Πολύ μεγαλύτερη, σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, είναι για την Ελλάδα η απειλή αυτοματοποίησης της εργασίας το εγγύς μέλλον, η οποία ενδέχεται να αφήσει εκτός αγοράς χιλιάδες εργαζομένους σε διάφορους κλάδους, συνεπεία των καθυστερήσεων στη διαδικασία μετάβασης της αγοράς εργασίας σε μια ψηφιακή οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Την εκτίμηση αυτή διατυπώνει, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Μάρα Μπρούτζια (Mara Brugia), acting director στο Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop). Πρόκειται για τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, που βοηθά την Κομισιόν, τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, τους εργοδότες και τους συνδικαλιστές στην ανάπτυξη και εφαρμογή πολιτικών στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης και στην προσαρμογή της προσφοράς κατάρτισης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
«Η απειλή της αυτοματοποίησης είναι πολύ μεγαλύτερη στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Βάσει εκτιμήσεων του Cedefop και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), για περίπου το ένα τέταρτο των θέσεων εργασίας των Ελλήνων εργαζομένων υπάρχει πολύ υψηλή πιθανότητα αυτoματοποίησης στο εγγύς μέλλον. Στον αντίποδα, μόλις το 7% των εργαζομένων σε σκανδιναβικές χώρες όπως η Φιλανδία και η Σουηδία εργάζονται σε δουλειές στις οποίες ενδέχεται να αντικατασταθούν από ρομπότ. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι η ελληνική αγορά εργασίας έχει καθυστερήσει, σε σχέση με άλλους κύριους κοινοτικούς εταίρους, σε επίπεδο μετάβασης προς μια ψηφιακή οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας» σημειώνει η κα Μπρούτζια.
Σε ό,τι αφορά τη γενικότερη τάση στην ελληνική αγορά εργασίας για την περίοδο ώς το 2030, η κα Μπρούτζια επισημαίνει ότι βάσει των εκτιμήσεων του cedefop και με έτος αφετηρίας το 2016 η απασχόληση στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 6,5%, ενώ οι θέσεις εργασίας που θα ανοίξουν υπολογίζονται σε περισσότερες από 2,6 εκατομμύρια, εκ των οποίων όμως εννέα στις δέκα (ποσοστό 90%) θα καλύψουν ανάγκες αντικατάστασης (π.χ., λόγω συνταξιοδότησης εργαζομένων) και μόνο το 10% θα είναι πραγματικά “νέες”. Από το σύνολο των θέσεων εργασίας, το 44% θα αφορά δουλειές που ζητούν μεσαία επαγγελματικά προσόντα, το 39% υψηλά και το 17% χαμηλά, ενώ τα επαγγέλματα με την υψηλότερη ζήτηση εκτιμάται ότι θα είναι αυτά που αφορούν σε πωλήσεις (370.000 θέσεις εργασίας), σε παροχή προσωπικών υπηρεσιών (315.000) και σε εξειδικευμένα αγροτικά επαγγέλματα με προσανατολισμό στην αγορά (298.000).
Η κα Μπρούτζια αναφέρεται ακόμη στα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η έλευση χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων στην ΕΕ, αλλά και στις μελλοντικές τάσεις και προκλήσεις συνολικά για την αγορά εργασίας της ενωμένης Ευρώπης, καθοδόν προς το 2030.
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης της Μάρα Μπρούτζια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Αλεξάνδρα Γούτα ακολουθεί:
ΕΡ. Θα λέγατε ότι η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας έχει ξεπεράσει πλέον τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών; Τι να αναμένουμε για το μέλλον;
ΑΠ. Σε συνέχεια της βαθιάς ύφεσης που προκάλεσε η οικονομική κρίση προ δεκαετίας, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ βίωσαν αρνητική τάση στην απασχόληση. Παρά την αυξανόμενη αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία, το 2018 πιθανώς θα είναι, με βάση την πρόβλεψη του cedefop, το πέμπτο κατά σειρά έτος ανάπτυξης της απασχόλησης στην Ευρώπη. Κοιτάζοντας μπροστά, παρότι συνολικά για την Ευρώπη αναμένεται μέτρια ανάπτυξη της απασχόλησης, σε κάποιες χώρες εκτιμάται ότι θα υπάρξει πτώση, καθώς μακροπρόθεσμες δημογραφικές τάσεις, όπως η γήρανση του πληθυσμού και η εξερχόμενη μετανάστευση, θα περιορίσουν την ανάπτυξη.
