Κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με τις αλλαγές στο πόθεν έσχες.
Tην κατ’ εξαίρεση υποβολή πόθεν έσχες εντός του τριμήνου από 1 Δεκεμβρίου 2019 έως 28 Φεβρουαρίου 2019, για δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων, αρχικές με απόκτηση ιδιότητας υπόχρεου τα έτη 2016, 2017 και 2018 και ετών 2016 (χρήση 2015), 2017 (χρήση 2016) και 2018 (χρήση 2017) προβλέπει νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που κατατέθηκε στη Βουλή.
Σύμφωνα με αυτό, οι εν διαστάσει σύζυγοι δεν εξαιρούνται από τις κοινές δηλώσεις των οικονομικών τους στοιχείων με τους υπόχρεους, ενώ δήλωση μαζί με τον υπόχρεο εφεξής υποχρεούνται να κάνουν και όσοι έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
Παράλληλα, ορίζεται αναδρομική υποβολή δηλώσεων για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς, ενώ υποχρεωτικές είναι και οι δηλώσεις πόθεν έσχες και για τους εκδότες ΜΜΕ.
Όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, για όσους από τους συνυπόχρεους εντοπιστούν να μην έχουν συνυποβάλει τα οικονομικά τους στοιχεία στην κοινή δήλωση πόθεν έσχες θα υπάρχει ένα πρώτο στάδιο διοικητικής διαδικασίας, κατά το οποίο θα καλούνται από τα ελεγκτικά όργανα, προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις.
Τα όργανα ελέγχου θα έχουν οριζόντια δυνατότητα πρόσβασης σε βάσεις δεδομένων και στοιχείων που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική διενέργεια των διασταυρώσεων που θέλουν να κάνουν. Και αυτό γιατί, είναι λογικό, πολλές φορές να υπάρχουν περιπτώσεις διπλών υποβολών δηλώσεων από ζευγάρια που είναι υποχρεωμένα να καταθέτουν δήλωση περιουσιακής κατάστασης.
Αλλαγές, όμως, επέρχονται με το νομοσχέδιο αυτό και στην Επιτροπή ελέγχου των Πόθεν Έσχες της Βουλής. Τα μέλη της Επιτροπής από εννέα αυξάνονται σε έντεκα με την πλειοψηφία να απαρτίζεται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Επίσης, ο Συνήγορος του Πολίτη αντικαθίσταται στην Επιτροπή από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης.
Η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής αποκτά το δικαίωμα ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, με προεδρεύοντα, όταν η ημερήσια διάταξη αφορά τον έλεγχο των δηλώσεων δικαστικών και εισαγγελέων, τον αρχαιότερο δικαστικό λειτουργό από τα μέλη της Επιτροπής.
Τέλος, προβλέπεται πως ο έλεγχος των πόθεν έσχες δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που έως σήμερα γινόταν από την Αρχή για την αντιμετώπιση του «μαύρου» χρήματος περνά στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των παρελθόντων ετών για τους δικαστές και τους εισαγγελείς, προβλέπεται ειδική προθεσμία που θα πρέπει να καταθέσουν τις αναδρομικές τους δηλώσεις Μάλιστα, δικαστές και εισαγγελείς θα υποχρεούνται να δηλώνουν και τις δανειακές τους υποχρεώσεις, όπως επίσης και τις υποχρεώσεις τους προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Εκτός αυτών, Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με τις προωθούμενες διατάξεις επέρχονται οι ακόλουθες μεταβολές:
«1.α. Επανακαθορίζονται οι κατηγορίες των υπόχρεων προσώπων, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι Γενικοί Διευθυντές των Υπουργείων, οι εκδότες διαδικτυακών και έντυπων ενημερωτικών μέσων, οι κατά νόμον αναπληρωτές των Προϊσταμένων των Δασαρχείων και των Δασονομείων, τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη καθώς και οι εισηγητές των Επιτροπών Εξέτασης Προσφυγών Αυθαιρέτων κ.λπ.
Περαιτέρω, ορίζεται ρητά ότι η υποχρέωση για υποβολή Δ.Π.Κ. καταλαμβάνει και το πρόσωπο με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, ενώ διευκρινίζεται ότι, όσον αφορά στις σχολικές επιτροπές, υπόχρεοι είναι οι Πρόεδροι και οι διαχειριστές των τραπεζικών λογαριασμών αυτών.
β. Τίθενται εκ νέου οι προθεσμίες υποβολής της αρχικής δήλωσης και των δηλώσεων για τα επόμενα έτη (κατά τη διάρκεια της θητείας/απόκτησης της ιδιότητας των υπόχρεων προσώπων καθώς και για την επόμενη χρήση ή τρεις περαιτέρω χρήσεις, κατά περίπτωση), ενώ προβλέπεται ειδική προθεσμία για την υποβολή δηλώσεων παρελθόντων ετών.
