Ἐν Πειραιεῖ 15-12-2015
ΠΡΟΔΙΑΓΕΓΡΑΜΕΝΗ Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΛΟΓΩ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἡ ἀναθεώρηση, ἐπαναδιατύπωση καί ἐπικαιροποίηση τῶν κειμένων
Ἔργο τῶν προσφάτων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, πού πραγματοποιήθηκαν στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, ἦταν ἡ ἀναθεώρηση,

ἡ ἐπαναδιατύπωση καί ἡ ἐπικαιροποίησητῶν κειμένων τῶν προγενεστέρων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, πού ἀποτελοῦν την θεματολογία τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ 2016. Γιατί, ὅμως, τά ἤδη ἀπό ἐτῶν ἕτοιμα καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον ὀρθόδοξα κείμενα χρειάστηκαν ἀναθεώρηση, ἐπαναδιατύπωση καί ἐπικαιροποίηση, καί μάλιστα ἀπό τούς σημερινούς οἰκουμενιστές; Τί σημαίνει στήν πραγματικότητα ἀναθεώρηση, ἐπαναδιατύπωση καί ἐπικαιροποίησητῶν κειμένων; Καθίσταται πλέον ἐμφανές ἀπό τήν εἰσήγηση τοῦ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, μέ θέμα «Αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τάς λοιπάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας ἐπί τῇ βάσει τῶν Πανορθοδόξων Ἀποφάσεων»[1],πού ἐξεφώνησε στό συνέδριο, πού ἔγινε στήν Ἱερά Μονή Βλατάδων, ἀπό 3 ἕως 5 Δεκεμβρίου 2015, μέ θέμα «Πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»[2],ὅτι οἱ οἰκουμενιστές ἀνέλαβαν τήν ἐργολαβία τῆς ἀναθεωρήσεως, ἐπαναδιατυπώσεως καί ἐπικαιροποιήσεωςτῶν κειμένων ἐπί τό οἰκουμενιστικώτερον, δηλ. μετέβαλαν τό ἐν πολλοῖς ὀρθόδοξο περιεχόμενο τῶν κειμένων σέ οἰκουμενιστικό, ἀφαιρώντας καί σβήνοντας ὀρθόδοξες παραγράφους καί προσθέττοντας ἄλλες οἰκουμενιστικές. Αὐτό ἀκριβῶς ἔγινε καί γιά τά δύο κείμενα μέ θέμα α) ʺΣχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμονʺ,καί β) ʺὈρθοδοξία καί Οἰκουμενική Κίνησιςʺ, τά ὁποῖαἔγιναν ἕνα ἑνιαῖο πλέον κείμενο μέ τόν γενικό τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», καί τό ὁποῖο θά δοθεῖ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο γιά ὁμόφωνη ἐπικύρωση.

Λέγει ὁ Μεσσηνίας : «Γ. Εἰς τό Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐν Chambésy τῆς Γενεύης, ἐπραγματοποιήθη ἀπό 29ης Σεπτεμβρίου ἕως 4ης Ὀκτωβρίου 2014, ἡ Α΄ Συνάντησις τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς διά τήν Ἀναθεώρησιν τῶν Κειμένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἡ ὁποία ἠσχολήθη μέ τήν ἐπικαιροποίησιν (revision) τῶν ἀνωτέρω δύο Κειμένων. Εἰς τά πλαίσια τῆς ἐπικαιροποιήσεως τῶν ἀπόψεων καί θέσεων ἐθεωρήθη ὀρθότερον ἡ ἑνοποίηση τῶν δύο Κειμένων, ἐνῶ δέν ἐτέθησαν παράγραφοι τῶν δύο προηγουμένων Κειμένων, αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονταν εἰς τάς δράσεις καί εἰς τάς ἐνεργείας ἑνίων ὀργάνων, κυρίως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὡς καί εἰς τήν περιγραφικήν πορείαν τῶν διαφόρων Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων.Ἡ ἀπάλειψις αὕτη ἐγένετο διότι ἐθεωρήθησαν πλέον αἱ συγκεκριμέναι παράγραφοι ὡς ἁπλαί καί μόνον ἱστορικαί ἀναφοραί, αἱ ὁποῖαι δέν προσέφερον τι τό σημαντικόν ὡς πρός τήν μελλοντικήν θεώρησιν καί ἀξιοποίησιν πανορθοδόξως τοῦ νέου Κειμένου».
Γιατί νά ἀπαλειφθοῦν οἱ παράγραφοι, πού περιγράφουν τήν πορεία τῶν διαφόρων Διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων; Μήπως γιά νά μήν καταδειχθεῖ τό ἀδιέξοδο, τό ναυάγιο, τό βατερλώ, τό ἄκαρπον καί τό ἀλυσιτελές αὐτῶν;
Ἡ οἰκουμενιστική καί αἱρετική θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας»
Στό νέο ἑνοποιημένο Κείμενο, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μεσσηνίας, «β) Ἐτέθησαν τά κανονικά κριτήρια (καν. 7ος τῆς Β΄ καί 95ος τῆς Πενθέκτης) ὡς πρός τήν προοπτικήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν (§ 20). Διά τῆς παρούσης παραγράφου προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί «κατ’ οἰκονομίαν» ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀκριβείας».
