Μπαράζ κατασχέσεων σε βάρος οφειλετών του Δημοσίου. Στο 10μηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2018 έγιναν 105.000 κατασχέσεις από τραπεζικούς λογαριασμούς, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου σε μία κατάσχεση ανά 1′ των εργάσιμων ημερών και ωρών.
Το εντυπωσιακό πάντως είναι ότι τον μήνα της εξόδου από το Μνημόνιο οι κατασχέσεις σχεδόν σταμάτησαν. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο έγιναν μόλις 48 κατασχέσεις, τον Σεπτέμβριο 5.227 και τον Οκτώβριο 7.066.
Με κατασχέσεις απαντά η Εφορία σύμφωνα με την Καθημερινή στη διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογουμένων.
Σύμφωνα με την εφημερίδα “Καθημερινή”, στο 10μηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2018 έγιναν 105.000 κατασχέσεις από τραπεζικούς λογαριασμούς, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου σε μία κατάσχεση ανά λεπτό των εργάσιμων ημερών και ωρών.
Οι κατασχέσεις δεν αφορούν μόνο μεγάλες οφειλές, αλλά κυρίως μικρά χρέη ακόμη και πεντακοσίων ευρώ.
Μάλιστα, η Εφορία κατάφερε να εισπράξει μέσω των κατασχέσεων αλλά και των ρυθμίσεων (πάγια ρύθμιση 12 δόσεων) το ποσό των 4,5 δισ. ευρώ από τις αρχές του 2018 και όπως όλα δείχνουν μέχρι το τέλος του έτους το ποσό θα εκτιναχθεί στα 6 δισ. ευρώ.
Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι το μεγάλο κύμα των κατασχέσεων πραγματοποιήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2018 και έκτοτε η εφορία έχει “κόψει” ρυθμό εξαιτίας κυρίως των άδειων τραπεζικών λογαριασμών, αλλά και της φορολογικής συμμόρφωσης αρκετών οφειλετών του Δημοσίου.
Το εντυπωσιακό πάντως είναι ότι τον μήνα της εξόδου από το Μνημόνιο οι κατασχέσεις έπεσαν κάθετα.
Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο έγιναν μόλις 48 κατασχέσεις, τον Σεπτέμβριο 5.227 και τον Οκτώβριο 7.066.
Ωστόσο, τα δικαστικά τμήματα των Εφοριών έχουν εντολή να εντείνουν τις πιέσεις προς τους οφειλέτες του Δημοσίου να ενταχθούν στη ρύθμιση των 12 δόσεων, διαφορετικά ενεργοποιούνται αναγκαστικά μέτρα είσπραξης ακόμα και για οφειλές μόλις 500 ευρώ.
Ανώτατο στέλεχος της ΑΑΔΕ αναφέρει στην “Καθημερινή” ότι οι εισπράξεις είναι αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο των πιέσεων των υπηρεσιών της φορολογικής διοίκησης προς τους οφειλέτες προκειμένου οι τελευταίοι να πληρώσουν τα χρέη τους.
Ηλεκτρονικά μηνύματα, τηλεφωνική ενημέρωση ανάγκασαν τα τελευταία χρόνια τους οφειλέτες να συμμορφωθούν. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι η αύξηση των εισπράξεων οφείλεται πρωτίστως στη φορολογική συμμόρφωση.
Βέβαια, για να μπορέσει η φορολογική διοίκηση να καταφέρει και να πάρει από τα νοικοκυριά τα λιγοστά που τους έχουν απομείνει από τους μισθούς και τις συντάξεις τους, έπρεπε να προχωρήσει, κατά την περίοδο 2015 – 2018, στην αποστολή 4.850.000 ηλεκτρονικών κατασχετηρίων.
Όσο και αν γίνεται λόγος για φορολογική συμμόρφωση, από το 2009 μέχρι σήμερα έχουν αυξηθεί οι οφειλέτες του Δημοσίου κατά 3 εκατομμύρια.
Συγκεκριμένα από 1 εκατομμύριο που ήταν οι οφειλέτες πριν από την κρίση, σήμερα ανέρχονται σε 4,2 εκατομμύρια.
Είναι ενδεικτικό ότι η υπερφορολόγηση είχε ως αποτέλεσμα τη διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τα οποία στα χρόνια των Μνημονίων αυξήθηκαν κατά 188%.
Στο διάστημα αυτό εκτοξεύτηκαν οι ηλεκτρονικές κατασχέσεις μισθών, συντάξεων και γενικότερα η εφορία προχώρησε, όπως υποχρεούνταν από τον νόμο, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών.
Σύμφωνα με την έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, από 650.000 που ήταν οι ηλεκτρονικές κατασχέσεις, το 2016 υπερδιπλασιάστηκαν, για να φθάσουν το 2017 στο 1,7 εκατομμύρια.
Από την επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων της φορολογικής διοίκησης προκύπτει ότι οι απλήρωτοι φόροι αυξήθηκαν κατά περίπου ένα δισ. ευρώ τον Οκτώβριο σε σχέση με τον Σεπτέμβριο, ενώ τα μισά από αυτά (507,3 εκατ. ευρώ) προέρχονται από τον φόρο εισοδήματος.
Επίσης, οι ιδιοκτήτες ακινήτων δεν κατάφεραν να πληρώσουν 173,6 εκατ. ευρώ τα οποία αφορούν τον ΕΝΦΙΑ, ενώ ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρήσεις δεν πλήρωσαν 203,1 εκατ. ευρώ ΦΠΑ καθώς και πρόστιμα ύψους 47 εκατ. ευρώ.
Τον μήνα Οκτώβριο δεν πληρώθηκαν φόροι 972 εκατ. ευρώ αυξάνοντας τα χρέη που έχουν δημιουργηθεί από τις αρχές του έτους στα 8,8 δισ. ευρώ.
Συνολικά τα χρέη των φορολογουμένων και των επιχειρήσεων φθάνουν στα 103,36 δισ. ευρώ, ενώ εάν προστεθούν τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις που αναλογούν, ξεπερνούν τα 185 δισ. ευρώ, δηλαδή υψηλότερα από το ΑΕΠ της χώρας.