«Στη δική μας αντίληψη, η προστασία της εργασίας και η ενίσχυση των εργαζομένων είναι προϋπόθεση της ανάπτυξης», τόνισε σε συνέντευξή της στο ρ/σ “Στο Κόκκινο 105.5” η Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου.
«Ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός, που θα εφαρμοστεί από τις αρχές του 2019, θα ισχύει χωρίς ηλικιακές διακρίσεις», σημείωσε η Υπουργός Εργασίας, προαναγγέλλοντας ουσιαστικά ότι αφορά το σύνολο των εργαζομένων προσθέτοντας ότι «η διαδικασία προβλέπει τη συμβολή από επιστημονικούς φορείς σε σχέση με την επίπτωση που θα έχει η αύξηση του μισθού σε διάφορα μεγέθη της οικονομίας και εκτεταμένο κοινωνικό διάλογο που θα διαρκέσει περίπου τέσσερις μήνες».
Τόνισε, ωστόσο, με σαφήνεια, ότι η αύξηση των μισθών θα γίνει, πάντως, σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως εάν κάποιος από τους κοινωνικούς εταίρους διαφωνεί με αυτήν.
Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε ότι «ο Πρωθυπουργός περιέγραψε ένα συνολικό πακέτο παρεμβάσεων για την υποστήριξη της εργασίας των νέων και την ανάκτησης τη εργασίας για τους νέους και καταπολέμησης του brain drain. Μία από αυτές τις παρεμβάσεις είναι η μεγάλη μείωση έως και μηδενισμός των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών έως 25 ετών. Θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται από 1-1-2019 κατά 50% και κατά 100% για το 2020, προκειμένου να δημιουργηθούν κίνητρα για την εργασία των νέων».
«Η άποψη του ΣΕΒ, που ακολουθεί και η ΝΔ στα εργασιακά, ότι το τρίπτυχο που έχει διασφαλίσει η κυβέρνηση για τους εργαζόμενους, “αρχή της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης, και η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη διαιτησία”, είναι καταστροφικό και εμποδίζει την ανάπτυξη, αποδείχθηκε κατά την περίοδο 2010-2014 πέρα από κοινωνικά ολέθρια και οικονομικά αναποτελεσματική», ανέφερε η Υπουργός Εργασίας και πρόσθεσε ότι «ακριβώς την περίοδο της μεγάλης απορρύθμισης ήταν που εκτινάχθηκε η ανεργία στο 28% και συνοδεύτηκε από πάρα πολύ μεγάλη ύφεση στην ελληνική οικονομία».
Τέλος, αναφορικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, η κ. Αχτσιόγλου σημείωσε ότι «από τις περίπου 20 εν ισχύ κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, έχουν ήδη επεκταθεί έξι», οι οποίες καλύπτουν περίπου 89.000 εργαζόμενους, και συνεχίζουμε να εξετάζουμε τις υπόλοιπες σε ισχύ, προκειμένου και αυτές να επεκταθούν αν πληρούν τις προϋποθέσεις». Η Υπουργός Εργασίας σημείωσε ότι «οι εργοδότες που αντιτίθενται στην επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας ουσιαστικά υπονοούν ότι θα πρέπει ο μισθός και τα εργασιακά δικαιώματα να είναι το πεδίο στο οποίο θα γίνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων. Διότι διαφορετικά δεν έχουν κανέναν λόγο να αντιτίθενται στην επέκταση των κλαδικών συμβάσεων.
Η επέκταση δημιουργεί ένα πεδίο ισότητας μεταξύ των επιχειρήσεων στο εργασιακό κομμάτι. Ένα πεδίο όπου οι επιχειρήσεις δεν γίνεται να ανταγωνίζονται μεταξύ τους στη συμπίεση των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων, στο ποια θα δώσει τα λιγότερα, αλλά θα ανταγωνίζονται σε άλλα πεδία, της παραγωγικότητας, της ποιότητας του προϊόντος κλπ».