Ἐδῶ εἶναι ἐμφανές ὅτι γίνεται λόγος γιά τήν οἰκουμενιστική καί αἱρετική θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τόν Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο[3], «ἐρευνᾶ τό Βάπτισμα τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων, γιά νά βρεθοῦν τά κοινά σημεῖα μεταξύ τους. Οἱ οἰκουμενιστές προσπαθοῦν νά προσδιορίσουν τήν ἑνότητα μεταξύ τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», πού σημαίνει ὅτι θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τό Βάπτισμα. Οὐσιαστικά, αὐτό εἶναι «ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητας», γιατί προσπαθοῦν νά δοῦν τά κοινά σημεῖα τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν αἱρέσεων καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τήν πίστη, συνδυασμένη μέ τά Μυστήρια, ἀλλά θέτουν ὡς βάση τό Βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀποδεσμεύουν ἀπό τήν ἀποκεκαλυμμένη πίστη καί ἀπό τά ἄλλα Μυστήρια, ἰδιαίτερα τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Τό γεγονός ὅτι τό Βάπτισμα θεωρεῖται ὡς στοιχεῖο ἑνότητος μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, παρ’ὅλο πού διαφέρουν ὡς πρός τήν πίστη, σημαίνει ὅτι ἀλλάζουν τά πατερικά κριτήρια γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπότε, κατά τήν «βαπτισματική θεολογία», τό αἱρετικό βάπτισμα εἶναι τό ἕνα Βάπτισμα, δηλ. ἡ μυστηριακή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐντοπίζεται πλέον σέ μιά ταυτότητα, βασισμένη στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱερωσύνης καί μυστηρίων. Ὁπότε, μπορεῖ κάποιος, λόγῳ τοῦ βαπτίσματος, πού γίνεται ἀπό αἱρετικούς, σχισματικούς, ἀκόμη καί μή βαπτισμένους, νά εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν πίστη, τήν ἀποστολική διαδοχή καί τά Μυστήρια, πράγμα πού ἀντιβαίνει στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ ὁποία συνδέει στενά τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν θεία Εὐχαριστία. Ἑπομένως, διακρίνεται «ὁ Χριστός τῶν Μυστηρίων» (τοῦ Βαπτίσματος) ἀπό «τόν Χριστό τῆς δογματικῆς ἀληθείας».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑφίσταται σοβαρό θεολογικό ζήτημα, ἀφοῦ, ὅπου δέν ὑπάρχει πίστη-δόγμα, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά Μυστήρια. Τό δόγμα δέν χωρίζεται ἀπό τήν «πνευματικότητα». Ἡ ἐκκλησιαστική αὐθεντικότητα ἔχει σχέση μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τά Μυστήρια, πού βρίσκονται ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει σαφέστατη ἑνότητα μεταξύ τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει διάσπαση μεταξύ «τοῦ Χριστοῦ τῶν Μυστηρίων καί τοῦ Χριστοῦ τῆς δογματικῆς Ἀλήθειας». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τους Πατέρες, συνίσταται ἀπό τά κοινά Μυστήρια, τήν κοινή πίστη καί τόν Ἐπίσκοπο.
Τό ψεῦδος τῆς «βαπτισματικῆς ἑνότητας» συνιστᾶ μιά ἐκδοχή τῆς προτεσταντικῆς «θεωρίας τῶν κλάδων», γι’αὐτό καί εἶναι ἀσύμβατη μέ τήν ἐκκλησιολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων».
Ἡ οἰκουμενιστική καί αἱρετική θεωρία τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας»
Πιό κάτω ἀναφέρει ὁ Μεσσηνίας : «Εἰς τό σημεῖον τοῦτον ἐπιγραμματικῶς καί μόνον θά ἤθελον νά ἀναφέρω ὁρισμένας ἐκ τῶν γενομένων ἀναθεωρήσεων. …Ἡ υἱοθέτησις τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας, ὡς βάσεως διά τήν θεολογικήν καί ἐκκλησιολογικήν κατανόησιν τῶν θεμάτων εἰς τόν Διάλογον μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν (Κείμενο Μονάχου, Νέου Βαλάμου καί Ραβέννας)…».
