Έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον για την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για τα «κόκκινα» δάνεια των ελληνικών τραπεζών από ξένους επενδυτές, επεσήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκπροσώπους του Τύπου στο πλαίσιο εκδήλωσης της Τράπεζας Πειραιώς για τις Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής.
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι η πρόταση της ΤτΕ παρουσιάζεται σήμερα και αύριο σε επενδυτές στο Λονδίνο, ενώ τόνισε την ανάγκη να προχωρήσουν άμεσα και τα δυο σχέδια για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων – τόσο αυτό του ΤΧΣ και του υπουργείου Οικονομικών αλλά και αυτό της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οπως εξήγησε ο ίδιος η εκκρεμόττηα αυτή τρομάζει τις αγορές με αποτέλεσμα να προκαλείται έντονη αστάθεια και μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές των τραπεζικών μετοχών.
Ερωτηθείς για πρόσφατα δημοσιεύματα στον διεθνή τύπο αναφορικά με την επιβολή από την ΤτΕ πλήρους κάλυψης σε προβλέψεις και στα παλαιά δάνεια, διευκρίνισε ότι αυτό αποτελεί αρμοδιότητα του SSM και ότι οι σχετικές ρυθμίσεις που απαιτούν κατά 100% κάλυψη των νέων δανείων είναι γνωστές εδώ και καιρό.
Στην ομιλία του στην εκδήλωση για τις Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι ο τραπεζικός τομέας μπορεί και πρέπει να ηγηθεί της προσπάθειας για ένα βιώσιμο μέλλον μέσα από την κατεύθυνση κεφαλαίων σε δράσεις που αποφέρουν θετικά αποτελέσματα για την κοινωνία και την καθοδήγηση των πελατών του στην ορθή διαχείριση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων.
Η ομιλία του κ. Στουρνάρα
Είναι χαρά μου να βρίσκομαι σήμερα κοντά σας και να μοιραστώ τις σκέψεις μου για ένα βιώσιμο μέλλον, τη στιγμή που το κόστος της οικονομικής ανάπτυξης για την κοινωνία και το περιβάλλον αυξάνει όλο και περισσότερο.
Είναι ενδεικτικό πως, και για τη φετινή χρονιά, τους πρώτους επτά μήνες εξαντλήσαμε όλους τους φυσικούς πόρους που μπορούν να ανανεώνουν τα οικοσυστήματα σε χρονικό διάστημα ενός έτους.
Επομένως, ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της οικονομικής ανάπτυξης σε ένα πλαίσιο βιωσιμότητας είναι κρίσιμος για την πορεία μας στο μέλλον.
Τα Ηνωμένα Έθνη εξαρτούν το βιώσιμο μέλλον από την επίτευξη 17 Στόχων έως το 2030 (United Nations Sustainable Development Goals – SDGs).
Πιο συγκεκριμένα, στόχοι όπως η εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας, η ποιοτική εκπαίδευση, η ισότητα, η αξιοπρεπής εργασία, η πρόσβαση σε καθαρό νερό και ενέργεια, η δικαιοσύνη, οι ισχυροί θεσμοί, η οικονομική ανάπτυξη και οι δράσεις για το περιβάλλον έχουν καίρια θέση στον οδικό χάρτη της βιωσιμότητας.
Η παγκόσμια ευημερία οφείλει να είναι προτεραιότητα για όλους.
Σε μια εποχή όπου είμαστε διασυνδεδεμένοι περισσότερο από ποτέ, η ευημερία των κρατών, των πολιτών και των επιχειρήσεων είναι αλληλοεξαρτώμενες και χρειάζεται μία ολιστική προσέγγιση για την επίτευξη του κοινού βιώσιμου αναπτυξιακού σκοπού.
Επομένως, η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί συλλογική ευθύνη και απαιτείται η συνεργασία όλων.
