Οι τεχνολογικές αλλαγές έχουν επιταχυνθεί, η διάρκεια «ζωής» μιας επιστημονικής εφεύρεσης έχει μειωθεί. Για παράδειγμα, στον χώρο της ενέργειας, από το ξύλο περάσαμε στο πετρέλαιο, κατόπιν στην πυρηνική ενέργεια και τώρα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ποιά είναι η επόμενη εποχή; Στις φυσικές επιστήμες, από τη θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών το 1854, περάσαμε στο DNA το 1953, στην αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος το 1998 και στην τεχνική γονιδιακή επεξεργασία του το 2015. Ποιο το επόμενο βήμα;
Η έκθεση «The Knowledge Future: Intelligent policy choises for Europe 2050» επιχειρεί όχι να απαντήσει στα παραπάνω και σε άλλα παρόμοια ερωτήματα που αφορούν το μέλλον της Ευρώπης στο πεδίο της έρευνας και καινοτομίας, αλλά να βρει τα εργαλεία ώστε στη νέα εποχή η Ευρώπη να είναι «μέσα στα πράγματα» στον χώρο των επιστημονικών ανακαλύψεων.
Η 59 σελίδων έκθεση (θα παρουσιαστεί επισήμως στην επιτροπή τον Φεβρουάριο) ξεκινά με το μήνυμα του επιτρόπου Κάρλος Μοέδας, αρμόδιου για θέματα Ερευνας, Επιστήμης και Καινοτομίας, και εστιάζει σε τομείς όπου η Ευρώπη έχει ισχυρό brand name. Χαρακτηριστικά, στην Ευρώπη λειτούργησαν τα πρώτα πανεπιστήμια διεθνώς – η αρχή έγινε από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, με έτος ίδρυσης το 1088, και ακολούθησε το Πανεπιστήμιο του Παρισιού το 1150 και η Οξφόρδη το 1167. Σήμερα, στη διεθνοποιημένη αγορά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η Ευρώπη προσελκύει το 37,8% των φοιτητών που σπουδάζουν σε ξένη χώρα. Αντίθετα, το μερίδιο της Ευρώπης στην εξαγωγή φοιτητών είναι 18% επί του συνόλου. Επίσης, η γηραιά ήπειρος «αντέχει» και στο πεδίο της παραγωγής ιδεών. Κάποτε στην Ευρώπη παραγόταν το 30% των παγκόσμιων ιδεών – τώρα, παρά την άνοδο της Ασίας, το μερίδιο της Ευρώπης κινείται προς το 40%.
Η έκθεση παρουσιάζει σενάρια για την ευρωπαϊκή επιτυχία σε παιδεία, έρευνα και καινοτομία έως το 2050, τα οποία καταρτίζονται υπό το πρίσμα της ενίσχυσης του διεθνούς ανταγωνισμού και της μείωσης της δημόσιας χρηματοδότησης. Το κλειδί για το καλό σενάριο είναι η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και η διατήρηση του περιβάλλοντος αριστείας που επικρατεί στα ευρωπαϊκά ιδρύματα.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα κάνει διάλογο επιχειρώντας να απαντήσει σε ζητήματα, όπως ποια πρέπει να είναι εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, η οργάνωση του σχολείου, υπάρχει δημοκρατία στα ΑΕΙ. Οι απαντήσεις είναι προφανείς στην Ευρώπη, ωστόσο στη χώρα μας φιλτράρονται μέσα από συμφέροντα και ιδεοληψίες των ομάδων εξουσίας. Για παράδειγμα, χθες μέλος της Επιτροπής Διαλόγου αναρωτιόταν, μιλώντας στην «Κ», πώς μπορεί να εισαχθεί νέο σύστημα εκπαίδευσης και επιλογής καθηγητών, όταν έχουν συσσωρευτεί χιλιάδες απόφοιτοι ΑΕΙ που έχουν εκπαιδευτεί με άλλο σύστημα! Με τέτοιες αγκυλώσεις και θεματική, ο διάλογος κινδυνεύει να έχει μηδαμινά αποτελέσματα, αποτυπώνοντας το έλλειμμα κονδυλίων αλλά και ποιότητας της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας της χώρας.