Ἡ καινοφανής αἱρετική διδασκαλία περί «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» ἔχει ὡς πηγή τήν σκέψη τοῦ Νικολάου Ἀφανάσιεφ[4]. Ὁ Ρῶσος πρεσβύτερος Νικόλαος Afanassieff στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα καθιέρωσε πρῶτος τόν αἱρετικό ὄρο «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία» καί τήν καινοφανή περί αὐτῆς διδασκαλία. Ὑποστήριζε ὅτι ὅλες οἱ ἐκκλησίες, πού ἔχουν ἀποστολική διαδοχή (ἄρα καί οἱ αἱρετικοί παπικοί!) καί τελοῦν τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἔχουν τήν πληρότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους μέ τήν ἀγάπη, τήν ἀγάπη ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν γιά τήν κάθε τοπική καί τῆς κάθε τοπικῆς γιά ὅλες τίς ἄλλες. Τή θεωρία αὐτή τήν ἐπεξέτεινε ὁ γνωστός Ἀλέξανδρος Σμέμαν, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά ἀναδείξει τή λειτουργική κρίση στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή μπορεῖ νά ἀντιμετωπιστεῖ.
Ἡ «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία», ἑπομένως, ἐρχόταν νά δώσει λύση στό ἀκανθῶδες πρόβλημα τῶν θεολογικῶν δογμάτων, πού ὁδήγησαν στό Σχίσμα τοῦ 1054, καί πού δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά γίνουν δεκτά ἀπό καμμία πλευρά. Ἡ θεωρία αὐτή συμβίβασε τά ἀσυμβίβαστα, καί ἔδωσε ἔτσι τήν εὐκαιρία στόν μεγάλο οἰκουμενιστή Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά δηλώνει προκλητικά τή δεκαετία τοῦ ’60, ὅτι πρέπει παραμεριστοῦν τά δόγματα πρός χάριν τοῦ «διαλόγου τῆς ἀγάπης»[5]. Τό ἐντυπωσιακό στήν ὅλη ὑπόθεση εἶναι πώς, δεκαετίες πρίν τόν κυρό Ἀθηναγόρα, τήν ἴδια ἐκτίμηση ἔκανε καί ὁ Νικόλαος Afanassieff, ὁ ὁποῖος ἐφηῦρε τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας μέσα ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία, μέ τήν κάθε Ἐκκλησία νά κρατάει τά δόγματα γιά τόν ἑαυτό της. Ἄρα, ἀπώτερος σκοπός τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ Afanassieff ἦταν νά διευκολυνθεῖ –κατ’ αὐτόν τόν ἀντιπαραδοσιακό τρόπο- ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν»!
Ἡ συμβολή τοῦ οἰκουμενιστοῦ Μητροπολίτου Ζηζιούλα ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἔρχεται σέ μιά κρίσιμη καμπή, ἀμέσως μετά τήν ἀποδοχή τῆς θεωρίας ἀπό τή Β΄ Βατικανή Σύνοδο, νά ὁλοκληρώσει αὐτό, πού ξεκίνησε ὁ Afanassieff, πρός τήν κατεύθυνση, πού ἐπιθυμεῖ τό Βατικανό. Δηλαδή στό κενό, πού ἄφησε ἡ θεωρία τοῦ Afanassieff καί ἀφοροῦσε τό (παγκόσμιο) πρωτεῖο τοῦ Πάπα, τήν ἐργολαβική διεκπεραίωση τοῦ ὁποίου ἀνέλαβε προθύμως ὁ Ζηζιούλας! Κι αὐτό φαίνεται ἰδιαιτέρως στό ἐπαίσχυντο καί ἀνορθὀδοξο «Κείμενο τῆς Ραβέννας» (2007), τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἔχει ὡς βάση του τή θεωρία τοῦ Afanassieff, ἡ τελική διαμόρφωσή του, ὅμως, ὀφείλεται στόν Περγάμου, πού μέ τή σειρά του, μέ μιά μεταπατερική ἤ μᾶλλον μετά-ἀποστολική μαεστρία καί μέ ἕνα ἐντελῶς αὐθαίρετο τρόπο, μεταβάλλει τή διάταξη τοῦ 34ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα, πού κάνει λόγο γιά «πρῶτο τῆ τάξει σέ ἐπαρχιακό (τοπικό) ἐπίπεδο», καί τήν ἐπεκτείνει σέ διοίκηση «παγκοσμίου ἐπιπέδου»[6]!
Οἱ αἱρετικές, ὅμως, ἐκτροπές στό συγκεκριμένο θέμα τοῦ Ζηζιούλα δέν περιορίζονται μόνο στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς, ἀλλά προεκτείνονται καί στούς πολυμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς Προτεστάντες τοῦ Π.Σ.Ε. γιά παράδειγμα. Ἡ θέση του πώς, ὅπου τελεῖται τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καί γίνεται ἐπίκληση τῆς ἐνεργοῦ παρουσίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἐκεῖ ὑπάρχει Ἐκκλησία, δέν ἐξαιρεῖ γιά τόν ἴδιο οὔτε τούς κατακερματισμένους Προτεστάντες!