Οι προκλήσεις για τη βιωσιμότητα είναι σήμερα τέτοιες που εάν πρόκειται να πετύχουμε τους 17 Στόχους θα πρέπει ο χρηματοπιστωτικός τομέας να συνεισφέρει τόσο με τις πρακτικές του όσο και με το ειδικό του βάρος, ιδιαίτερα καθώς η συνέργεια δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι απαραίτητη για τη χρηματοδότηση της πορείας προς ένα βιώσιμο μέλλον, που έχει μεν σημαντικό κόστος αλλά και ανεκτίμητη αξία.
Στην πορεία αυτή υπάρχουν πολλαπλές προκλήσεις, καθώς για να πετύχουμε μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα χρειάζονται προσαρμογές των καθιερωμένων πρακτικών.
Σε αυτή την κατεύθυνση, συστηματικά και με προοδευτικό ρυθμό, ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’90, ο ΟΗΕ μέσω του Finance Initiative του Προγράμματος Περιβάλλοντος (United Nations Environment Programme Finance Initiative – UNEP FI) θέτει αρχές αειφορίας στο πλαίσιο λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της σύγχρονης τραπεζικής, ασφαλιστικής και επενδυτικής πρακτικής.
Τα μέλη του UNEP FI, στα οποία ανήκουν τρεις ελληνικές τράπεζες και ένα ελληνικό ίδρυμα ιδιωτικής ασφάλισης, αναγνωρίζουν την ανάγκη για οικονομική ανάπτυξη συμβατή με την ανθρώπινη ευημερία και το φυσικό περιβάλλον, αλλά και τον κίνδυνο για το υψηλό κοινωνικό, περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος που ενέχεται εάν αυτή η συμβατότητα χαθεί.
Αναγνωρίζουν επίσης πως η βιωσιμότητα συνδέεται ολοένα και περισσότερο με ανθρωπιστικά και κοινωνικά ζητήματα καθώς διευρύνεται η παγκόσμια περιβαλλοντική ατζέντα και καθώς η αλλαγή του κλίματος επιφέρει μεγαλύτερες προκλήσεις για την ανάπτυξη και την ασφάλεια.
Ο ρόλος του χρηματοοικονομικού τομέα μπορεί να είναι καταλυτικός σε αυτά τα ζητήματα, ιδιαίτερα στην προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης σε ισορροπία με την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική ευημερία.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να συνεισφέρουν μέσα από τις δικές τους δραστηριότητες και επενδύσεις αλλά και μέσα από τη σχέση τους με άλλους οικονομικούς κλάδους και καταναλωτές.
Ειδικότερα, ο τραπεζικός τομέας μπορεί και πρέπει να ηγηθεί της προσπάθειας για ένα βιώσιμο μέλλον μέσα από την κατεύθυνση κεφαλαίων σε δράσεις που αποφέρουν θετικά αποτελέσματα για την κοινωνία και την καθοδήγηση των πελατών του στην ορθή διαχείριση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, τέθηκαν πρόσφατα σε εξάμηνη διαβούλευση από το UNEP FI οι Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής, οι οποίες διαμορφώθηκαν από 28 τράπεζες διεθνώς, μεταξύ των οποίων και η Τράπεζα Πειραιώς.
Σκοπός είναι οι Αρχές αυτές να καθορίσουν τον ρόλο και τις ευθύνες του τραπεζικού τομέα στη διαμόρφωση ενός βιώσιμου μέλλοντος, ενώ οι τράπεζες που θα υπογράψουν τις Αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τις εργασίες τους με τους στόχους της παγκόσμιας κοινότητας, όπως αυτοί παρουσιάζονται στους 17 Στόχους των Ηνωμένων Εθνών και τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Οι Αρχές, ως ένας τραπεζικός οδηγός στο δρόμο για τη βιώσιμη ανάπτυξη, θέτουν παγκόσμιους όρους αειφορίας, με στόχο τη δημιουργία αξίας τόσο για τους μετόχους όσο και για την κοινωνία.
Σε αυτή την κατεύθυνση προσδιορίζουν τα κριτήρια για την υπεύθυνη και αειφόρο τραπεζική μέσα από την ολιστική εκτίμηση των κινδύνων και των ευκαιριών που πηγάζουν από τις δραστηριότητές των τραπεζών.
