«Συναίνεση» απ’ όλους τους εμπλεκόμενους και «σταθερότητα σε βάθος χρόνου» απαιτείται για ένα αποτελεσματικό εξεταστικό σύστημα αξιολόγησης και εισαγωγής στα πανεπιστήμια, δήλωσε, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις δημοσιογράφων, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος, Γιάννης Βαφειαδάκης, στο περιθώριο του 37ουπανελλήνιου συνέδριου της ΟΕΦΕ, στη Θεσσαλονίκη.
«Αυτό που είναι σημαντικό να πούμε στα παιδιά είναι ότι, με όποιο εξεταστικό σύστημα, οι καλύτεροι θα μπουν στις σχολές που επιθυμούν» υπογράμμισε ο κ. Βαφειαδάκης.
Ο πρόεδρος της ΟΕΦΕ υπογράμμισε τη μακρά συζήτηση και τον προβληματισμό για αλλαγή του εξεταστικού συστήματος για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με εξασφάλιση του αδιάβλητου της διαδικασίας, αλλά και με μείωση του άγχους και με δικαιότερη αξιολόγηση, εκτιμώντας ότι αυτή ίσως να είναι και η πρόθεση του υπουργείου Παιδείας, όμως επεσήμανε ότι αυτό δεν κατορθώθηκε ως τώρα, γιατί «δυστυχώς, έχουμε ένα ράβε-ξήλωνε όλα αυτά τα χρόνια».
«Είναι σημαντικό να πούμε, ότι υπάρχουν οι λύσεις. Υπάρχουν τα εκπαιδευτικά συστήματα στη δυτική Ευρώπη, που έχουν δοκιμαστεί, έχουν επιτύχει και έχουν φέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Άρα, θα μπορούσαμε να προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα, ένα τέτοιο σύστημα και να συναινέσουν όλοι σε αυτό και να μείνει σταθερό για πολλά χρόνια, για να δούμε και τα αποτελέσματα».
Πρόσθεσε, ότι ίσως θα ήταν δικαιότερη η αξιολόγηση των υποψηφίων, μέσα από περισσότερες εξετάσεις μέσα σε ένα μεγαλύτερο βάθος χρόνου, που θα μείωναν την κρισιμότητα της μιας εξέτασης, ώστε να μειώνεται και το άγχος και ταυτόχρονα να λαμβάνεται υπόψη, όχι η στιγμιαία απόδοση, αλλά μια πιο συνολική εικόνα των γνώσεων του υποψηφίου.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φροντιστών Βόρειας Ελλάδος, Κωνσταντίνος Αμπατζίδης έκανε λόγο για την ανάγκη εφαρμογής μιας «εκπαίδευσης ανοιχτών οριζόντων». Υποστήριξε, ότι τα «τρία κακά» του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος είναι ότι «ο μαθητής ενθαρρύνεται μέσα από πλαστή βαθμολογία, είναι ομοιόμορφο και επίσης δεν υπάρχουν επαρκείς διαδικασίες αξιολόγησης του εκπαιδευτικού αποτελέσματος». «Για μας, ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό ενός δημοκρατικού εκπαιδευτικού συστήματος πρέπει να είναι η αποτελεσματικότητα του» πρόσθεσε ο κ. Αμπατζίδης.
Ταυτόχρονα, στη διάρκεια του συνεδρίου η οικονομολόγος, διδάκτωρ του ΑΠΘ και διδάσκουσα στο τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Αικατερίνη Πολυμίλη παρουσίασε στοιχεία έρευνας της, σχετικά με το πώς αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί δημοσίων λυκείων το φροντιστήριο και το ρόλο του σε σχέση με το σχολείο, κυρίως αναφορικά με την προετοιμασία των υποψηφίων για τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Η έρευνα οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη σχολική περίοδο 2016-2017, δειγματοληπτικά, με γραπτό ερωτηματολόγιο που τέθηκε σε οκτακόσιους εκπαιδευτικούς δημοσίων λυκείων, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
«Ζητήθηκε να γίνει μια συγκριτική αποτίμηση σχολείου – φροντιστηρίου από τους ίδιους του εκπαιδευτικούς που διδάσκουν στο δημόσιο σχολείο, σε δέκα δηλώσεις» δήλωσε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η κ. Πολυμίλη και πρόσθεσε:
«Στις οκτώ, από τις δέκα δηλώσεις, οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί αναγνώρισαν πως το φροντιστήριο “υπερέχει” του σχολείου. Σε δύο, μόνο, δηλώσεις είπαν ότι το σχολείο είναι καλύτερο από το φροντιστήριο, αναφέροντας ότι στο σχολείο διδάσκουν περισσότερο εξειδικευμένοι εκπαιδευτικοί απ’ ότι στο φροντιστήριο και δεύτερον, ότι το σχολείο παρέχει ουσιαστικές δυνατότητες για πνευματική καλλιέργεια και μόρφωση, που είναι και ο θεσμικός του ρόλος».