Ἀπό τα ἀνωτέρω γίνεται κατανοητό καί τό γεγονός ὅτι γιά τόν Περγάμου δέν ἔχει καμμία σημασία τό τυπικό, μέ τό ὁποῖο τελεῖται τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἄν γιά παράδειγμα οἱ Λατίνοι χρησιμοποιοῦν ἄζυμα ἤ οἱ Προτεστάντες χυμό ἀντί γιά κρασί! Ὅλα αὐτά τά «τεχνικά στοιχεῖα» ἐντάσσονται στίς «ποικίλες κοινωνικές καί πολιτισμικές διαφορές», πού ὑπερβαίνονται πανεύκολα, ἀρκεῖ νά δηλώνεται πώς τελεῖται ἡ «θεία εὐχαριστία» καί ὅτι γίνεται ἐπίκληση στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό ὅτι τό σύνολο τῶν Ἁγίων Πατέρων ἔδωσε μεγάλες μάχες μέ τούς Λατίνους γιά τό θέμα τῶν «ἀζύμων», ἀλλά καί γιά ὅλες τίς ὑπόλοιπες δογματικές διαφορές, οἱ ὁποῖες κρίνουν, κατά τούς ἁγίους Πατέρες τήν σωτηριολογική πορεία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν Ζηζιούλα, ὅπως καί γιά τούς περισσότερους Οἰκουμενιστές, εἶναι ἐμφανές πώς ἀποτελεῖ ἕνα πεδίο παρωχημένο καί ἀδιάφορο. Τό ὅτι οἱ Ὁσιόαθλοι Πατέρες τῆς ἐν Καντάρα τῆς Κύπρου Μονῆς ἐκάησαν ζῶντες, δέν ἔχει καμμιά σημασία.
Πρέπει νά σημειωθεῖ πώς ὅλοι οἱ σύγχρονοι «θεολόγοι τοῦ γραφείου» στίς ἀναφορές, πού κάνουν γιά την «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία», δέν παραπέμπουν φυσικά στούς Ἁγίους Πατέρες, ἀλλά παραπέμπουν κυρίως στόν μέντορά τους, Ζηζιούλα. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, πώς ὅσο καί νά ψάξει ἕνας ἐρευνητής στούς Ἁγίους Πατέρες, σέ κανέναν ἀπό αὐτούς δέν θά συναντήσει αὐτό τόν (μεταπατερικό) ὄρο! Οἱ μόνες παραπομπές, πού κάνουν στούς Ἁγίους Πατέρες εἶναι κάποιες ἀποσπασματικές ἐκφράσεις, πού χρησιμοποιοῦν οἱ Ἅγιοι, γιά νά τονίσουν τή σπουδαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τίς ὑπέροχες ἐκφράσεις τοῦ Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα κ.ἄ. σπουδαίων Πατέρων, οἱ μεταπατερικοί θεολόγοι τοῦ καιροῦ μας τίς ἀκρωτηριάζουν ἀπό τή συνολική συνάφεια ἑνός κειμένου, καί ἐν συνεχεία τίς προσαρμόζουν καί τίς χρησιμοποιοῦν ὡς «πατερική κάλυψη» στίς εἰσηγήσεις τους, εἰς τρόπον ὥστε νά μπερδεύουν ἄλλους Ἐπισκόπους καί θεολόγους, πού διατηροῦν κάποιες ἐπιφυλάξεις, ἤ τούς ἁπλούς πιστούς, πού συνήθως δέν ἀντιλαμβάνονται τήν πονηρία τοῦ πράγματος.
Τό μεῖζον ζήτημα τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» εἶναι ἕνα ζήτημα, πού ὡς «δούρειος ἵππος» καταλαμβάνει τήν νεώτερη ὀρθόδοξη θεολογική σκέψη, ἀκριβῶς λόγω τῆς εὔηχης ὀρολογίας του. Ἀποτελεῖ μία ἄγνωστη στούς περισσοτέρους πτυχή τοῦ διαλόγου. Τό ζήτημα αὐτό εἶναι καί τό σημαντικότερο, γιατί ἐκφράζει ἀκριβῶς τή φιλοσοφία τοῦ Ζηζιούλα, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σήμερα, ὅπως καί ἕνα τμῆμα «φιλοπατριαρχικό» τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σέ μιά κατεξοχήν ἀ-δογματική ἐποχή, ἡ θεωρία τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας», πού ἐκφράζει ὁ Ζηζιούλας, ἔρχεται μέ ἕνα …δογματικό τρόπο νά διαλύσει εἰς πλάτος καί εἰς βάθος ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ὄρθιο μέχρι σήμερα!