γ. Επανακαθορίζεται, επίσης, το περιεχόμενο της Δ.Π.Κ. και προβλέπεται ότι, κατ’ εξαίρεση, η πρώτη ηλεκτρονική ετήσια δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο αναφοράς της, περιουσιακά στοιχεία και την αξία κτήσης τους εφόσον είναι διαθέσιμη. Περαιτέρω, αυξάνονται το κατώτατο όριο του συνόλου των μετρητών που δεν περιλαμβάνονται στις κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία πρέπει να δηλώνονται, καθώς και η ελάχιστη αξία των κινητών που πρέπει να δηλώνονται στις Δ.Π.Κ. και ορίζονται εκ νέου τα συνοδευτικά παραστατικά.
δ. Ρυθμίζονται λοιπά διαδικαστικά ζητήματα (ηλεκτρονική καταχώριση της κατάστασης των υπόχρεων προσώπων, μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, επίλυση αμφισβητήσεων, έγκριση της Δ.Π.Κ. από συζύγους, πρόσωπα με τα οποία έχει συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης, εν διαστάσει συζύγους, κατάργηση της διαδικασίας σύνταξης Δ.Π.Κ. σε ειδικό έντυπο κ.λπ.). (άρθρα 1, 2)
2. Θεσπίζεται διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής και, μεταξύ άλλων, προβλέπονται τα εξής:
α. Ο υπόχρεος απαιτείται να είναι ενεργός χρήστης των υπηρεσιών του TAXISnet, η ταυτοποίηση γίνεται με τη χρήση των προσωπικών κωδικών και τόσο ο υπόχρεος όσο και ο/η σύζυγος αυτού καθώς και το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης πρέπει να διαθέτουν διακριτούς προσωπικούς κωδικούς TAXISnet, προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποχρεωτική έγκριση των περιουσιακών στοιχείων που δηλώθηκαν από τον υπόχρεο.
β. Καθορίζονται αναλυτικά τα επιμέρους στάδια της διαδικασίας ηλεκτρονικής υποβολής των Δ.Π.Κ. (περιεχόμενο και οδηγίες συμπλήρωσης, απαιτούμενα στοιχεία του υπόχρεου, μεταφορά στοιχείων από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, επισύναψη αναγκαίων εγγράφων και παραστατικών κ.λπ.).
γ. Θεσπίζονται ρυθμίσεις για τη διασφάλιση του απορρήτου της διαδικτυακής επικοινωνίας του υπόχρεου με τα συστήματα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών καθώς και της εμπιστευτικότητας και ακεραιότητας των τηρούμενων στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων (ψηφιακό πιστοποιητικό, κρυπτογράφηση, πολιτικές ασφάλειας).
δ. Ορίζονται ως υπεύθυνοι επεξεργασίας της αυτοτελούς ειδικής βάσης των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης τα προβλεπόμενα όργανα ελέγχου κατά λόγο αρμοδιότητας.
ε. Εξειδικεύονται οι αρμοδιότητες της Γ.Γ.Π.Σ. (σχεδίαση, ανάπτυξη, υποστήριξη και λειτουργία των αναγκαίων πληροφοριακών συστημάτων, υποστήριξη των οργάνων ελέγχου για την ενημέρωση και διευκόλυνση των υπόχρεων στην υποβολή των δηλώσεων και των φορέων για την κατάρτιση των καταστάσεων υπόχρεων) και του Γ.Ε.Δ.Δ. (κατάρτιση, διοίκηση και διαχείριση των απαραίτητων συμβάσεων ανάπτυξης των ανωτέρω πληροφοριακών συστημάτων και παρακολούθηση της παραλαβής και υλοποίησης του έργου). (άρθρο 3)
3.α. Ανατίθεται στην Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 3Α του ν.3213/2003, ο έλεγχος των Δ.Π.Κ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.
Ανατίθεται, επίσης, στον Γ.Ε.Δ.Δ. ο έλεγχος των Δ.Π.Κ. συγκεκριμένων κατηγοριών υπόχρεων που έχουν κατά βάση την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου.
β. Επανακαθορίζεται η διαδικασία, το αντικείμενο και η έκταση του ελέγχου, ο οποίος πραγματοποιείται εντός πενταετίας από τη λήξη του έτους υποβολής και, κατ’ εξαίρεση, μέχρι τη συμπλήρωση της ποινικής παραγραφής των αδικημάτων, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις τέλεσης αυτών.