Τέσσερις στις πέντε θέσεις εργασίας θα ζητούν δεξιότητες υψηλού επιπέδου
ΕΡ. Ποιες αναμένετε ότι θα είναι οι κυρίαρχες μελλοντικές τάσεις και προκλήσεις για την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας ως το 2030;
ΑΠ. Με βάση τη μελέτη πρόβλεψης δεξιοτήτων του Cedefop, τα συνολικά ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας αναμένεται να μειωθούν στις περισσότερες χώρες για την περίοδο ώς το 2030. Αυτό είναι κυρίως απότοκο του γηράσκοντος εργατικού δυναμικού, καθώς το μέγεθος του πληθυσμού των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζόμενων αυξάνεται, ενώ ο πληθυσμός των νεαρών ενηλίκων εργαζομένων μειώνεται. Η τάση αυτή δεν αναμένεται ωστόσο να δημιουργήσει μείωση σε απόλυτους αριθμούς στο εργατικό δυναμικό, δεδομένου ότι ο πληθυσμός θα συνεχίσει να αυξάνεται, καθώς η τάση θετικής καθαρής μετανάστευσης (positive net migration) θα συνεχιστεί. Συνεπώς, μια πρόκληση που ανακύπτει από αυτό είναι να διασφαλίσουμε ότι η Ευρώπη διατηρεί εργατικό δυναμικό υψηλής ποιότητας, όχι μόνο σε επίπεδο αριθμών, αλλά επίσης σε δυνατότητα προσαρμογής του σε έναν μεταλλασσόμενο κόσμο εργασίας.
Επιπρόσθετα, στην περίοδο ώς το 2030 η πόλωση στις θέσεις εργασίας αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Οι θέσεις εργασίας στο φάσμα των υψηλών και χαμηλών προσόντων αναμένεται να αυξηθούν σε αριθμό, ενώ οι δουλειές που απαιτούν μέσες δεξιότητες εκτιμάται ότι θα καμφθούν. Ειδικότερα, τέσσερις στις πέντε νέες θέσεις εργασίας θα αφορούν επαγγέλματα που ζητούν υψηλά προσόντα. Παρότι η πόλωση της εργασίας δεν είναι κάτι καινούργιο, είμαστε στο στάδιο που οι τεχνολογικές εξελίξεις δείχνουν να επηρεάζουν περισσότερο τα επαγγέλματα “ρουτίνας”. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί και στο μέλλον, η μεγάλη πρόκληση είναι να διασφαλίσουμε ότι οι εργαζόμενοι στα επαγγέλματα μεσαίων προσόντων προστατεύονται και ότι υπάρχει αξιοπρεπής εργασία για όλους.
Ανάγκες αντικατάστασης θα καλύπτουν 9 στις 10 θέσεις εργασίας που θα ανοίξουν στην Ευρώπη ώς το 2030
ΕΡ. Σε ποιους τομείς εκτιμάτε ότι θα καταγραφούν οι μεγαλύτερες αλλαγές στην προσφορά και ζήτηση εργασίας και δεξιοτήτων στην Ευρώπη ως το 2030;
ΑΠ. Ως το 2030 βλέπουμε ότι η μείωση της απασχόλησης στις βασικές βιομηχανίες και στη βασική μεταποίηση θα συνεχιστεί. Ενώ (η απασχόληση) σε κάποιους μεταποιητικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας (π.χ ηλεκτρονικός εξοπλισμός και εξοπλισμός οπτικής ίνας, αυτοκίνητα) εκτιμάται ότι θα αυξηθεί, η γενική τάση για την ΕΕ ως σύνολο είναι -όπως αποτυπώνεται στις εκτιμήσεις μας- η μετάβαση προς μια οικονομία που βασίζεται περισσότερο στις υπηρεσίες. Την ίδια ώρα, σε αρμονία και με την τάση για τα επαγγελματικά προσόντα που προανέφερα, η τάση προς τα επαγγέλματα υψηλών προσόντων αναμένεται να ενταθεί περαιτέρω. Φυσικά, αυτές οι γενικές τάσεις θα διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα, από τομέα σε τομέα και από επάγγελμα σε επάγγελμα. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εννέα στις δέκα θέσεις εργασίας που θα ανοίξουν στο μέλλον θα αφορούν σε ανάγκες αντικατάστασης εργαζομένων (π.χ., λόγω συνταξιοδότησης), οπότε πολλές θέσεις εργασίας αναμένεται να δημιουργηθούν και σε κλάδους φθίνοντες (από άποψη απασχόλησης), όπως ο αγροτικός.