Στό σημεῖο αὐτό ὀφείλουμε νά τονίσουμε τήν μέγιστη διαφορά, πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς εὐχαριστίας καί τῆς αἱρετικῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας». Ἡ ἐκκλησιαστική εὐχαριστία ἐρείδεται στό χωρίο ἀπό τό κατά Ματθαῖον ἅγιον Εὐαγγέλιον «οὖ γάρ εἰσιδύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσω αὐτῶν»[7], δηλ. «ὅπου δύο ἤ τρεῖς ἄνθρωποι (ὀρθόδοξοι, ὄχι αἱρετικοί ἤ ἀλλόθρησκοι) εἶναι συγκεντρωμένοι στό ὄνομά Μου καί γιά σκοπό σύμφωνο μέ τό θέλημά Μου, ἐκεῖ εἶμαι κι Ἐγώ στό μέσο τους, γιά νά τούς φωτίζω, νά τούς εὐλογῶ καί νά τούς ἐνισχύω». Ἐνῶ ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία πρεσβεύει ἐντελῶς τό ἀντίθετο, ὅτι δηλ. οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί καί ἀλλόδοξοι μποροῦν νά εἶναι συνηγμένοι μαζί μέ τούς Ὀρθοδόξους στή Θεία Εὐχαριστία. Τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ζηζιούλα, ἡ ὁποία εἶναι προβληματική, γιατί εἶναι δομημένη μέ τρόπο ἀντιπατερικό, σέ ἕνα εἶδος «πρωτείου», γιά τό ὁποῖο οὐδέποτε μίλησε ὁ Χριστός καί οἱ μαθητές του. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά μιά ἐκκλησιολογία, πού σταδιακά ἐκβάλλει τόν Χριστό, καί σταδιακά εἰσάγει τόν ἄρχοντα-ἐξουσιαστή τοῦ κόσμου τούτου, τόν Ἀντίχριστο (πού θά ἔχει ὄντως «παγκόσμιο πρωτεῖο!)!
Ἀρκεῖ μονάχα ἕνα σημεῖο, γιά νά καταδειχθεῖ ὁ οἰκουμενιστικός καί ἀντορθόδοξος χαρακτήρας τοῦ «Κειμένου τῆς Ραβέννας». Λέγει τό κείμενο ὅτι «ὁ καθορισμός καί ἡ διευκρίνιση ὅτι μέ τούς ὄρους «Ἐκκλησία», «ἡ ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησία», «ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία» καί «τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ» δέν ὑπονομεύεται ἀπό τή Μικτή Θεολογική Ἐπιτροπή ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως. (ὑποσ. 1)». Ὁ ἰσχυρισμός βεβαίως αὐτός τοῦ κειμένου εἶναι ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτος. Δηλ. γιά τούς συντάξαντας τό κείμενο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτή καί μόνη ἀποκλειστικά ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά «ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Δηλ. ἄλλη εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἄλλη ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ μέρος αὐτῆς, μαζί μέ ἄλλες «ἐκκλησίες» (παπισμό, προτεσταντισμό, μονοφυσιτισμό). Αὐτό εἶναι τό ἐκκλησιολογικό πιστεύω τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο ταυτίζεται μέ τή νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Παπισμοῦ, καί τό ὁποῖο ἀποτελεῖ, βεβαίως, φοβερή ἀλλοίωση, διαστρέβλωση καί προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Πολύ καλύτερο καί ὀρθοδοξότατο εἶναι τό κείμενο τῆς Γ´ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως (1986) γιὰ τὸ θέμα «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», ὅπου ἐκφράζεται, στὴν ἀρχὴ μάλιστα, ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας : «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ πεποιθήσει καὶ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ, ὅτι ἀποτελεῖ τὸν φορέα καὶ δίδει τὴν μαρτυρίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς Παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι κατέχει κεντρικὴν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ἐντὸς τοῦ συγχρόνου κόσμου». Γιατί νά ἀντικατασταθεῖ τό κείμενο αὐτό ἀπό τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας»;
Σύμφωνα μέ τόν Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθεο, «ἡ λεγομένη «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» εἶναι μεταπατερικὴ διδασκαλία . Βεβαίως, κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τὴν μεγάλη ἀξία τῆς θείας Εὐχαριστίας, κατὰ τὴν ὁποία κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὴν ὁποία κατευθύνονται ὅλα τὰ Μυστήρια καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ θεία Εὐχαριστία νὰ ἀνεξαρτητοποιηθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

Κατ’ ἀρχὰς, ὑπάρχει στενή σχέση μεταξὺἘκκλησίας, Ὀρθοδοξίας καὶ Εὐχαριστίας, ὅπως τὸ βλέπουμε στὸν ἅγιο Εἰρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λυῶνος. Δὲν ὑφίσταται Ἐκκλησία χωρὶς Ὀρθοδοξία καὶ Εὐχαριστία, οὔτε Ὀρθοδοξία χωρὶς Ἐκκλησία καὶ θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ καὶ δὲν ὑφίσταται θεία Εὐχαριστία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ θεία Εὐχαριστία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῆὀρθόδοξη ἔξω ἀπὸ τὴν κανονικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις μετοχῆς σὲ αὐτήν. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Κανόνες τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταγράφουν τὶς προϋποθέσεις μετοχῆς τοῦἀνθρώπου στὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν θεία Κοινωνία, ποὺ εἶναι ἡ ἄσκηση καὶὁ ἡσυχαστικὸς τρόπος ζωῆς. Ἡ θεία Εὐχαριστία δὲν μπορεῖ νὰὑποκαταστήση τὴν κάθαρση τὸν φωτισμὸ καὶ τήν θέωση, οὔτε, βεβαίως, καὶ τὸἀντίστροφο. Ἰσχύει καὶἐδῶ τὸ συναμφότερο.

