Αισιόδοξος για την πορεία της Ελλάδας το 2019 και για τους αναπτυξιακούς ρυθμούς που μπορεί να πετύχει η ελληνική οικονομία τον επόμενο χρόνο, εμφανίζεται σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), επιχειρηματίας Αθανάσιος Σαββάκης, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η ανάπτυξη στο εξής θα είναι αναιμική «αν δεν βελτιωθούν οι βασικές συνιστώσες της ανταγωνιστικότητας, με κύριες την υπερφορολόγηση, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος της απασχόλησης, την απουσία ρευστότητας, το υψηλό κόστος δανεισμού και ενέργειας, τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και το brain drain».
Κατά τον κ. Σαββάκη, οι βελτιώσεις αυτές προϋποθέτουν περαιτέρω ένταση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, ενώ για τη μεταποιητική δραστηριότητα στη χώρα το 2019 κομβικό ρόλο θα διαδραματίσει και η πραγματική αξιοποίηση – και ενίσχυση αρμοδιοτήτων – του εξαγγελθέντος υπουργείου Βιομηχανίας.
Ερωτηθείς αν η Συμφωνία των Πρεσπών έχει επηρεάσει μέχρι στιγμής την επιχειρηματικότητα και πώς, ο πρόεδρος του ΣΒΒΕ, που πρόσφατα έγινε ο πέμπτος θεσμικός κοινωνικός εταίρος, απαντά πως «κυριολεκτικά θεωρεί ότι οι εμπορικές συνεργασίες υλοποιούνται χωρίς προσκόμματα». Ο κ. Σαββάκης επισημαίνει ακόμη ότι δεν ήταν η αναμενόμενη η ανταπόκριση των επιχειρηματιών στην πρωτοβουλία του ΣΒΒΕ για την προσφορά νομικής και διαδικαστικής υποστήριξης σε όσους από αυτούς επιθυμούν να κατοχυρώσουν εμπορικά σήματα που περιέχουν τον όρο «Μακεδονία», αποδίδοντας αυτό το γεγονός στο ότι αρκετές επιχειρήσεις με το συγκεκριμένο πρόβλημα είχαν πιθανώς ήδη φροντίσει να διεκπεραιώσουν τη διαδικασία.
Σχετικά με την ανοδική πορεία των εξαγωγών, διατυπώνει την εκτίμηση ότι η προοπτική θα παραμείνει θετική και αυτές θα βαίνουν αυξανόμενες. Εκτιμά δε ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει εξέλθει από τα μνημόνια, «θα πρέπει να δούμε ένα μεγάλο θέμα που αφορά στη συσχέτιση της ανταγωνιστικότητας με τις εξαγωγές». Όπως επισημαίνει, το μεγάλο ζήτημα των ελληνικών εξαγωγών, που σχετίζεται ευθέως με το ζήτημα παραγωγής καινοτομίας και υιοθέτησης νέων τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις είναι σε ποιο βαθμό υπάρχει πραγματικά αδυναμία στη δημιουργία προϊόντων από τις ελληνικές επιχειρήσεις, που αφενός θα ικανοποιούν, και αφετέρου θα διαμορφώνουν τη διεθνή ζήτηση. «Αυτό σημαίνει», υπογραμμίζει, «ότι πρέπει να διαμορφώσουμε την κατάλληλη στρατηγική για την ενίσχυση των ανταγωνιστικών μας πλεονεκτημάτων και τη δημιουργία ισχυρού brand name στις διεθνείς αγορές, που θα προέρχεται ακριβώς από την παρουσία ελληνικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας σ’ αυτές».
Κληθείς να σχολιάσει αν θεωρεί ότι στη διετία των διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ οι ελληνικές επιχειρήσεις ανέλαβαν κάποια δράση για να είναι προετοιμασμένες στην περίπτωση ενός «άτακτου» BREXIT χωρίς συμφωνία, εκφράζει τον φόβο ότι σε τέτοια περίπτωση «Οι ελληνικές εξαγωγές με βεβαιότητα θα πληγούν, σε μια εποχή που αποτελεί αδήριτη ανάγκη η διεύρυνση, και όχι η συρρίκνωση, της παρουσίας μας σε αγορές που “πληρώνουν καλά”, όπως αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου». Προσθέτει ότι «ίσως κάποιοι εντός Ελλάδος να έχουν στο μυαλό τους τις πολύ σοβαρές επιπτώσεις ενός “Σκληρού Brexit”» σε χώρες κολοσσούς στο εξαγωγικό εμπόριο όπως η Γερμανία, οπότε εφησυχάζουν ή/και αδιαφορούν. «Σ’ αυτή την περίπτωση, μήπως όσοι εφησυχάζουν θεωρούν ότι “κάποιοι άλλοι” εν τέλει θα διαπραγματευθούν στη θέση μας, κι εμείς απλώς θα ωφεληθούμε από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης; (…) Πρέπει να αφυπνιστούμε ταχύτατα και να τοποθετηθούμε με τη δέουσα σοβαρότητα στο θέμα. Διαφορετικά, η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι σίγουρα “χαμένη από χέρι”».