Παράλληλα, οι Αρχές ενθαρρύνουν τις τράπεζες να θέσουν στόχους αειφορίας και διαφάνειας, να ελέγχουν και να υπολογίζουν την επίδραση των χρηματοδοτήσεών τους και να δημοσιοποιούν τον αντίκτυπό τους, θετικό ή αρνητικό, στην κοινωνία και το περιβάλλον.
Τέλος, οι Αρχές αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο της συνεργασίας με τους πελάτες και τους εμπλεκόμενους φορείς, ενώ μέσα από την υιοθέτησή τους διασφαλίζουν ότι οι τράπεζες θα εφαρμόσουν τις δεσμεύσεις τους με υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα.
Οι Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής έρχονται να προσεγγίσουν μια σειρά σύγχρονων προκλήσεων στο δρόμο για ένα βιώσιμο μέλλον:
Η 1η Αρχή, την ευθυγράμμιση με τους στόχους της παγκόσμιας κοινότητας και την υιοθέτηση των Στόχων των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη από τον τραπεζικό κλάδο.
Η 2η Αρχή, την αύξηση του θετικού, μείωση του αρνητικού αντίκτυπου και διαχείριση των κινδύνων για τους ανθρώπους και το περιβάλλον που εκπορεύονται από τις δράσεις, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των τραπεζών.
Η 3η Αρχή, την υπεύθυνη συνεργασία με τους πελάτες με στόχο την ενθάρρυνση πρακτικών που προάγουν την ευημερία για τις τρέχουσες αλλά και τις μελλοντικές γενιές και την ανάγκη ευρύτερης συμμετοχής του κοινού στην επίτευξη των στόχων της βιωσιμότητας.
Η 4η Αρχή, τη διαβούλευση και ουσιαστική συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για την υλοποίηση των στόχων της παγκόσμιας κοινότητας.
Η 5η Αρχή, τη διακυβέρνηση σε πλαίσιο υπεύθυνης διαχείρισης των τραπεζικών εργασιών και τη θέσπιση και δημοσιοποίηση στόχων σε τομείς μέγιστης θετικής ή και αρνητικής επιρροής.
Η 6η αρχή, τη διαφάνεια, τον έλεγχο και τη λογοδοσία σχετικά με τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις της δραστηριότητας των τραπεζών και τη συνολική συνεισφορά τους στους στόχους της παγκόσμιας κοινότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος στηρίζει ολόθερμα τις Αρχές της Υπεύθυνης Τραπεζικής και μέσα από το ρόλο της, ως κεντρική τράπεζα της χώρας, προτρέπει όλες τις τράπεζες να τις υιοθετήσουν και να θέσουν φιλόδοξους στόχους.
Στην ίδια κατεύθυνση, η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος, επιλέγει και επενδύει σε ένα σημαντικό στόχο της παγκόσμιας κοινότητας, τον Στόχο 13 για τη βιώσιμη ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών, δηλαδή στη δράση για το κλίμα, τη στιγμή που η περιβαλλοντική πρόκληση είναι σημαντικότερη από ποτέ.
Ο Στόχος 13, είναι ένας στόχος οριζόντιος, τα οφέλη του οποίου συμβάλλουν στην επίτευξη όλων των άλλων. Έτσι, τα τελευταία δέκα χρόνια η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει ενεργά στην έρευνα, τον εμπεριστατωμένο διάλογο και την παροχή επιστημονικής τεκμηρίωσης μέσω των δράσεων της διεπιστημονικής Επιτροπής για τη Μελέτη των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), ώστε να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για την άσκηση της σχετικής πολιτικής, καταδεικνύοντας τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που απορρέουν από την μεταβολή του κλίματος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες που ασχολήθηκαν ενεργά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, συστήνοντας την ΕΜΕΚΑ το 2009.