Ἀκόμη, ἐκτὸς τῆς θείας Εὐχαριστίας, βασικὰ κέντρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τὸ δόγμα καὶἡ προσευχή, τὰὁποῖα προϋποθέτει ἡ θεία Εὐχαριστία. Ὑπάρχει βαθύτατος συνδυασμὸς μεταξὺ lex credendi (νόμος πίστεως) καὶ lex orandi (νόμος προσευχῆς). ὉἘπίσκοπος εἶναι Προεστὼς τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, ἀλλὰ ταυτοχρόνως (πρέπει νὰ) εἶναι καὶ Προφήτης, ποὺ κηρύττει προφητικὸ λόγο στοὺς ἐκκλησιαζόμενους, οἱὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ πορευθοῦν ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωση. Βεβαίως, μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν θεία Εὐχαριστία ὑπάρχουν διάφορες πνευματικὲς ἡλικίες, καὶ τὸἍγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ καταλλήλως σὲὅλους. Ἔπειτα, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὰ Μυστήρια ἐνεργεῖἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κατάσταση τῶν κανονικῶν Κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν, ὅμως ὅσοι κοινωνοῦν τῶν ἄχραντων Μυστηρίων δὲν ὠφελοῦνται, ἐὰν δὲν συμμετέχουν στὴν καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα αὐτὰἔκαναν τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη νὰ λέγη ὅτι δὲν εἶναι ἡ Εὐχαριστία, ποὺ κάνει τὴν Ἐκκλησία νὰ εἶναι ὄντως Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡἘκκλησία εἶναι αὐτὴ, ποὺ κάνει τὴν Εὐχαριστία νὰ εἶναι ὄντως Εὐχαριστία. Μὲἄλλα λόγια, τὸ «ἄλογο» (δόγμα-Κανόνες) προηγεῖται τοῦ «κάρου» καὶὄχι τὸἀντιστροφο. Ἄλλωστε, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὰ δόγματα καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, δὲν ὑφίσταται Εὐχαριστία, μὲ τὴν ὀρθόδοξη σημασία τῆς λέξεως. Ὁπότε μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ἐκκλησιαστική Εὐχαριστία καὶ ὄχι γιὰ «εὐχαριστιακὴἐκκλησιολογία» »[8].

Ἡ οἰκουμενιστική μεθοδολογία τῶν διαλόγων

Γιατί, ὅμως, στό νέο ἑνοποιημένο κείμενο υἱοθετοῦνται οἱ καινοφανεῖς καί κακόδοξες θεωρίες τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» καί τῆς «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας»; Μά, γιατί ἄλλο; Γιά νά συντηρηθεῖ ὁ παραπαίων σύγχρονος οἰκουμενιστικός διάλογος μέ τούς αἱρετικούς. Ἀντί, λοιπόν, νά ἐφαρμοστεῖ ἡ βασική παύλεια ἀρχή τοῦ διαλόγου «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»[9], ἐφαρμόζεται ἡ παραπάνω οἰκουμενιστική μεθοδολογία. Αὐτό γίνεται φανερό ἀπό τό δεύτερο Κείμενο μέ θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον», στό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τόν Μεσσηνίας, τονίζεται, ὅτι «ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν Διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ Θεολογικός Διάλογος συνεχίζεται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι», ἐνῷ ἐπισημαίνεται ὅτι, ὅταν τυγχάνει ἀναγκαῖον, ἐξ αἰτίας τῆς ἑτερότητος τῶν θεολογικῶν προβλημάτων ἐφ’ ἑνός ἑκάστου διμεροῦς Διαλόγου, εἶναι δυνατή καί ἡ ἀλλαγή τῆς ἀντιστοίχου μεθοδολογίας. Εἶναι εὐνόητον λοιπόν ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως τεθειμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς Διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς Διαλόγους».