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του προέδρου του ΣΒΒΕ, Αθανάσιου Σαββάκη, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Αλεξάνδρα Γούτα ακολουθεί:
ΕΡ.Στη διάρκεια του α’ εξαμήνου σημειώθηκε η δεύτερη μεγαλύτερη σε όγκο αύξηση των εξαγωγών αγαθών κι υπηρεσιών της τελευταίας τουλάχιστον δεκαετίας, με προφανή αναπτυξιακό αντίκτυπο στην οικονομία. Ποια θεωρείτε ότι είναι η προοπτική των ελληνικών εξαγωγών για τα επόμενα χρόνια; Υπό ποιες προϋποθέσεις θεωρείτε ότι θα είναι διατηρήσιμη η πορεία τους;
Έχω τονίσει επανειλημμένως ότι η ανάπτυξη των εξαγωγών αποτελεί μονόδρομο για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου παραγωγικού συστήματος. Είναι ο ένας από τους δύο πυλώνες μαζί με την καινοτομία που εφόσον υιοθετηθούν απ΄ τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις τότε είναι βέβαιο ότι θα έχουμε πετύχει αφενός την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος και αφετέρου την επανένταξη της Ελλάδος στις ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου.
Υπό αυτό το πρίσμα και με βάση και τα στοιχεία που αναφέρετε, αλλά, κυρίως, την αποδεδειγμένη αλλαγή στρατηγικής του συνόλου σχεδόν των παραγωγικών επιχειρήσεων της χώρας, οι οποίες επιδιώκουν σε μόνιμη βάση την εξωστρεφή δραστηριότητα, θεωρώ ότι οι προοπτικές των εξαγωγών θα παραμείνουν θετικές και θα βαίνουν αυξανόμενες.
Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή που η χώρα μας έχει εξέλθει απ΄ τα μνημόνια θα πρέπει να δούμε ένα μεγάλο θέμα που αφορά στη συσχέτιση της ανταγωνιστικότητας με τις εξαγωγές. Το μεγάλο ζήτημα των εξαγωγών της χώρας μας, και το οποίο σχετίζεται ευθέως με το ζήτημα παραγωγής καινοτομίας και υιοθέτησης νέων τεχνολογιών, από τις επιχειρήσεις είναι αν και σε ποιο βαθμό υπάρχει πραγματικά αδυναμία στη δημιουργία προϊόντων από τις ελληνικές επιχειρήσεις, που αφενός να ικανοποιούν, και αφετέρου να διαμορφώνουν τη διεθνή ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διαμορφώσουμε την κατάλληλη στρατηγική της χώρας για την ενίσχυση των ανταγωνιστικών μας πλεονεκτημάτων και τη δημιουργία ισχυρού brand name, στις διεθνές αγορές που θα προέρχεται ακριβώς από την παρουσία ελληνικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας σ’ αυτές.
Έχουμε ήδη πολύ αξιόλογες εξαγωγικές επιχειρήσεις, ενώ υπάρχει αυτό που λέμε λανθάνουσα επιχειρηματικότητα και εξωστρέφεια στη χώρα μας. Γι΄ αυτό λοιπόν για να γίνουμε περισσότερο εξωστρεφείς απαιτείται η συστηματική υποστήριξη των επιχειρήσεων τόσο με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία όσο και με υποστηρικτικές υπηρεσίες τύπου προϊοντικών ερευνών αγοράς. Επιπρόσθετα οι συντονισμένες προωθητικές ενέργειες ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό και η παρότρυνση των εν δυνάμει εξαγωγικών επιχειρήσεων να τολμήσουν να εξάγουν, είναι δυνατόν να εισφέρουν θετικά στην ουσιαστική αύξηση εξαγωγών ελληνικών επιχειρήσεων.
