Κύκλοι των δανειστών και ξένοι αναλυτές με τους οποίους μίλησαν «ΤΑ ΝΕΑ» δεν συμμερίζονται την αισιοδοξία και τη σιγουριά που επιδεικνύει η ελληνική κυβέρνηση σχετικά με την πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Μπορεί να αναγνωρίζουν ότι το μαξιλάρι ρευστότητας των 26 δισ. ευρώ αποτελεί δικλίδα ασφαλείας, δίνοντας στην Ελλάδα την ευχέρεια να μη χρειάζεται να δανειστεί άμεσα από τις αγορές, όμως θεωρούν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αφενός διότι οι συνθήκες στις αγορές ενδεχομένως να χειροτερέψουν το επόμενο διάστημα λόγω της ρευστότητας που επικρατεί σε αρκετά μέτωπα παγκοσμίως, αφετέρου εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η ίδια η χώρα. Προειδοποιούν πάντως ότι παρά την άνεση που δίνει το μαξιλάρι ρευστότητας η χώρα πρέπει σύντομα να δοκιμάσει τις δυνάμεις της έναντι των αγορών. Αμφισβητούν, όμως, αν θα τα καταφέρει.
Μάλιστα, ο Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS), εκτιμά ότι για να χαρακτηριστούν «ανεκτές» οι συνθήκες για μια έξοδο της χώρας στις αγορές θα πρέπει το μέσο κόστος δανεισμού να είναι ίσο περίπου με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Με τις αποδόσεις του δεκαετούς να παραμένουν γύρω στο 4,3%, δεν βγαίνουν οι αριθμοί στην εξίσωση που προτείνει ο γερμανός οικονομολόγος, ο οποίος πάντως θεωρεί ότι η Ελλάδα λόγω του μαξιλαριού ρευστότητας δεν χρειάζεται να προσφύγει άμεσα για δανεισμό.
Αντίθετη είναι η άποψη του Φρίντριχ Χέινεμαν, επικεφαλής οικονομολόγου δημόσιων οικονομικών στο γερμανικό ερευνητικό κέντρο ZEW. «Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές το συντομότερο δυνατόν, παρά τις αναταράξεις γύρω από την Ιταλία και τη Βρετανία. Ορισμένες χώρες όπως η Πορτογαλία αποδεικνύουν τη βελτιωμένη πιστοληπτική τους ικανότητα σε αυτό το περιβάλλον. Τα σπρεντ είναι πολύ χαμηλότερα και λιγότερο ευμετάβλητα για την Πορτογαλία και την Ισπανία απ’ ό,τι για την Ιταλία. Η Ελλάδα πρέπει να καταλάβει πού βρίσκεται σε σχέση με την οπτική των αγορών. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πολύ χρήσιμο μήνυμα για τους έλληνες πολιτικούς και ψηφοφόρους» παρατηρεί ο Χέινεμαν, προειδοποιώντας για την προεκλογική ρότα που έχει αποκτήσει ο προϋπολογισμός.
Παράλληλα, δανειστές και αναλυτές εμφανίζονται έντονα ανήσυχοι σε σχέση με τις δημοσιονομικές συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων που ανατρέπουν μνημονιακές περικοπές σε μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και συντάξεις. Πρόκειται για ζήτημα που, σύμφωνα με κύκλους των δανειστών, αποτελεί προτεραιότητα στην ατζέντα της επικείμενης επίσκεψής τους, καθώς κατά τους υπολογισμούς τους το κόστος μπορεί να φτάσει αρκετά υψηλότερα από 10 δισ. ευρώ, προκαλώντας ανησυχία για τον στόχο στο πλεόνασμα στο 3,5%. Το ΔΝΤ έχει ήδη θέσει το ζήτημα, ενώ είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος θεωρεί το ζήτημα «υψηλού ρίσκου» εφόσον δικαιωθούν όλοι όσοι αξιώνουν αναδρομικά.
Η θέση του Χέινεμαν από το ZEW αντικατοπτρίζει υπό μία έννοια το πώς παρακολουθούν το ζήτημα ξένοι αναλυτές. «Μια δικαστική απόφαση που υποχρεώνει το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα να πληρώσει πρόσθετες συντάξεις πολλών δισεκατομμυρίων, για τις οποίες η Ελλάδα δεν έχει χρήματα, είναι απόλυτη τρέλα. Οι δικαστές δεν μπορούν να αγνοήσουν τους περιορισμούς του προϋπολογισμού, καθώς δεν μπορούν να αγνοήσουν τους νόμους της φύσης. Μια τέτοια τρελή απόφαση θα σήμαινε ότι οι φορολογούμενοι και οι ενεργά εργαζόμενοι στην Ελλάδα θα πρέπει να σηκώσουν υψηλότερο κόστος για τη χρηματοδότηση των συνταξιούχων».
Αν το κόστος των αναδρομικών φτάσει μέχρι τα 17 δισ. ευρώ, όπως αναφέρεται σε ορισμένες εκτιμήσεις, η εξέλιξη «αποτελεί άλλο έναν λόγο για τον οποίο θα πρέπει να είναι προσεκτική η χώρα με τον προϋπολογισμό» δηλώνει ο Γκρος. «Το ποσό αυτό θα ισοδυναμεί με επιπλέον 10% του ΑΕΠ δημόσιου χρέους» τονίζει.
Παρά τον δύσκολο δρόμο προς τις αγορές και στον απόηχο σεναρίων νέας προσφυγής στον ευρωπαϊκό δανεισμό, μετά την πρόσφατη προειδοποίηση Σημίτη, ο διευθυντής του CEPS θεωρεί «εξαιρετικά απίθανο να χρειαστεί νέο πρόγραμμα διάσωσης η Ελλάδα». Ομως, στο πλαίσιο αυτό, θέτει δύο κρίσιμα και «εξαιρετικά ανησυχητικά» ζητήματα, τα κόκκινα δάνεια και τις οφειλές προς το Δημόσιο, θεωρώντας ότι στην πραγματικότητα αποτελούν «εγχώριο χρέος». Από την πλευρά του ο Χέινεμαν του ZEW δεν θέλησε να σχολιάσει αν η Ελλάδα θα χρειαστεί να προσφύγει εκ νέου σε πρόγραμμα διάσωσης.