Στό ἑνιαῖο Κείμενο, σύμφωνα μέ τόν Μεσσηνίας, «α) Καθωρίσθη οὐχί μόνον ὁ τρόπος ἀποχωρήσεως μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένης ἔκ τινος συγκεκριμένου Διαλόγου, ἀλλά καί ἡ δυνατότης διακοπῆς αὐτοῦ, ὡς καί ἡ ἀλλαγή τῆς μεθοδολογίας αὐτοῦ ἤ ἡ ἐπαναξιολόγησις αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον τυγχάνει ἀναγκαῖον διά λόγους σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως. Αὕτη περιγράφεται ὡς μία διαδικασία πανορθοδόξου ἀποφάσεως, ἐκκινοῦσα μέ τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί κατόπιν «ὁμοφώνου συναινέσεως» τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (§ 10)». Εἶναι ἐμφανές ὅτι ἐπιχειρεῖται νά παρεμποδιστεῖ ἡ μεμονομένη ἀποχώρηση μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό κάποιο Διάλογο. Αὐτό πρέπει νά γίνεται μέ Πανορθόδοξη ἀπόφαση, μέ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί μέ συναίνεση τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Θά δεχθοῦν οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες αὐτά τά δεσμά στήν αἰχμαλωσία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;
Οἱ συμπροσευχές
Σύμφωνα μέ τόν Μεσσηνίας, τά desiderata τῆς Σόφιας (1981) καί τά κείμενα τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς (Special Commission) (2002), στά ὁποῖα διαλαμβάνονται οἱ «ἀξιώσεις» τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔναντι τοῦ «Π.Σ.Ε.» καί τῆς συμμετοχῆς τους σ’αὐτό, καί τά ὁποία τυγχάνουν πανορθοδόξου ἀναγνωρίσεως καί ὁμοθύμου ἀποδοχῆς, τονίζουν μεταξύ ἄλλων καί τήν ἀνάγκη ἀποφυγῆς κάθε μορφῆς συμπροσευχῆς. Ἡ πρακτική, ὅμως, πού ἐφαρμόζεται σήμερα στό «Π.Σ.Ε.», καταπατᾶ τήν παραπάνω θέση, διότι οἱ συμπροσευχές ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν στό «Π.Σ.Ε.» ἔχουν γίνει πλέον κανόνας καί καθημερινή ρουτῖνα, ἀπό τίς προκλητικές συμπροσευχές Πατριάρχου καί Πάπα στό Φανάρι καί στή Ρώμη καί πολλῶν ἄλλων Προκαθημένων καί Ἐπισκόπων ἀπανταχοῦ τῆς γῆς.
Προσπάθεια ἐπιβολῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου
Στό νέο ἑνοποιημένο κείμενο, κατά τά λεγόμενα τοῦ Μεσσηνίας, «γ) Ἐτονίσθη, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας», διότι θεωρεῖ ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀποτελεῖ τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως» (§ 22). Θέσις ἡ ὁποία ἀπορρέει ἐκ τῆς κανονικῆς παραδόσεως (καν. 6ος Β΄ Οἰκ. Συνόδου) καί τῆς πατερικῆς διδασκαλίας (πρβλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολαί LXXII, PG 77, 344D-345B)». Λίγο πιό κάτω ὁ Μεσσηνίας ἀναφέρει: «Εἰς τό σημεῖον αὐτό εἶναι ἀναγκαῖον νά τονίσωμεν ὅτι ἡ «Ὀρθοδοξία» ὡς ἰδιότης τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ὑπόθεσις μεμονωμένων ἀτόμων οὔτε τοποθετεῖται ἐκτός καί ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ρυθμιστικός κανών τῆς ζωῆς καί τῆς σκέψεώς Της, ἀλλά ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησίαν, ἀποτελοῦσα συστατικόν τῆς ταυτότητός Της, διό καί βιοῦται μόνον ἐν κοινωνίᾳ μέ τήν Ἐκκλησίαν, γεγονός τό ὁποῖον σημαίνει ἐν προκειμένῳ πλήρη ἀποδοχήν τῶν πανορθοδόξως εἰλημένων ἀποφάσεων ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἄλλως ἐμφωλεύει ὁ κίνδυνος ἀταξίας καί σχισμάτων ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γεγονότα τά ὁποῖα τραυματίζουν θανασίμως τήν ἑνότητά Της».