ΕΡ. Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης στην Ελλάδα πολλές επιχειρήσεις δεν επιβίωσαν, αλλά άλλες όχι απλά επιβίωσαν, αλλά και ισχυροποιήθηκαν. Τι αποτύπωμα θα αφήσει αυτή η “ανανέωση” στην ελληνική αγορά στα επόμενα χρόνια κατά την άποψή σας;
Πολύ ορθά διαπιστώνετε ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αρκετές επιχειρήσεις ανέστειλαν τη δραστηριότητά τους, αλλά παράλληλα υπάρχουν κι αυτές που όπως επισημαίνετε και επιβίωσαν και αναπτύχθηκαν. Η ανανέωση είναι βέβαιο ότι αποδεικνύει πως υπάρχει ένα μεγάλο μέρος υγειών ελληνικών επιχειρήσεων που έχει εξωστρεφή στρατηγική, γνωρίζει τις διεθνείς αγορές, παράγει με συνέπεια αυτό που υπόσχεται στον πελάτη, υιοθετεί αυστηρά πρότυπα και προδιαγραφές της ΕΕ, επενδύει σε εξοπλισμό, αλλά, κυρίως, στο ανθρώπινο δυναμικό, και εν τέλει δικαιώνεται μέσα από την αύξηση του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας.
Ως εκ τούτου ο τρόπος της καθημερινής δραστηριότητας αυτών των επιχειρήσεων αποτελεί το μεγάλο δίδαγμα για τις υπόλοιπες, οι οποίες πλέον έχουν αντιληφθεί ότι μόνον με αλλαγή του τρόπου δραστηριοποίησής τους στην εγχώρια και στις διεθνείς αγορές μπορούν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν.
ΕΡ. Είχατε αναλάβει πρωτοβουλία, με αντικείμενο την προσφορά της απαραίτητης νομικής και διαδικαστικής υποστήριξης σε όποια ελληνική επιχείρηση θέλει να ξεκινήσει τις διαδικασίες για να κατοχυρώσει εμπορικό σήμα που περιέχει τον όρο “Μακεδονία”. Έσπευσαν οι επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν αυτή τη δυνατότητα;
Βεβαίως, παρότι η ανταπόκριση ομολογώ ότι δεν είναι αυτή που αναμέναμε. Ο λόγος είναι ότι μάλλον αρκετές επιχειρήσεις με το συγκεκριμένο πρόβλημα είχαν ήδη φροντίσει να διεκπεραιώσουν τη σχετική διαδικασία.
ΕΡ. Μιλώντας με επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται και στις αγορές του εξωτερικού, πώς εκτιμάτε ότι έχει επηρεάσει μέχρι στιγμής την επιχειρηματικότητα η Συμφωνία των Πρεσπών;
Μέχρι στιγμής η συμφωνία των Πρεσπών δεν έχει επηρεάσει αρνητικά την επιχειρηματικότητα. Κυριολεκτικά θεωρώ ότι οι εμπορικές συνεργασίες υλοποιούνται χωρίς προσκόμματα.
ΕΡ.Οι διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ διαρκούν ήδη δύο χρόνια. Θεωρείτε ότι σε αυτό το διάστημα οι ελληνικές επιχειρήσεις ανέλαβαν κάποια δράση -από άποψη π.χ., αναζήτησης εναλλακτικών αγορών- ώστε να είναι προετοιμασμένες για το ενδεχόμενο ενός “άτακτου” Brexit; Τι θα σημάνει ένα Brexit χωρίς συμφωνία για την ελληνική βιομηχανία;
Πιστεύω ότι οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου τηρούν στάση αναμονής για πολύ απλό λόγο. Δεν γνωρίζουν «το είδος» του Brexit που θα αντιμετωπίσουν. Προφανώς η περίπτωση του σκληρού Brexit είναι σενάριο ανεπιθύμητο όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για το σύνολο των επιχειρήσεων που έχουν έδρα τις χώρες της Ευρώπης.
Μιλώντας για σκληρό Βrexit θα σας έλεγα ότι αυτό θα συνεπαγόταν για τα Ευρωπαϊκά προϊόντα προς εξαγωγή στο ΗΒ – την ίδια μέρα μάλιστα – την ισχύ του δασμολογίου που επιβάλλει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου στα προϊόντα προς εξαγωγή σε «τρίτες» χώρες. Δηλαδή με απλά λόγια, επαναφορά ελέγχων, δασμοί, ποσοτικοί περιορισμοί και άλλα μη δασμολογικά εμπόδια, παντού η σε πολύ προϊόντα. Σε μια τέτοια (πιθανή;) περίπτωση, έχει υπάρξει «πλάνο» από την Ελλάδα για το πώς θα αντιμετωπισθεί μια τέτοια δυσάρεστη κατάσταση για τις ελληνικές επιχειρήσεις; Τούτο, διότι το διμερές εμπόριο αγαθών, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του 2017, βρίσκεται σε ύψος λίγο περισσότερο από 2,5 δισ. ευρώ ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για μια συρρικνωμένη οικονομία, όπως η δική μας. Επιπλέον, τα δέκα πρώτα προϊόντα που εξάγουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο πραγματοποιούν το 71% του συνόλου των εξαγωγών μας (στοιχεία επίσης του 2017). Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, προς το Ηνωμένο Βασίλειο διακινείται το 3,87% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας, οι οποίες αντιστοιχούν στο 0,7% του ΑΕΠ του 2017.