Έκτοτε, οι μελέτες μας έχουν δείξει πως η κλιματική αλλαγή πρέπει να αποτελεί βασικό και οριζόντιο κριτήριο στη χάραξη της πολιτικής, καθώς επηρεάζει σχεδόν όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας.
Το περιβάλλον, τα οικοσυστημικά αγαθά και οι υπηρεσίες αποτελούν τη βάση της παγκόσμιας οικονομίας.
Η αναγνώριση της αξίας τους, η εκτίμησή τους και η σύνδεσή τους με οικονομικούς δείκτες προωθούν τη βιώσιμη αξιοποίηση των φυσικών πόρων και της διαχείρισης των φυσικών συστημάτων, μέσα στο πλαίσιο της αειφορίας.
Στην ΕΜΕΚΑ, οικονομολόγοι του περιβάλλοντος και της ενέργειας σε συνεργασία με κλιματολόγους, φυσικούς, γεωπόνους, βιολόγους, μηχανικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, εκπονούν μελέτες που αξιολογούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία, αναλύουν τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, αναδεικνύουν ευκαιρίες και προτείνουν τρόπους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας προς βιώσιμα μοντέλα ανάπτυξης.
Παράλληλα, η κλιματική αλλαγή δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η νέα έκδοση της ΕΜΕΚΑ που παρουσιάστηκε στο τέλος του 2018, “The economics of climate change”, παρέχει μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση των τελευταίων εξελίξεων των οικονομικών της κλιματικής αλλαγής, με εστίαση στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής που αποσκοπεί στον έλεγχο της κλιματικής εξωτερικότητας, δηλαδή των αρνητικών εξωτερικών επιπτώσεων στην παγκόσμια ευημερία που έχει η ανάπτυξη όταν για παράδειγμα αυτή βασίζεται σε βλαπτικές για το παγκόσμιο περιβάλλον διαδικασίες, όπως οι εκπομπές θερμοκηπικών αερίων. Στην περίπτωση αυτή, πολιτικές μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, παραδείγματος χάριν ο φόρος επί των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και τα συστήματα εμπορίας εκπομπών, επιχειρούν να διορθώσουν αυτές τις αστοχίες και να βοηθήσουν τη μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών.
Η έρευνα της ΕΜΕΚΑ θέτει επίσης τα θεμέλια για τη μελέτη του ρόλου της νομισματικής πολιτικής κάτω από συνθήκες υπερθέρμανσης του πλανήτη και για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ νομισματικής πολιτικής και κλιματικής αλλαγής. Παρόλο που η νομισματική πολιτική δεν είναι το πρωτεύον μέσο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε σύγκριση με τη δημοσιονομική, την περιβαλλοντική και την διαρθρωτική πολιτική, υπάρχει περιθώριο για τις κεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές να ξανασκεφτούν το ρόλο τους στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής.
Η αποτίμηση των κλιματικών κινδύνων και των κινδύνων που σχετίζονται με τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, η διαχείριση και οι επιπτώσεις σε περιουσιακά στοιχεία, τα οποία σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα παραμείνουν αδρανή (stranded assets), η ορθή τιμολόγηση της περιουσίας με τη συνεκτίμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και η πιθανή υιοθέτηση μιας νομισματικής πολιτικής «πράσινης» ποσοτικής χαλάρωσης είναι όλες λειτουργίες που σχετίζονται με το ρόλο των κεντρικών τραπεζών υπό συνθήκες κλιματικής αλλαγής – και η νέα αυτή έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος φιλοδοξεί να αποτελέσει τη βάση για τον διάλογο πάνω σε αυτά τα ζητήματα.
Κλείνοντας, συγχαίρω και από το βήμα αυτό την Τράπεζα Πειραιώς για τη συμβολή και τη συμμετοχή της στην εξαιρετικά σημαντική πρωτοβουλία της σύνταξης των Αρχών Υπεύθυνης Τραπεζικής, τις οποίες ευελπιστώ πως θα υιοθετήσουν έμπρακτα όλα τα τραπεζικά ιδρύματα.