Η αυτοματοποίηση απειλεί το 14% των θέσεων εργασίας στην ΕΕ, το 25% στην Ελλάδα και το 7% στη Σουηδία
ΕΡ. Πώς αναμένετε ότι θα επηρεάσει η αυτοματοποίηση και η πρόοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης τις μελλοντικές επαγγελματικές προοπτικές των σημερινών μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών στην Ευρώπη γενικά, αλλά και στην Ελλάδα ειδικότερα;
ΑΠ. Η αυτοματοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) αναπτύσσονται ραγδαία και επηρεάζουν τη φύση της εργασίας και τις ανάγκες δεξιοτήτων στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας. Ορισμένοι έχουν ισχυριστεί ότι πάνω από τις μισές θέσεις εργασίας συνολικά είναι πιθανό να καταληφθούν από ρομπότ και μηχανές (συνολικά στην Ευρώπη) μέχρι το 2025-2030. Ωστόσο, η ανάλυση του cedefop, που βασίζεται σε δεδομένα από την καινοτόμο μας έρευνα για τις δεξιότητες και τις θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, αποκαλύπτει μια διαφοροποιημένη ιστορία. Βάσει των εκτιμήσεών μας, περίπου το 14% των συνολικών θέσεων εργασίας ενηλίκων στην ΕΕ βρίσκονται ενώπιον σημαντικού κινδύνου αντικατάστασης από μηχανές. Βρίσκουμε ακόμη ότι περίπου το 35%-40% των εργαζομένων θα δουν ουσιαστική μεταμόρφωση στα καθήκοντά τους και στις δεξιότητες που θα απαιτούνται για να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό συνεπάγεται ότι οι Ευρωπαίοι σπουδαστές, που θα βρεθούν σε αυτές τις θέσεις εργασίας υψηλού ρίσκου μετά τη αποφοίτησή τους, θα πρέπει να αναμένουν ότι θα βιώνουν σημαντικά χαμηλότερη επαγγελματική ικανοποίηση και εισοδήματα κατά μέσο όρο, σε σχέση με εργαζόμενους που θα τοποθετηθούν σε θέσεις θωρακισμένες από τον κίνδυνο της αυτοματοποίησης.
Παραδόξως, η απειλή της αυτοματοποίησης είναι πολύ μεγαλύτερη στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Βάσει εκτιμήσεων του Cedefop και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), για περίπου το ένα τέταρτο των θέσεων εργασίας των Ελλήνων εργαζομένων υπάρχει πολύ υψηλή πιθανότητα αυτοματοποίησης στο εγγύς μέλλον. Στον αντίποδα, μόλις το 7% των εργαζομένων σε σκανδιναβικές χώρες όπως η Φιλανδία και η Σουηδία εργάζονται σε δουλειές στις οποίες ενδέχεται να αντικατασταθούν από ρομπότ. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι η ελληνική αγορά εργασίας έχει καθυστερήσει, σε σχέση με άλλους κύριους κοινοτικούς εταίρους, σε όρους μετάβασης προς μια ψηφιακή οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Οι φορείς που είναι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής (policy makers) αντιμετωπίζουν μια πρόκληση-“κλειδί” στο να διασφαλίσουν ότι τα άτομα θα μπορέσουν να μετακινηθούν από έναν ημι-αναλογικό σε έναν ψηφιακό κόσμο, με όσο το δυνατόν λιγότερη αναστάτωση. Ο εκσυγχρονισμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και τα συστήματα δια βίου μάθησης αποτελεί κατά γενική παραδοχή κρίσιμη παράμετρο στην εξίσωση, λαμβανομένου υπόψη ότι η μελέτη μας δείχνει ότι οι άνθρωποι που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της αυτοματοποίησης (στην αγορά εργασίας) είναι ακριβώς εκείνοι από τους οποίους λείπουν προηγμένες δεξιότητες τόσο ψηφιακές, όσο και “τέμνουσες” (transversal) άλλα επαγγελματικά προσόντα, κυρίως δεξιότητες όπως ο σχεδιασμός και η οργάνωση, η ομαδική εργασία, η δημιουργικότητα και η κριτική σκέψη. Χρειάζεται όμως να είμαστε ξεκάθαροι ως προς το ότι οι πολιτικές