Το «καλό» νέο είναι ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο στο παρελθόν έχει πέσει έξω ουκ ολίγες φορές στις εκτιμήσεις του για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ανεβάζει τον πήχη των προβλέψεών του και εκτιμά ότι έως και το 2022 η Ελλάδα θα επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Το «κακό» νέο, θα μπορούσε να πει κανείς, από την άλλη πλευρά, είναι ότι το ΔΝΤ δεν βλέπει περιθώριο «υπερπλεονάσματος», κόντρα στις προβλέψεις της κυβέρνησης για υπέρβαση του επίσημου στόχου 3,5% του ΑΕΠ. Στο Μεσοπρόθεσμο ο πήχης του πλεονάσματος το 2022 ξεπερνούσε το 5% του ΑΕΠ ανοίγοντας δημοσιονομικό χώρο πάνω από 3,5 δισ. ευρώ.
Οι εκτιμήσεις περιλαμβάνονται -χωρίς ανάλυση- στην έκθεση Fiscal Monitor, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στο πλαίσιο της ετήσιας Συνόδου του ΔΝΤ στο Μπαλί. Δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στο θέμα των συντάξεων ή των αντίμετρων και απλώς παρατίθενται σε πίνακες οι εκτιμήσεις για βασικά μεγέθη.
Το πρωτογενές πλεόνασμα -σε όρους ενισχυμένης εποπτείας- προσδιορίζεται σε 3,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο από το 2018 έως και το 2022 ενώ το 2023 υπολογίζεται σε 3% του ΑΕΠ.
Το δημόσιο χρέος ακολουθώντας καθοδική τροχιά από 188,1% του ΑΕΠ φέτος καταλήγει στο 151,1% του ΑΕΠ το 2023.
Τα έσοδα γενικής κυβέρνησης υποχωρούν δραστικά ως ποσοστό του ΑΕΠ και από 48,7% φέτος καταλήγουν στο 45% τη διετία 2022-23, ενώ οι δαπάνες στο ίδιο διάστημα ακολουθούν αντίστοιχα πτωτική πορεία και από 48,1% του ΑΕΠ φέτος καταλήγουν στο 44,9% το 2022 πριν ενισχυθούν κατά μισή μονάδα στο 45,4% του ΑΕΠ το 2023.
Στην έκθεση επιχειρείται ο προσδιορισμός του «δημοσίου πλούτου» μεταξύ 69 ανεπτυγμένων χωρών. Στην άσκηση αυτή, ο δημόσιος πλούτος προσδιορίζεται στη βάση όλων των στοιχείων που έχει στην κατοχή του και όλων όσων οφείλει το δημόσιο σε 69 χώρες.
Ελλάδα και Νορβηγία βρίσκονται στα δύο άκρα της κλίμακας. Στην Ελλάδα ο καθαρός δημόσιος πλούτος, υπό το βάρος ενός τεράστιου δημοσίου χρέους υπολογίζεται σε -111% του ΑΕΠ όταν στη Νορβηγία φτάνει το (+) 348% του ΑΕΠ.