημαίνει ότι στην «περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων» θα χρειαστεί «μια ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής» προκειμένου να διασφαλιστεί η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα.
Σε σχέση με τις εξελίξεις στο θέμα του κατώτατου μισθού, η αποστολή του Ταμείου εκφράζει τη γνώμη ότι οι όποιες αυξήσεις θα πρέπει να είναι συμβατές με την αύξηση της παραγωγικότητας ώστε να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η συγκεκριμένη Δήλωση Συμπερασμάτων είναι η πρώτη που γίνεται στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής παρακολούθησης που όπως έχουν επανειλημμένα επισημάνει οι αρχές του Ταμείου πρόκειται για μια προβλεπόμενη διαδικασία για τις χώρες με χρέος προς το ΔΝΤ που υπερβαίνει το 200% του μεριδίου τους.
Η ανακοίνωση του ΔΝΤ
1. Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να επιταχυνθεί το 2019, και στη συνέχεια να γίνει σταδιακά ηπιότερη μεσοπρόθεσμα καθώς το παραγωγικό κενό κλείνει. Η ανάπτυξη προβλέπεται να φτάσει το 2,4% το 2019, αυξημένη σε σχέση το εκτιμώμενο 2,1%για το 2018. Οι εξαγωγές, ιδιαίτερα ο τουρισμός, και η κατανάλωση (υποστηριζόμενη από τη μειωμένη ανεργία και την αυξημένη εμπιστοσύνη) είναι οι οδηγοί προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανάκαμψη των ιδιωτικών καταθέσεων επέτρεψε την περαιτέρω χαλάρωση των μέτρων ελέγχου των ροών κεφαλαίου (CFM). Εντούτοις, η αύξηση των επενδύσεων παραμένει άτονη, λόγω των υψηλών επιδράσεων βάσης και το -ακόμη- αδύναμο επενδυτικό κλίμα. Μεσοπρόθεσμα, η ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει λίγο παραπάνω από το 1%, καθώς το παραγωγικό κενό κλείνει, παρά τη σταδιακή μείωση των υψηλών στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει περίπου στα ίδια επίπεδα μεσοπρόθεσμα, αφού επιδεινώθηκε το 2018.
2. Η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους παραμένει ισχυρή. Αυτό αντανακλά τις μέτριες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης κάτω από το βασικό σενάριο και το σημαντικό προληπτικό μαξιλάρι ρευστότητας. Οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένεται να επιτευχθούν και το χρέος αναμένεται να μειωθεί μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, χρειάζεται μια ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων.
3. Οι αρνητικοί κίνδυνοι έχουν γίνει πιο έντονοι. Οι παρακαταθήκες της κρίσης παραμένουν σημαντικές, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημοσίου χρέους, της επιδείνωσης των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα και της αδύναμης νοοτροπίας πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξωτερικοί κίνδυνοι (όπως μια ενδεχόμενη επιδείνωση της ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων, μια ενδεχόμενη απότομη συστολή των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών, και μια επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου) θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις εξαγωγές και την ανάπτυξη. Οι επενδύσεις και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν από την μεταρρυθμιστική κόπωση (ή την ανατροπή μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών. Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι προκύπτουν από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη, ενώ οι τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές.
4. Εν μέσω αυξημένων μισθολογικών πιέσεων, για να διατηρηθούν οι ωφέλειες σε ανταγωνιστικότητα που επιτεύχθηκαν δύσκολα, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να προωθεί την μεταρρυθμιστική της ατζέντα. Η αναπτυξιακή στρατηγική των αρχών συμπεριλαμβάνει αξιέπαινους στόχους υψηλού επιπέδου, αλλά περαιτέρω μέτρα θα χρειαστούν για την επίτευξή τους. Στην αγορά εργασίας, η περισσότερη ευελιξία θα βοηθούσε την άμβλυνση τυχόν αρνητικών επιδράσεων στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση από μισθολογικές πιέσεις οι οποίες υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας και από την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Αυτά τα μέτρα άμβλυνσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν δομικές μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς (συμπεριλαμβανομένων των αγορών προϊόντων), με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
5. Προτεραιότητες είναι η επανεξισορρόπηση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής κατά τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη και η προετοιμασία προληπτικών σχεδίων για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών κινδύνων. Η επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης με λιγότερους αποκλεισμούς, με την παράλληλη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που έχουν συμφωνηθεί με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι μια πρόκληση, αλλά μπορεί να διευκολυνθεί από δημοσιονομικά ουδέτερες βελτιώσεις στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Η κυβέρνηση θα πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα τη μείωση των συντελεστών φορολογίας σε μισθούς και κέρδη, η οποία θα χρηματοδοτηθεί από την προγραμματισμένη για την επόμενη χρονιά- διεύρυνση της φορολογικής βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων. Η αντιμετώπιση πιθανών δημοσιονομικών σοκ από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη σχετικά με βασικές συνταξιοδοτικές και μισθολογικές μεταρρυθμίσεις, θα πρέπει να βασιστεί στην προετοιμασία ενός προληπτικού σχεδίου. Η επιτάχυνση των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων της ΑΑΔΕ και στον τομέα της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης, θα υποστηρίξει περαιτέρω την αποδοτικότητα των δαπανών, θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο και θα αμβλύνει τους δημοσιονομικούς κινδύνους.
6. Η επαναφορά του τονωτικού ως προς την ανάπτυξη τραπεζικού δανεισμού θα χρειαστεί άμεσες, ολοκληρωμένες και καλά οργανωμένες δράσεις για να βοηθήσει την εξυγίανση των ισολογισμών. Χρειάζονται συντονισμένα βήματα από βασικούς φορείς για την υποστήριξη της ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τον σχεδιασμό του νομικού πλαισίου αφερεγγύοτητας υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και νοικοκυριών και να διευκολύνουν την αποδοτική χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των εξωδικαστικών μηχανισμών. Οι δημόσιοι πόροι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν προσπάθειες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε όρους αγοράς, αλλά η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας στρατηγικής σε σχέση με το κόστος θα πρέπει να υπολογιστεί με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψιν την επίδρασή της στους ισολογισμούς των τραπεζών και του κράτους. Αυτά τα βήματα, σε συνδυασμό με άλλες προσπάθειες, όπως η βελτίωση της εσωτερικής διακυβέρνησης, θα βοηθήσουν την επαναφορά της κερδοφορίας και τη δημιουργία μαξιλαριών κεφαλαίου και ρευστότητας. Η απελευθέρωση των μέτρων ελέγχου των κεφαλαιακών ροών θα πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τον, βασιζόμενο σε προϋποθέσεις, οδικό χάρτη.