αναπροσδιορισμού επαγγελματικών προσόντων δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα από μόνες τους. Ολόκληρο οπλοστάσιο πολιτικών καινοτομίας, ανταγωνιστικότητας, απασχόλησης και μισθολογικών απολαβών πρέπει να εφαρμοστεί παράλληλα με στρατηγικές δεξιοτήτων που “βλέπουν” μπροστά, για να διασφαλιστεί η δίκαιη και ευρεία πρόσβαση των ατόμων στις ευκαιρίες της εποχής της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Αναγκαία η ολιστική προσέγγιση για την ενσωμάτωση των προσφύγων στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας
ΕΡ. Πώς διαχειρίζεται η Ευρώπη τις αυξανόμενες ροές προσφύγων και μεταναστών των τελευταίων ετών, σε όρους παροχής επαγγελματικής κατάρτισης και ευκαιριών απασχόλησης;
ΑΠ. Όταν αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα, πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι οι πολιτικές ενσωμάτωσης παραμένουν αρμοδιότητα των κρατών-μελών. Τα κράτη-μέλη έχουν στη διάθεσή τους ειδικούς πόρους, για να τα βοηθήσουν να χρηματοδοτήσουν μέτρα ενσωμάτωσης -επιπρόσθετα στους πόρους του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης, που μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για αυτόν τον σκοπό. Φυσικά, η απότομη αύξηση στον αριθμό των αναζητούντων άσυλο και των προσφύγων έχει προκαλέσει μια πρόσθετη αίσθηση επείγοντος για την αντιμετώπιση προϋπαρχουσών προκλήσεων στην ΕΕ, που επηρεάζουν όλες τις ευάλωτες ομάδες, είτε πρόκειται για πολίτες γεννημένους στην Ευρωπαϊκή Ενωση είτε για υπηκόους τρίτων χωρών.
Οι πολιτικές και τα προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι ουσιώδες μέρος αυτής της συνεκτικής (και πιθανώς “win-win”) προσέγγισης, όπως αυτή προσδιορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των τρέχοντων αριθμών τόσο των αναζητούντων άσυλο, όσο και των προσφύγων, γίνεται ξεκάθαρη η ανάγκη να αναβαθμιστούν, να προσαρμοστούν και να επανεφευρεθούν τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης. Στη διάρκεια των περασμένων ετών, το cedefop συνέβαλε ουσιαστικά στο να επικεντρωθεί η προσοχή στον ρόλο της επαγγελματικής κατάρτισης και των συνδεόμενων με αυτή πολιτικών, για τη σύνδεση προσφύγων και μεταναστών με την αγορά εργασίας. Σε ό,τι αφορά τους πρόσφυγες, η κοινωνική και οικονομική ενσωμάτωση εμποδίζονται από διάφορους παράγοντες, όπως οι τραυματικές εμπειρίες, η ισχνή σύνδεση με τη χώρα που τους φιλοξενεί και η έλλειψη πληροφόρησης για τις ευκαιρίες εργασίας. Προβλήματα που αφορούν την αναγνώριση των επαγγελματικών τους δεξιοτήτων και προσόντων και της πρότερης εργασιακής εμπειρίας, αποτελούν πρόσθετα κρίσιμα ζητήματα, που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Για αυτό και είναι αναγκαία μια ολιστική προσέγγιση, η οποία για παράδειγμα δεν θα περιορίζεται στην παροχή κατάρτισης, και στην οποία πρέπει να περιλαμβάνονται η γρήγορη πρόσβαση σε μέτρα ενσωμάτωσης, η αξιολόγηση των δεξιοτήτων τους, ο επαγγελματικός προσανατολισμός, καθώς και οι ισχυρές συμπράξεις με οικονομικούς και θεσμικούς εταίρους, τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο. Αυτή η προσέγγιση θα είναι επίσης αποτελεσματική από άποψη καλύτερης διαχείρισης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της δημιουργίας συμπληρωματικών μηχανισμών “διόδου” (pathway mechanisms) για την υποδοχή και την κινητικότητα των προσφύγων, με βάση τις δεξιότητές τους και τις πολιτικές επαγγελματικής κατάρτισης.