γ. Ορίζεται ότι τα όργανα ελέγχου δεν υπόκεινται, κατά τη διάρκεια του διενεργούμενου ελέγχου, σε περιορισμούς περί τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου των στοιχείων, έχουν δε πρόσβαση στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών (άρθρο 62 του ν.4170/2013) και σε λοιπά πληροφοριακά συστήματα, σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος, μπορεί δε να τους επιβληθούν οι προβλεπόμενες κυρώσεις.
δ. Επανακαθορίζεται ο αριθμός και η ιδιότητα των μελών της Επιτροπής Ελέγχου του άρθρο 3Α του ν.3213/2003, ο συνολικός αριθμός των οποίων ανέρχεται σε έντεκα (11) [από εννέα (9) που ισχύει]. Συγκεκριμένα, αυξάνεται κατά ένας (1), ο αριθμός των Συμβούλων της Επικρατείας, ως τακτικών μελών, εισάγεται, ως τακτικό μέλος, ένας (1) Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ορίζεται ο Γ.Ε.Δ.Δ. ως τακτικό μέλος (αντί για το Συνήγορο του Πολίτη, που ισχύει).
Παράλληλα, καταργούνται οι ισχύουσες διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου που δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.
ε. Η ανωτέρω Επιτροπή Ελέγχου επικουρείται στο έργο της από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών που έχει ορισθεί για την υποβοήθηση της Επιτροπής ελέγχου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών (άρθρο 21 παρ. 2 περ. ζ) του ν.3023/2002).
στ. Παρέχεται η δυνατότητα ανάσυρσης υπόθεσης που έχει αρχειοθετηθεί, όταν προκύπτουν ενδείξεις μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα. (άρθρα 4-6)
4.α. Επανακαθορίζεται το πλαίσιο εκπρόθεσμης υποβολής Δ.Π.Κ. από τα υπόχρεα πρόσωπα, με την κατάργηση των επιβαλλόμενων, με βάση τα ισχύοντα, διοικητικών προστίμων και την πρόβλεψη πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου ως ακολούθως:
ποσού διακοσίων (200) ευρώ, για την υποβολή της Δ.Π.Κ. εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας,
ποσού οκτακοσίων (800) ευρώ, για την υποβολή της Δ.Π.Κ. μετά την πάροδο των τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας.
Με κ.υ.α., μπορεί να τροποποιείται το ποσό του ανωτέρω παραβόλου. Εάν η δήλωση υποβληθεί μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών [αντί τριάντα (30) ημερών που ισχύει], το υπόχρεο πρόσωπο υπέχει και ποινική ευθύνη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα.
β. Επανακαθορίζονται η έννοια της ανακριβούς δήλωσης καθώς και οι επιβαλλόμενες ποινικές κυρώσεις, κατά περίπτωση [πρόθεση απόκρυψης περιουσιακού στοιχείου αξίας ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συνολική αξία των αποκρυπτόμενων περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.].
Περαιτέρω, θεσπίζονται ποινικά αδικήματα και επιβάλλονται οι προβλεπόμενες ποινές στην περίπτωση που σύζυγος, μέρος του συμφώνου συμβίωσης ή εν διαστάσει σύζυγος παραλείπει να δηλώσει τα δικά του περιουσιακά στοιχεία ή των ανήλικων τέκνων τους μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας ή εάν δηλώσει αυτά ανακριβώς ή ελλιπώς.
Επίσης, ορίζεται ότι:
Τρίτος, ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, εκτός εάν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν.3691/2008 (πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κ.λπ.) που παραβιάζουν την υποχρέωση της αμελλητί ενημέρωσης των αρμοδίων οργάνων ελέγχου, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις παράβασης των προβλεπόμενων υποχρεώσεων εκ μέρους των ελεγχομένων (άρθρο 3 παρ. 5 του ν.3213/2003), τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών. (άρθρα 7, 8)
5.α. Περιλαμβάνεται και το πρόσωπο που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τον υπόχρεο, σε αυτούς εις βάρος των οποίων μπορεί να διενεργείται καταλογισμός από το αρμόδιο όργανο ελέγχου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα.
β. Τίθενται μεταβατικής ισχύος διατάξεις για την υποβολή των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. έτους 2018.
γ. Ενσωματώνονται στο ν.3213/2003 οι ρυθμίσεις του άρθρου 229 του ν.4281/2014 αναφορικά με την υποβολή των Δ.Ο.Σ. από τα υπόχρεα πρόσωπα, ορίζεται ότι, ομοίως, οι εν λόγω δηλώσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας εφαρμογής και ρυθμίζονται επιμέρους συναφή ζητήματα. (άρθρα 9 -12)»