Λησμονεῖται, ὅμως, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ὅτι «ἡἈλήθεια δέν εἶναι ἰδεοληψία ἤὑποκειμενική προσέγγιση ἤζήτημα ἀριθμητικῆς ὑπεροχῆς, ἀλλά ἔνσαρκος πραγματικότητα, πού ὀντοποιεῖται στό πρόσωπο τοῦτελείου Θεοῦκαί τελείου ἀνθρώπου ἸησοῦΧριστοῦκαί ἑπομένως καθίσταται αὐταπόδεικτο τό γεγονός ὅτι ἡἈλήθεια-πρόσωπο Ἰησοῦς Χριστός καί εἷς ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία, ἔστω καί ἄν ἀπέναντι βρίσκονται πολυεκατομμύρια ἄλλων. Ἐπίσης, ἐν Συνόδῳβρισκόμαστε μόνο ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κοινωνώντας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διότι «ἡζωή καί ὁδός Χριστός», ὅπως ψάλλει ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία, καί ὅπως ὁἴδιος διεσάλπισε «ἐγώ εἰμί ἡὁδός καί ἡἀλήθεια καί ἡ ζωή»[10]. Ἑπομένως, ἐν τῇὉδῷβρισκόμαστε μόνο κοινωνώντας μέ τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, καί ὄχι μέ τήν αἵρεση καί τόν Οἰκουμενισμό, πού εἶναι ὁδιάβολος»[11]. Σύμφωνα δέ μέ τή διακήρυξη τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τό 1848, «παρ΄ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦαἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῶ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[12].
Ἐπιζήμια γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Σύνοδος
Μετά ἀπό τά παρατεθέντα, εὔκολα μπορεῖ νά συμπαιράνει κανείς τήν προδιαγραφομένη ἀποτυχία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ 2016. Μέ τίς ἀνωτέρω οἰκουμενιστικές προδιαγραφές, ἡ σύγκληση μιᾶς τέτοιας Συνόδου ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀναγκαία, ἀλλά θά ἀποβεῖ εἰς μεγάλην ζημίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παρά τά λεγόμενα τοῦ οἰκουμενιστοῦ καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Μαρτζέλου για την δῆθεν ἀναγκαιότητα αὐτῆς[13]. Ὅπως πολύ ὀρθά ἀναφέρει τό ἐξαίρετο ἀνακοινωθέν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδας[14], «ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς ἔγραφε τό 1971, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μεταξύ ἄλλων, καί τά ἑξῆς : «…Εἰς τήν Ἐκκλησίαν, διά τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό πᾶν καί τά πάντα, οὐδέν ἐπιτρέπεται νά ρυθμίζεται “κατά ἀνθρωπον”, “κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί οὐ κατά Χριστόν”… Ἐάν καί τά σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τόν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως… Προσωπικῶς δέν βλέπω, ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν ὅμως ὑπάρχη, ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας… Πάσα νέα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν θά εἶναι οὔτε Ἁγία, οὔτε Οἰκουμενική, οὔτε Ὀγδόη, ἐάν πρωτίστως δέν δεχθῆ τάς προγενεστέρας οἰκουμενικάς καί ἀσαλεύτους ἀποφάσεις των»[15]. Ἐπίσης, ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἐτόνιζε : «Ὥστε ὅλως περιττή νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί ζητημάτων, εἰς τά ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καί θεόσοφοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας»[16]. Πράγματι, στή θεματολογία τῶν πολυετῶν Διασκέψεων τῶν Προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν συναντοῦμε κάποια θέματα τά ὁποῖα εἶναι «ἥσσονος σημασίας ἤ ἔχουν ἤδη λυθεῖ ἀπό τήν Παράδοσή μας, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὡς μή ὤφειλε, ἔχουν ἀναλωθεῖ πολλές ὧρες συζητήσεων καί διορθόδοξης συνεργασίας»[17].
Δεν ὑπάρχει, λοιπόν, καμμία βιασύνη, ὥστε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά «συνέλθῃ τό ταχύτερον δυνατόν» καί «αὕτη νά εἶναι βραχείας διαρκείας καί ἀσχοληθῇ μέ περιορισμένον ἀριθμόν θεμάτων», διότι σύμφωνα μέ τόν μακαριστό ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο[18], «μία τέτοια Σύνοδο, δὲν τὴν κινεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τὴν κινοῦν οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις, μὲ ἐπικεφαλῆς τὴν Μασονία», διότι οἱ Ἐπίσκοποι, πού σχεδιάζουν τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου «ἔχουν ἁλωθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν Μασονία καὶ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις ἔχουν ἤδη χαλκεύσει καὶ ἔχουν ἤδη πείσει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουνε οἰκουμενικὲς θέσεις… Λοιπόν, στὸ σχέδιο τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, ποὺ ἔχουν ἐγκλωβίσει ἤδη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχει τὸ ἑξῆς σχέδιο : Νὰ ἐπέλθει μετὰ ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν». Ὀρθοδοξίας, Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη φάση. Ἀλλὰ δὲν σταματάει τὸ κακὸ ἐκεῖ. Ἔχουμε ἀκόμα μία φάση. Εἶναι ἡ φάση ἑνώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὰ τρία αὐτὰ (Ὀρθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ Προτεσταντισμὸς) μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ὅλα αὐτὰ ἤδη ἔχουνε μπεῖ σὲ δοκιμασία… Εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025