Η κ. Πολυμίλη υπογράμμισε ότι οι ερωτώμενοι εκπαιδευτικοί απέδωσαν την «υστέρηση» του σχολείου σε σχέση με το φροντιστήριο, στο ότι «ο χρόνος που διαθέτουν από το αναλυτικό πρόγραμμα είναι πολύ λίγος», κυρίως σε ότι αφορά στην εμβάθυνση στο γνωστικό αντικείμενο, στην αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας, στον έλεγχο της προόδου των μαθητών, κ.α.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, το 48,8% των ερωτώμενων καθηγητών λυκείων δήλωσε ότι οι μαθητές «δεν μπορούν να συμμετάσχουν με επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις, χωρίς φροντιστηριακή υποστήριξη».
Επίσης, περίπου το 90% των ερωτώμενων καθηγητών λυκείου απάντησε θετικά, ή μάλλον θετικά, στο ερώτημα, εάν μια «πρόσθετη ενισχυτική διδασκαλία» μέσα στο δημόσιο σχολείο, «παράλληλα με την Γ’ Λυκείου και εστιασμένη στις ανάγκες προετοιμασίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις» θα μπορούσε να βελτιώσει την επίδοση των υποψηφίων.
«Γύρω στο 90% απάντησε ότι «ναι, θα βοηθούσε» και «ίσως να βοηθούσε» στην κατεύθυνση αυτή» είπε η κ. Πολυμίλη.
Οι ερωτώμενοι καθηγητές υποστήριξαν, επίσης, ότι παρατηρείται μια ορισμένη «αναντιστοιχία, ασυμβατότητα» των ασκήσεων των σχολικών εγχειριδίων «και κάποιων θεμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων υψηλότερης, μεγαλύτερης δυσκολίας».
Το 84% των εκπαιδευτικών απάντησε ότι οι μαθητές καταφεύγουν στα φροντιστήρια «για να αυξήσουν τις πιθανότητες εισαγωγής τους» στα ανώτερα και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ωστόσο, ένας στους τέσσερεις, το απέδωσε στη «νοοτροπία των γονιών».
Οι απαντήσεις τους, πάντως, στο ερώτημα «πώς αντιμετωπίζεται το φροντιστηριακό φαινόμενο» οι απαντήσεις τους ήταν «γενικόλογες», όπως «έλλειψη πολιτικής βούλησης», ή «η ύπαρξη συμφερόντων», ενώ δεν επιχείρησαν να καταθέσουν σαφείς προτάσεις, εκτιμήσεις, ή λύσεις, όπως π.χ. ότι χρειάζεται, ή τί πρέπει να γίνει, ώστε να βελτιωθεί το δημόσιο σχολείο.
Τέλος, σε ότι αφορά το γνωστικό επίπεδο των ερωτώμενων καθηγητών λυκείων, από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Πολλοί εξ’ αυτών διέθεταν πτυχίο ξένων γλωσσών, γνώσεις πληροφορικής, μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών και κάποιοι περισσότερους από έναν. Το 8% διέθετε, μάλιστα, διδακτορικό τίτλο σπουδών. «Το προσωπικό στο δημόσιο σχολείο είναι αρκετά καλά καταρτισμένο» είπε η κ. Πολυμίλη.
Στο συνέδριο μίλησαν ο πρύτανης του ΑΠΘ , Περικλής Μήτκας, αναλύοντας το θέμα «τα πολλαπλά παράθυρα της εκπαίδευσης» και υπογραμμίζοντας τον ρόλο των νέων τεχνολογιών και την ανάγκη να λάβει υπόψη του και να προσαρμοστεί το εκπαιδευτικό σύστημα σε αυτό το νέο πεδίο επιμόρφωσης του μαθητή από πολλαπλές και διάφορες πηγές. Επίσης, χαιρέτισαν ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕΕ Γιώργος Καββαθάς και ο αντιπρόεδρος του ΕΕΘ, Γιώργος Ηλιάδης, κ.α.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου παρουσιάστηκαν επίσης προβλήματα που αφορούν τα φροντιστήρια, ως επιχειρήσεις, όπως η ανάγκη αντιμετώπισης της αδήλωτης εργασίας στον κλάδο, η μη ευελιξία στο ωράριο, η κατάθεση των στοιχείων των εργαζομένων τους, πέρα από το σύστημα «Εργάνη» και στο υπουργείο Παιδείας, κ.α.