Κατά συνέπεια το πρόβλημα τελικά θα κληθούν να το επιλύσουν, δυστυχώς για άλλη μια φορά, οι εγχώριες εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, και εξυπηρετούν την πολύ δύσκολη αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου. Με ακριβότερα προϊόντα, λόγω των αυξημένων δασμών, ελλοχεύει ο (ρεαλιστικός) κίνδυνος της απώλειας ανταγωνιστικότητας με όρους τιμών και η συρρίκνωση της παρουσίας των προϊόντων μας στη συγκεκριμένη αγορά. Οι ελληνικές εξαγωγές με βεβαιότητα θα πληγούν, σε μια εποχή που αποτελεί αδήριτη ανάγκη η διεύρυνση, και όχι η συρρίκνωση, της παρουσίας μας σε αγορές που «πληρώνουν καλά», όπως αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου (το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ο 7ος κατά σειρά εμπορικός μας εταίρος).
Βέβαια, ίσως κάποιοι εντός Ελλάδος να έχουν στο μυαλό τους τις πολύ σοβαρές επιπτώσεις ενός «σκληρού Brexit» σε χώρες κολοσσούς στο εξαγωγικό εμπόριο όπως η Γερμανία, οπότε εφησυχάζουν ή/και αδιαφορούν… Ειδικά για την περίπτωση της Γερμανίας το «κακό» σενάριο του «σκληρού Brexit». θα στείλει έναν «λογαριασμό» άνω των 3 δισ. ευρώ ετησίως στις Γερμανικές επιχειρήσεις από την αύξηση των δασμών. Σ’ αυτή την περίπτωση, μήπως όσοι εφησυχάζουν θεωρούν ότι «κάποιοι άλλοι» εν τέλει θα διαπραγματευθούν στη θέση μας, κι εμείς απλώς θα ωφεληθούμε από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης; Επειδή το «έργο» της «μη διαπραγμάτευσης» το έχουμε ξαναδεί, πρέπει να αφυπνιστούμε ταχύτατα και να τοποθετηθούμε με τη δέουσα σοβαρότητα στο θέμα. Διαφορετικά, η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι σίγουρα «χαμένη από χέρι…».
ΕΡ. Μπήκαμε στο τελευταίο τρίμηνο του έτους, που το διανύουμε σε μεταμνημονιακή εποχή. Πώς εκτιμάτε ότι θα εξελιχθεί η πορεία της οικονομίας το 2019 και τι περιμένει να δει οπωσδήποτε η βιομηχανία να συμβαίνει στο νέο έτος;
Είναι προφανές ότι μετά τη λήξη των μνημονίων η Ελλάδα θα πρέπει να επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Είμαι αισιόδοξος για την πορεία της χώρας εντός του 2019 και για τους ρυθμούς ανάπτυξης που μπορεί να επιτύχει η ελληνική οικονομία. Όμως η ανάπτυξη από τώρα και στο εξής θα είναι αναιμική εάν δεν βελτιωθούν οι βασικές συνιστώσες της ανταγωνιστικότητας, με κύριες την υπερφορολόγηση, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος της απασχόλησης, την απουσία ρευστότητας, το υψηλό κόστος δανεισμού, το υψηλό κόστος ενέργειας, τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και το brain drain. Οι αναμενόμενες βελτιώσεις στους παραπάνω τομείς προϋποθέτουν ότι οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα πρέπει να ενταθούν περαιτέρω και να γίνει κατανοητό από όλους, ότι ο κύριος πυλώνας ανάπτυξης είναι η παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, και για το λόγο αυτό θα πρέπει έμπρακτα η βιομηχανία να τεθεί στο επίκεντρο της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Τέλος, για τη μεταποιητική δραστηριότητα στη χώρα το 2019, κομβικό ρόλο θα διαδραματίσει η πραγματική αξιοποίηση του εξαγγελθέντος υπουργείου Βιομηχανίας. Αν η κυβέρνηση επιθυμεί πραγματικά την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης τότε θα πρέπει να ενισχύσει τις αρμοδιότητές του και το ίδιο το εξαγγελθέν υπουργείο Βιομηχανίας να υιοθετήσει τις προτάσεις των Συνδέσμων υποστήριξης της επιχειρηματικότητας της χώρας μας._